Michel Foucault
1926-1984
Τι
είναι o
ανώνυμος λόγος;
§1
Στο πλαίσιο της Αρχαιολογίας της Γνώσης ο
Φουκώ επιχειρεί να περιγράψει μια σειρά
από λόγους, οι οποίοι μας δίνονται ως διάφορα
σύνολα επιστημών, κατευθύνσεων, ιστορικών σχέσεων, συναφών αποφάνσεων κ.λπ.
και μπορούν ή θα πρέπει να κατανοούνται ως συγκεκριμένες
πρακτικές. Οι λόγοι δεν είναι μόνο αυτό, αλλά και ό,τι ήδη έχει αναλύσει
στο άλλο έργο του: Οι Λέξεις και τα Πράγματα·· δηλαδή συνυφαίνονται με τη γλώσσα, έτσι όπως την έχουμε γνωρίσει στην
κλασική της αποδοχή και μάλιστα υπό τη δύναμη
της αναπαραστατικής διαύγειας. Ορισμένως
λοιπόν νοούνται, πρώτα πρώτα, ως σημεία,
ως σύνολα σημείων, που μας παραπέμπουν
σε μια αντίστοιχη ποικιλία αναπαραστάσεων. Τούτο υποδηλώνει πως οι λόγοι δεν μπορούν να μας αποστείλουν σημασίες,
χωρίς την προσφυγή σε σημεία. Ωστόσο το ολοκληρωμένο τους έργο δεν
εξαντλείται εδώ αλλά προϋποθέτει και άλλες λειτουργίες. Θεμελιωδώς, επεξηγεί
περαιτέρω ο ίδιος ο φιλόσοφος, πρέπει
«να είμαστε
έτοιμοι να δεξιωθούμε κάθε στιγμή του λόγου στην εισβολή του ως συμβάντος· μέσα
στην εντελή ακρίβεια, με την οποία εμφανίζεται, και μέσα στη χρονική διασπορά που
του επιτρέπει να γίνεται αντικείμενο επανάληψης, γνώσης, λήθης, μετασχηματισμού,
εξάλειψης μέχρι τα παραμικρά του ίχνη, διαφυγής πολύ μακριά από κάθε βλέμμα,
μέσα στη σκόνη των βιβλίων. Δεν πρέπει να επαναπέμψουμε τον λόγο στην απόμακρη
παρουσία της καταγωγής· πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε μέσα στο παιχνίδι της βαθμίδας
του» (Η αρχαιολογία της Γνώσης,
σ. 42).
Ο Φουκώ διέρχεται μέσα από μια τέτοια περιγραφή
όχι για να εγκολπωθεί το παραδοσιακά ισχύον περί του λόγου ή για να
επιβεβαιώσει μια απολύτως αναγκαία και παθητική αποδοχή του, παρά για να θέσει
υπό μια διαφωτιστικής/απελευθερωτικής μορφής ερμηνεία όλα εκείνα τα σύνολα του
λόγου, που θέτει ενώπιόν μας η ιστορία.
§2
Πώς θα μπορέσει κανείς, σύμφωνα με τον Φουκώ,
να ελευθερώσει περιοχές του λόγου,
εάν δεν λάβει υπόψη του την πληθώρα των
συμβάντων, που λαμβάνουν χώρα εντός του χώρου του λόγου; Με τούτη την
έννοια, ό,τι λέγεται, και μάλιστα
έτσι και όχι αλλιώς, έχει το δικό του μοναδικό
λόγο εκφοράς, απόφανσής του, κατ’ επέκταση ύπαρξής του, και εμφανίζεται
ανώνυμα· δεν αντανακλά υποχρεωτικά τις προθέσεις
ενός ατόμου, αλλά εντυπώνεται σ’ αυτό. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για μια
γλώσσα, της οποίας οι ορισμοί έχουν επιβληθεί
πάνω μας. Στη συνάφεια τούτη, ο φιλόσοφος φέρνει στο κέντρο της περιγραφής
του σχετικά με τους σχηματισμούς και τα
σύνολα των λόγων την ανωνυμία του λόγου. Συμβαίνει λοιπόν να σκεφτόμαστε και να μιλάμε για ένα θέμα με
τέτοιο τρόπο, ώστε να εσωτερικεύουμε μια
σειρά από ανώνυμους λόγους, που ανήκουν σ’ αυτή τούτη την πρακτική του
λόγου και είναι όπως η δύναμη/εξουσία που υπηρετούν.