Μεσαιωνική Φιλοσοφία: Θεωρία και πράξη
§1. Η φιλοσοφία εκείνης της
περιόδου της ευρωπαϊκής ιστορίας, που βρίσκεται ανάμεσα στους αρχαίους και
νέους χρόνους, ονομάστηκε μεσαιωνική φιλοσοφία, ή αλλιώς: φιλοσοφία των μέσων
χρόνων ή μέσων αιώνων. Σχετικά με την ακριβή χρονική στιγμή έναρξής της οι απόψεις
των ιστορικών ποικίλουν. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως θα πρέπει να αρχίζει ευθύς
με το κλείσιμο της Ακαδημίας των Αθηνών (529 μ.Χ.) από τον Ιουστινιανό. Αρκετοί
άλλοι θεωρούν ως χρονικό σημείο έναρξής της το 800 μ.Χ. Είναι τότε που ο
Καρλομάγνος ίδρυσε την λεγόμενη καρολίγγεια αυτοκρατορία, την πρώτη στη
λατινογενή Δυτική Ευρώπη μετά την κατάλυση της πάλαι ποτέ κραταιάς δυτικής
ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Αποτελεί ορόσημο αυτή η χρονική στιγμή, διότι επί
βασιλείας του Καρλομάγνου έλαβε σάρκα και οστά μια πρωτόφαντη πολιτισμική και
πνευματική ανάπτυξη μέσα στους κόλπους της καθολικής εκκλησίας. Υπ’ αυτούς τους
ορίζοντες, η μεσαιωνική φιλοσοφία ενσάρκωνε έναν αντίστοιχο μεσαιωνικό
τρόπο σκέψης, ο οποίος δεν εξέφραζε ούτε κατά την πιο αρρωστημένη φαντασία
έναν «μεσαιωνικό σκοταδισμό». Η κουβέντα για
έναν τέτοιο «σκοταδισμό» ανήκει στην τάξη της καθημερινότητας και τροφοδοτείται
εν πολλοίς από την ολική άγνοια ορισμένων γύρω από την πνευματική/φιλοσοφική
δημιουργία της υπό συζήτηση εποχής ή ακόμη και από μια τυφλή πίστη τους στις
πλάνες της ιδεολογικής τους νύχτας. Μια συζήτηση περί «σκοτεινών αιώνων»,
θεμιτή λιγότερο ή περισσότερο επιστημονικά, θα μπορούσε να αφορά την
ενδιάμεση περίοδο από την κατάλυση της
ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (476 μ.Χ.) έως το 800 μ.Χ. Αυτή η περίοδος δεν έχει να
επιδείξει κάποιο ουσιώδες φιλοσοφικό – στοχαστικό επίτευγμα ή ιδεώδες και συναφώς κάποια παιδευτική
διαδικασία, συστηματικά ή θεσμικά οργανωμένη. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως
μια νεκρή, εντελώς-παντελώς στάσιμη περίοδος.
§2. Ποια ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά μας επιτρέπουν να μιλάμε για μεσαιωνική φιλοσοφία; Το θεμελιακό
χαρακτηριστικό, γύρω από το οποίο περιστρέφονται και τόσα άλλα, είναι η
εμφάνιση και η καθίδρυση του χριστιανισμού ως κυρίαρχης θρησκείας. Η επικράτηση
βέβαια της συγκεκριμένης θρησκείας κυρίως –χωρίς ασφαλώς να παραβλέπεται και η
συμβολή άλλων θρησκειών, όπως π.χ. ο ιουδαϊσμός ή ο ισλαμισμός, στην ευρύτερη
επικράτεια του τότε κόσμου– δεν προέκυψε ως εκπλήρωση μιας καλά οργανωμένης
επιχείρησης, με προδιαγεγραμμένη σκοπιμότητα, να εκτοπίσει κάθε προηγούμενο,
ισχυρό ως τότε, πνευματικό, πολιτισμικό ή στοχαστικό κίνημα. Απεναντίας συνιστά
μια πρώτη θεσμική ολοκλήρωση νέων αντιλήψεων, θεωρήσεων, διδασκαλιών,
θρησκευτικών δογμάτων για τη ζωή και τον κόσμο, ωριμασμένων σιγά- σιγά και σε
μεγάλο βάθος του παρελθοντικού χρόνου, από τότε περίπου που πρωτοεμφανίστηκε ο
χριστιανισμός, αποτελεσματικών στο να ανταποκρίνονται στις λυτρωτικές
ανησυχίες των λαών και των ανθρώπινων ατόμων. Γιατί υπήρχαν τέτοιες ανησυχίες;
Επειδή η κατάρρευση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, σε συνδυασμό με τη μεγάλη
μετανάστευση ολόκληρων λαών, τη δημιουργία νέων κρατικών μορφωμάτων, τη δόμηση
σκληροτράχηλων δομών εξουσίας, την ύπαρξη ανηλεών συγκρούσεων και πολέμων,
προκαλούσε απρόβλεπτες αβεβαιότητες στους συγκροτούμενους, υπ’ αυτές τις
συνθήκες, νέους πληθυσμούς. Στο μεταξύ, η αποσύνθεση της εν λόγω αυτοκρατορίας
σήμαινε και την περαιτέρω αποδυνάμωση του αρχαίου πολιτισμού ως συστηματικής
πηγής δημιουργικού πνεύματος, ικανής να μεταδώσει στα νέα φύλα εξουσίας, όπως
τα γερμανικά, μια αναγεννησιακή μόρφωση που ως τότε δεν είχαν. Στη χορεία των
προαναφερθέντων χαρακτηριστικών ανήκει και το γεγονός ότι η ίδια η ελληνική
φιλοσοφία, από την εποχή της ακμής της έως και τις τελευταίες αναλαμπές του
Νεοπλατωνισμού, ανέπτυξε περιοδικά πλούσιους προβληματισμούς, εξόχως
ταιριαστούς στις αρχέγονες αναζητήσεις του χριστιανικού δόγματος. Ο φιλοσοφικός
στοχασμός της ελληνικής αρχαιότητας, με όλες τις κατά περιόδους σχολές του,
επηρέασε βαθύτατα τη διαμόρφωση της μεσαιωνικής φυσιογνωμίας του στοχασμού.
§3. Η νέα τούτη
πραγματικότητα χαρακτηρίζεται τελικά από ένα σύνολο αντιθετικών ή αντιφατικών
τάσεων, που εξομαλύνονται βαθμιαία κάτω από την απόλυτη ισχύ του θεολογικού
πνεύματος. Μοιραία, ως μια τέτοια πρωτόγνωρη πραγματικότητα, σημαδεύεται από
άσπλαχνες δονήσεις κάθε προηγούμενου στηρίγματος ζωής, από την κατάλυση κάθε
άμεσης ζωτικής επικοινωνίας με τα πνευματικά επιτεύγματα των Ελλήνων, από
καθοριστικές εν πολλοίς αλλοιώσεις του ως τότε ισχύοντος συστήματος αξιών.
Ωστόσο δεν εξαφανίζει ορισμένως κάποιες δοκιμασμένες δομές οργάνωσης, λειτουργίας,
μετάβασης από το παλαιό στο νέο· και τούτο όχι μόνο στη σφαίρα του Πολιτικού, αλλά και του
Πνευματικού εν γένει. Ο νέος κόσμος δεν γνωρίζει τα υψιπετή επίπεδα
μόρφωσης, που ανέδιδε καθ’ όλους τους προηγούμενους αιώνες το ελληνικό πνεύμα.
Αντικειμενικά όμως σπεύδει να αφομοιώσει, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, βασικές
του πτυχές, προκειμένου να βαδίσει πάνω σε ανθεκτικά στο χρόνο θεμέλια και να
διαμορφώνει ευέλικτους τρόπους σκέψης και δράσης. Έτσι, η ουσία της μεσαιωνικής
φιλοσοφίας συνδυάζει θεωρητικό ενδιαφέρον για μεγάλα οντολογικά,
αξιολογικά ή γνωσιοθεωρητικά προβλήματα, όπως περίπου έρχονται από την αρχαία
ελληνική παράδοση, με μια έντονα θρησκευτική στάση ζωής, όπως υπαγορεύεται από
το θεσμισμένο πια σε κυρίαρχη θρησκεία χριστιανικό δόγμα. Αυτός ο συνδυασμός
γίνεται αισθητός σε έναν τρόπο σκέψης και σε αντίστοιχα περιεχόμενα, που
τείνουν ανυπερθέτως να εδραιώνουν την απόλυτη υπεροχή του
θρησκευτικού/χριστιανικού αξιακού συστήματος. Μα και τούτη η υπεροχή δεν μπορεί
να ευδοκιμήσει χωρίς έναν νέο κόσμο της ψυχής, δηλαδή μια συνείδηση, που οι
φιλοσοφικές της καταβολές θα οδηγούν σε νέα ψυχικά βάθη και θα εμπεδώνουν ή θα
μεταλαμπαδεύουν στους καινούριους σχηματισμούς λαών, στην πληγωμένη αλλά και
απολίτιστη ψυχή τους, εκχριστιανισμένα συστήματα αξιών, παρηγορητικών ιδεών,
θεραπευτικών άρθρων πίστης, φιλοσοφικών/μεταφυσικών
πτήσεων.
§4. Όσο πιο πολύπλοκο και
περιπετειώδες γίνεται το πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, επιστημονικό σύμπλεγμα
του μεσαιωνικού κόσμου, τόσο πιο πολύ η χριστιανική θρησκεία αποζητά να
εκλογικεύει τα θέματά της και να δίνει στην πίστη ένα πιο λογικό περιεχόμενο.
Έτσι αποκτά μια πιο στενή σχέση με τη φιλοσοφία και εντείνει την προσπάθειά της
να περισώσει ό,τι μπορεί από τη φιλοσοφική κληρονομιά των αρχαίων Ελλήνων και
να επωφεληθεί απ’ αυτήν. Είναι αλήθεια πως τα αρχαία ελληνικά κείμενα, τα
πρωτότυπα, μόνο ή σχεδόν μόνο μέσω των λατινικών έφθαναν –εάν έφθαναν– στη
Δύση. Εξίσου αλήθεια είναι πως μέσα στην αγριότητα και τη βαρβαρότητα των εκ
Βορρά προελαυνόντων φύλων και των αντίμαχων εξουσιαστικών ορδών, –καλή ώρα σαν
τις σύγχρονες ορδές αιμοδιψών βαρβάρων της εξουσίας εντός της ελληνικής
επικράτειας– τα εν λόγω κείμενα είτε κινδύνευαν να χαθούν ολοσχερώς και κυριολεκτικά,
όπως συνέβη με πολλά που δεν έφθασαν ως εμάς, είτε να ξεχαστούν και να χαθούν
βαθμιαία από προσώπου γης. Εξάλλου, ο αισθητικός, πολιτισμικός και
επιστημονικός απόηχος των εν λόγω κειμένων έμεινε έξω από τόσο αγριωπά πρόσωπα
και ώτα σαν εκείνα, όπως δεν συγκινεί και ορισμένα δικά μας σημερινά σχήματα
εξουσίας. Ο ρόλος της εκκλησίας και των διανοουμένων της εδώ ήταν καταλυτικός.
Διέσωσε τα κείμενα, τουλάχιστον εκείνα που εξυπηρετούσαν καλύτερα τους σκοπούς
της, με πολλαπλούς τρόπους: με μεταφράσεις, ερμηνείες, σχολιασμούς, διδασκαλίεςˑ με
τη μετατροπή τους γενικώς σε μορφωτικό αγαθό, έστω και με θρησκευτικό
εμποτισμό, για την παίδευση και αισθητική καλλιέργεια του νέου κόσμου. Ο ρόλος
της εκκλησίας θα μπορούσε και σήμερα να γίνει καταλυτικά φιλοσοφικός με τη
μόρφωση και διαμόρφωση ελεύθερων συνειδήσεων μέσω της συμπόρευσης με τη θύραθεν
παιδεία, και όχι συμπόρευση με την εκάστοτε εξουσία, στο βαθμό που ετούτο
συμβαίνει. Γενικώς ειπείν, η σχέση φιλοσοφίας και χριστιανικής θρησκείας στο
Μεσαίωνα δεν είναι απλώς σχέση ιδεών, αλλά και θεσμικά λειτουργική με το νόημα
ότι ο φιλοσοφικός στοχασμός εξ ολοκλήρου υπηρετεί τους σκοπούς της θρησκείας,
ήτοι της εκκλησίας, έτσι ώστε η φιλοσοφία να θεωρείται υπηρέτρια της θεολογίας
(ancilla theologiae=θεραπαινίδα της θεολογίας).
§5. Σε κάθε περίπτωση, από
την πολλαπλή σχέση της θρησκείας με τη φιλοσοφία προέκυψαν εξελικτικά δυο
κατευθύνσεις της μεσαιωνικής φιλοσοφίας: πρωταρχικά η φιλοσοφία της
Πατρολογίας (Philosophie
der Patristik), η Πατερική φιλοσοφία, και
στη συνέχεια η Σχολαστική (Philosophie
der Scholastik). Αυτοί που υλοποιούν την Πατερική φιλοσοφία
είναι προπάντων οι Πατέρες της εκκλησίας, εξού και το όνομα. Το φιλοσοφικό τους
έργο έγκειται κυρίως στην ερμηνεία, επεξεργασία ή μετουσίωση παλαιών
φιλοσοφικών θεωριών με πνεύμα και μορφή θρησκευτικο-χριστιανική. Επίσης
παραλαμβάνονται έννοιες και εμποτίζονται με χριστιανικά περιεχόμενα, έτσι ώστε
να αποτελέσουν την ορολογία της εξ αποκαλύψεως θρησκείας. Μέσα από την υπέρβαση
του δυισμού, τον οποίο κληρονόμησε η χριστιανική φιλοσοφία από την αρχαία,
αναδύθηκε ο Ενισμός, δηλαδή μια και ενιαία αρχή του σύμπαντος κόσμου. Στη
χριστιανικο-θρησκευτική-θεολογική του εννόηση ο Ενισμός είναι ο θεάνθρωπος: η
ενότητα θείου και ανθρώπινου όντος. Όλη αυτή η διανοητική/φιλοσοφική εργασία
αναπτύχθηκε κάτω από δύσκολους εσωτερικούς αγώνες/διαμάχες ανθρώπων και
πραγμάτων της εκκλησίας, με αφορισμούς και αναθεματισμούς, όπως π.χ. συνέβη με
τον χαλκέντερο θεωρητικό της φιλοσοφίας Ωριγένη, ένα πραγματικά ελεύθερο πνεύμα
για τα τότε δεδομένα της εκκλησίας. Η Σχολαστική φιλοσοφία πήρε το όνομά της
από την αρχική ονομασία του δασκάλου ως σχολάριου, σχολαστικού, συσχετιζομένου
με τη σχολή, το σχολείο. Θεμελιώδες γνώρισμα αυτής της φιλοσοφίας, μεταξύ
πολλών άλλων, είναι να υπερβαθεί το στερεότυπο, ατεκμηρίωτο των βασικών αρχών
της πίστης μέσα από τη γνώση: οικοδόμηση φιλοσοφικο-θεολογικού συστήματος, κατά
το οποίο η προβαλλόμενη ως τώρα σοφία της πίστης υπόκειται σε μεταστοχασμό δια
του Λόγου –εν αρχή είναι ο Λόγος– και υψώνεται σε μια τεκμηριωμένη
αλήθεια της πίστης. Επίσης αναπτύχθηκε μια ενιαία οργάνωση και μέθοδος
διδασκαλίας, ζητήματα, για τα οποία θα γίνει λόγος σε επόμενες ενασχολήσεις.
Συγκεφαλαιωτικά θα μπορούσε να πει κανείς πως η εν λόγω φιλοσοφία εργάστηκε
ομοθυμαδόν για μια Λογική συνόψιση, σύνθεση όλης της γνώσης με παράλληλη
αποσαφήνιση, δια της Λογικής οδού, της σκέψης: εκλογικευμένη πίστη.