Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ
1744–1803
Έθνος και λαϊκή κοινότητα
§1
Ποιος
είναι ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ; Είναι
Γερμανός διανοητής, που καλλιέργησε το πολύπτυχο ταλέντο του στη
φιλοσοφία, στη λογοτεχνία και ποίηση, στη θεωρία λογοτεχνίας, στη θεολογία και
σε παρεμφερείς τομείς, με σημαντικές μελέτες στο ενεργητικό του. Πρωτοποριακή,
μεταξύ των άλλων, είναι η συμβολή του στη φιλοσοφική σύλληψη της έννοιας του Έθνους,
του λαού, της πατρίδας. Αυτή η συμβολή του έχει διαχρονικό
χαρακτήρα και ισχύει ως ένα αεί παρόν για αυτές τις έννοιες, όπως και
για την έννοια της γλώσσας.
Σύμφωνα
με τον Χέρντερ, το έθνος ιστορικά καταξιώνεται ως η πιο έγκυρη και η
πιο ανθεκτική μορφή κοινοτικού βίου, ως ένα ιδιαίτερο είδος λαϊκής
κοινότητας με τις δικές της πολιτισμικές παραδόσεις και με
διασφαλισμένες τις δυνατότητες για ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων με άλλες
παρόμοιες κοινότητες. Η οντολογική
υφή μιας τέτοιας κοινότητας παραπέμπει στην έννοια της πατρίδας και
στην κοινή γλώσσα, που με την εσωτερική
της δυναμική καθιστά τη γενέθλια γη εστία φανέρωσης
της ζωής. Στην εποχή της αστικής κυριαρχίας, όμως, ο κοινοτικός βίος, η
λαϊκή κοινότητα, μετατρέπεται σε κοινωνικό
συναγελασμό και το έθνος ταυτίζεται με
το κράτος ως μηχανή καταστολής.
§2
Έτσι
η αστική κοινωνία, προϊόντος του χρόνου, εκφυλίζεται περαιτέρω σε μια μαζική κοινωνία αγελαίων σχέσεων και
συμπεριφορών με μόνο συνεκτικό στοιχείο τον υπολογιστικό
προγραμματισμό και την απρόσωπη-άτεγκτη οργάνωση της παραγωγής. Όλα τα σχετικά
με το Είναι του ανθρώπου σε αυτή την κοινωνία έχουν καταψυχθεί. Στη συνάφεια
τούτη, το έθνος εν είδει κράτους, όπως ρητά καταθέτει ο Χέρντερ,
προβάλλει ως εξουσιαστική αρχή, ως αντιπατριωτικό, αντεθνικό κρατικό
μόρφωμα με τερατώδεις ηγετικές ομάδες στην κορυφή, που η μόνη «ποιητική μούσα» τους είναι η δόλια κάρπωση του ιδρώτα του άλλου και η μόνη πολιτική τους μούσα ο δεσποτισμός.
Ακριβώς
αυτός ο δεσποτισμός είναι η ωμή δικτατορική διακυβέρνηση που
εργάζεται για μια ψυχαναγκαστική σύμμειξη εθνικών πολιτισμών. Μια τέτοια
σύμμειξη εκριζώνει τους λαούς από τις εθνικές τους
εστίες και παραδόσεις και πολτοποιεί
τις ευαίσθητες γραμμές κάθε αυθύπαρκτου πολιτισμού υπό έναν αφηρημένο, γενικό, επιτηδευμένο σχηματισμό, αυτόν που σήμερα γνωρίζουμε
ως παγκοσμιοποίηση, Ευρωπαϊκή Ένωση,
ολοκλήρωση κ.λπ. Με όρους του Χάιντεγκερ πρόκειται για την πλανητική εποχή, όπου όλες οι εκφάνσεις
της δοτής εξουσίας συνεχώς μηχανορραφούν,
χειραγωγούν με υπολογιστικό/τεχνικό
τρόπο την ουσία του ανθρώπου και τελικά τη μετατρέπουν σε απρόσωπη μάζα.
§3
Προφητικά
μιλούσε στην εποχή του ο Χέρντερ για τον σημερινό εξανδραποδισμό των λαών, που γίνεται υπό τη μορφή της πολυπολιτισμικότητας.
Οι μαζικές μεταναστεύσεις των λαών
στους καιρούς μας, ενώ παρουσιάζονται ως λύτρωση από διάφορα οπισθοδρομικά
πολιτικά σχήματα και σχίσματα, στην πράξη καταδικάζουν
ολόκληρους πολιτισμούς και λαούς σε αφανισμό.
Τέτοιοι ξεριζωμοί αποτιμώνται από τα εν λόγω σχήματα ως «δημιουργικά» φαινόμενα
μιας νέας τάξης πραγμάτων, όπου δεν έχει θέση το έθνος παρά η «ευρωπαϊκή»
συνεννόηση και συνένωση των λαών.
Για
τον Χέρντερ, μια τέτοια κατεύθυνση, πέραν του εθνοπροδοτικού της χαρακτήρα, είναι αποτυχημένη εξ υπαρχής, γιατί
ομιλεί τη γλώσσα της εξωτερικής επιβολής,
της υπολογιστικής ταξινόμησης, που αποτρέπει
αναγκαστικά τη βαθιά γνωριμία με τον ένα ή άλλο πολιτισμό.
Τι
μας λέει η νεοελληνική εμπειρία επί όλων αυτών; Πως οι αυθαίρετες γενικεύσεις,
κυρίως από τους απαίδευτους μισθοφόρους της πολιτικής, από εκείνους δηλαδή
τους αδίστακτους ολετήρες, που χωρίς στοιχειώδη
πνευματική ευστροφία για τη διάβαση του «Ρουβίκωνα» αντιποιούνται
την αρχή του Έθνους, είτε με την απόχρωση του Εξευρωπαϊσμένου «φιλελευθερισμού»
είτε με εκείνη του επίσης Εξευρωπαϊσμένου «σοσιαλισμού» ή «κομμουνισμού», γενικώς
«προοδευτισμού», οδηγούν έναν πολύπαθο –και γι’ αυτό σημαίνοντα– ιστορικό λαό
στο βάραθρο.
Η
παραγνώριση του οργανικού χαρακτήρα
των κοινωνιών και ως εκ τούτου η ισοπέδωση
των τελευταίων, η ισοπεδωτική εξίσωση
ανθρώπων και πραγμάτων κάτω από τη θεσμισμένη,
σε κεντρική εξουσία, μετριότητα ‒μετριότητα
σε επίπεδο είτε εθνικό είτε πλανητικό‒ μπορεί να είναι έργο μόνο εντεταλμένων του Πολιτικού, οι οποίοι, κατά την ρήση του Ηράκλειτου, ενεργούν και
ομιλούν, ως καθεύδοντες (απ. 73).