Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Ηράκλειτος - Ευριπίδης: το παράλογο θεών και ανθρώπων



Το αγεφύρωτο χάσμα:
ανάμεσα στον λογισμό και τον παραλογισμό


§1

Ηράκλειτος

Β 5
καθαίρονται δ λλως αματι μιαινόμενοι οον ε τις ες πηλν μβς πηλ πονίζοιτο. μαίνεσθαι δ ν δοκοίη, ε τίς μιν νθρώπων πιφράσαιτο οτω ποιέοντα. κα τος γάλμασι δ τουτέοισιν εχονται, κοον ε τις δόμοισι λεσχηνεύοιτο, ο τι γινώσκων θεος οδ ρωας οτινές εσιν.

Εξαγνίζονται [από το αίμα] με καθαρμούς και μολύνονται με άλλο αίμα, σαν κάποιον που βούτηξε στη λάσπη και μετά προσπαθεί να ξεπλυθεί με λάσπη. Για τρελό θα τον έπαιρνε, αν κανείς τον έβλεπε να κάνει κάτι τέτοιο. Και στ’ αγάλματα τούτα προσεύχονται, σαν κάποιον που θα ήθελε να συνομιλήσει με τους τοίχους/με τους ναούς, χωρίς να έχει ιδέα τι είναι οι θεοί και οι ήρωες.


§2

Ερμηνεία κατανόηση:

Ι. Ποιοι επιζητούν μια τέτοιου είδους κάθαρση; Οι πολλοί, που δεν είναι μυημένοι στον καθολικό Λόγο και ζουν λες κι έχουν ιδιωτική σκέψη (απ. 2). Έτσι αρέσκονται στις ψευδαισθήσεις ενός εξαγνισμού, ήτοι μιας λατρείας του θείου, η οποία δεν έχει κανένα έρεισμα στο Λόγο παρά μόνο σχετίζεται με τα είδωλα, με τα αγάλματα των παραδοσιακών θεών. Μοιάζουν με εκείνους που προσπαθούν να ξεπλύνουν τη λάσπη τους με λάσπη. Τούτη η μέθοδος ή ο τρόπος μας θυμίζει, στο επίπεδο της τρέχουσας πολιτικής,  τους πολιτικούς τεντιμπόηδες και τυχοδιώκτες της καθεστωτικής «αριστεράς», που στη συμφεροντολογική τους σύμπνοια με τα γνωστά παραμάγαζα της ακροδεξιάς, έχουν καθιδρύσει στην Ελλάδα το πιο βρώμικο σύστημα φασιστικής εξουσίας από τότε που δημιουργήθηκε το νεοελληνικό κράτος και ξεπλένουν, κάθε φορά,  τον δικό τους οντολογικό βούρκο με βούρκο: είναι παράφρονες και ζητούν, μέσα από την παραφροσύνη τους, λογισμό από τους άλλους στα μέτρα αυτής της παραφροσύνης· δηλαδή ζητούν από τους άλλους να νομιμοποιούν την εν λόγω παραφροσύνη ως τον ύψιστο στοχασμό της κοινωνίας και της πολιτείας.

ΙΙ. Είναι τρελό, μας λέει ο Ηράκλειτος, οι άνθρωποι να σκέφτονται ότι μπορούν να ευχαριστήσουν, κατ’ αυτό τον τρόπο, τους θεούς. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για μια παραφροσύνη, που δεν είναι άσχετη με το ότι και οι ίδιοι οι θεοί, όπως τους φαντάζονται οι άνθρωποι, δηλαδή ανθρωπομορφικά, είναι άφρονες και παράφρονες σαν αυτούς. Οι άνθρωποι και οι θεοί τους βρίσκονται πολύ μακριά από το θείο, το οποίο μπορεί να συλληφθεί μόνο σε εναρμόνιση με τον καθολικό Λόγο.

§3
Ευριπίδης

Ι. Μια τέτοια παραφροσύνη των θεών της κλασσικής εποχής φέρνει στο φως ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια εν Ταύροις (στ. 380-390), όπου η Ιφιγένεια παρουσιάζεται να συμμερίζεται τον ορθό Λόγο ενάντια στον παραλογισμό των καθημερινών φαντασιώσεων των θνητών:

«Της θεάς μας τα καμώματα δεν μου αρέσουν·
αν με τα χέρια ένας θνητός αγγίξει φόνου αίμα
ή και λεχώνα ή πεθαμένο,
τον διώχνει απ’ το βωμό της ως μολυσμένο·
αυτήν θυσίες ανθρώπων την ευφραίνουν.
Αδύνατο η Λητώ, του Δία η γυναίκα
να γέννησε ένα τόσο ανόητο πλάσμα.
Ούτε όσα λένε για τα δείπνα του Τάνταλου,
πως δήθεν οι θεοί γευτήκανε τις σάρκες
του παιδιού του, πιστεύω· οι ντόπιοι πάλι
θαρρώ πως είναι αιμοχαρείς και ζητούν
στη θεά να αποδώσουν τ’ άγρια ένστικτά τους·
κανένας θεός δεν πιστεύω πως είναι κακός.»

Ο παραλογισμός, η παραφροσύνη των θεών της λαϊκής θρησκείας, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο αλλά και τον Ευριπίδη, αντανακλά το παραλήρημα και τη δεισιδαιμονία των ανθρώπων, ελλείψει πνευματικής καλλιέργειας, ακόμη και τη σκληρότητά τους, τη μοχθηρία τους.

ΙΙ. Δεδομένου ότι αυτό που κυβερνά, κατά τον Ηράκλειτο και τον Ευριπίδη, τον κόσμο είναι ο στοχαστικός Λόγος, ό,τι ο Λόγος διακρίνει στη θρησκευτική συμπεριφορά των ανθρώπων αλλά και των θεών, που οι ίδιοι κατασκευάζουν/φαντάζονται, είναι άλογο. Τούτο το άλογο δεν είναι το διαλεκτικά αντίθετο προς τον Λόγο, έτσι ώστε να συνάπτεται στο φιλοσοφικό παιγνίδι της ενότητας των αντιθέσεων, παρά ένα μηδέν , ένα τίποτα, κάτι το άκυρο.

ΙΙΙ. Καθώς το άλογο είναι ένα τίποτα, η πίστη σ’ αυτούς ή εκείνους τους θεούς ή σε επίπεδο πολιτικής: σ’ αυτούς ή εκείνους τους πολιτικούς δεν προσφέρει τίποτα θετικό, καμιά δυνατότητα εύρεσης της αλήθειας παρά μόνο αυταπάτες και στο τέλος καταστροφή. Ωστόσο, οι άνθρωποι έχουν να επιδείξουν πολλές συμπεριφορές  τέτοιας υφής, οι οποίες όχι μόνο είναι ένα τίποτα αλλά και ενεργά αρνητικές: επιφέρουν αρνητικά αποτελέσματα. Οι πολλοί έτσι μετατρέπονται σε έναν βάρβαρο όχλο, που στο όνομα των ειδώλων του: θρησκευτικών, πολιτικών κ.λπ. σκοτώνουν και σκοτώνονται. Αυτή είναι η μοίρα του δουλόφρονου πλήθους.