Κωστής Παπαγιώργης
1947-2014
Κορνήλιος Καστοριάδης:
Ένας σοφιστής
§1
Ι. Ο Κωστής Παπαγιώργης σχολιάζει
βασικές γραμμές του έργου του Κ. Καστοριάδη: Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας με μοναδική ευκρίνεια και
νοηματική ακρίβεια. Εάν διαβάσει
κανείς προσεκτικά αυτό το magnum
opus του Καστοριάδη, θα δικαιώσει
πλήρως την ανάγνωση του εν λόγω έργου από τον Παπαγιώργη. Όσα γνωρίσματα της καστοριαδικής
γραφής ανασύρει στην επιφάνεια ο Παπαγιώργης απ’ αυτό το βιβλίο, τα συναντάμε
σε όλα τα έργα και τα κείμενα του Καστοριάδη, μηδενός εξαιρουμένου. Όλα αυτά τα
γνωρίσματα δεν πρέπει να απομονώνονται από τη συνολική σκέψη του, αλλά να
αποτιμώνται σε άρρηκτο δεσμό με τα εκάστοτε περιεχόμενα.
ΙΙ. Αν και η σχετική κριτική,
χρονολογείται από παλιά, από τότε που ακόμη δεν είχε μεταφραστεί στα ελληνικά η φαντασιακή θέσμιση, εν τούτοις δεν
παύει να είναι πάντα επίκαιρη και διαφωτιστική όχι μόνο για το συγκεκριμένο
έργο αλλά και για το σύνολο της συγγραφικής παραγωγής του Καστοριάδη. Έχει ιδιαίτερη
βαρύτητα, καθώς και ο κριτικός λόγος του Παπαγιώργη είναι αληθινά λαμπρός, αλλά
και το καστοριαδικό
«ύφος,
ανεβάζοντας στη γλώσσα μια προβληματική
αληθινά φιλοσοφική, προσφέρει
οπωσδήποτε την ευκαιρία να στήσει κανείς αυτί»[1].
§2
Ι. Είναι αλήθεια πως το ως άνω ύφος είναι ανάλογο προς τις εκάστοτε ιδεολογικές και φιλοσοφικο‒πολιτικές
μεταβλητές του Καστοριάδη. Κύρια επιδίωξή του στο υπό συζήτηση έργο, σύμφωνα με
τον Παπαγιώργη, είναι η ακόλουθη :
«Με αφορμή τη
μαρξική θεωρία της ιστορίας επιχειρεί μια ανάγνωση της οντοθεολογίας, πιστεύοντας … πως το οικοδόμημα της δυτικής
μεταφυσικής ‒πτέρυγά του και ο μαρξισμός‒πρέπει να κατεδαφιστεί».[2]
Τούτο σημαίνει πως ο Καστοριάδης μας θέτει
μπροστά σε ένα δίλημμα: είτε να
σκεφτούμε «αληθινά», άρα να ξεμάθουμε τη φιλοσοφία[3]
είτε μένοντας στη φιλοσοφία να μη μπορούμε να σκεφτούμε «αληθινά».
ΙΙ. Ετούτο το σοφιστικό δίλημμα, ο
Παπαγιώργης το αντιμετωπίζει αριστοτελικά: «είτε
φιλοσοφητέον είτε μη φιλοσοφητέον, φιλοσοφητέον».[4]
Με τούτο θέλει να πει πως πέραν κάθε σοφιστείας αυτό που μένει είναι η «βαθύτερη ανακάλυψη του φιλοσοφείν»[5].
Μια τέτοια οδό ανακάλυψης μοιάζει να θέλει να ακολουθήσει και ο Καστοριάδης,
χωρίς να το ομολογεί:
«βλέπουμε
έναν μαρξιστή να κρίνει “αρμόδια” τη μεταφυσική και έναν γνώστη της μεταφυσικής
να βρίσκει στο μαρξισμό το οικείο του έδαφος· [και] το μυστικό όλης αυτής της
απόπειρας είναι ότι δε γίνεται σαν ένας αυθαίρετος ηροστρατισμός: ιερή μανία
μιας διάνοιας που αναθεματίζει ό,τι επί μια ζωή μόχθησε να κάνει σώμα της».[6]
§3
Ι. Η
πεμπτουσία όλης αυτής της απόπειρας συνοψίζεται στο γεγονός ότι όλο το βιβλίο αποπνέει
μια πολεμική ατμόσφαιρα, δυνάμει της οποίας ο Καστοριάδης,
θέλοντας να πολεμήσει τον ιστορικό μαρξισμό, ήτοι τον προηγούμενο εαυτό του,
«στρέφεται με
τρόπο σχεδόν βιβλικό ενάντια στις αρχές της δυτικής φιλοσοφίας».[7]
Με την επίθεσή του έτσι ενάντια στο μαρξισμό,
μέσω της επίθεσης στο σύμπαν της δυτικής φιλοσοφίας, ο Καστοριάδης επιχειρεί,
σύμφωνα με τον Παπαγιώργη, να καθαρθεί ο ίδιος από μια άνευ προηγουμένου εξαπάτηση, που υπέστη ως πρώην πιστός
του μαρξισμού, ή μοιάζει να εκδηλώνει μια εχθρική μανία εναντίον του μαρξισμού, σαν αυτή «που γεννούν οι πολύχρονες αφοσιώσεις».[8]
Η κεντρική πεποίθηση, που αφήνει ο Καστοριάδης να αναδύεται, είναι ότι σήμερα δεν μπορεί κανείς να είναι μαρξιστής,
γιατί ο μαρξισμός εκφράζει την παραδοσιακή
μεταφυσική σκέψη.
ΙΙ. Επί του τελευταίου βέβαια ο Καστοριάδης
δεν πρωτοτυπεί, αφού πολύ πριν απ’ αυτόν ο Χάιντεγκερ είχε μιλήσει για τον
μεταφυσικό χαρακτήρα του μαρξισμού, που υπό την οντολογικο‒ιστορική μορφή του κομμουνισμού «υποδηλώνει τη μεταφυσική συγκρότηση της νεωτερικότητας»[9].
Στην πράξη, αυτός ο μεταφυσικός μαρξισμός‒κομμουνισμός, κατά τον Χάιντεγκερ, δεν
έχει καμιά σχέση με την ισότητα των ανθρώπων στην εργασία, στην κοινωνία, στη
ζωή. Όλα τα κηρύγματα περί ισότητας, κοινωνικής δικαιοσύνης κ.λπ. αποτελούν φαντασιακά αποκυήματα των ολίγων‒ανώνυμων
κομματικών αχυρανθρώπων του μαρξισμού‒κομμουνισμού,
προκειμένου να εξαπατήσουν τις μάζες και να καταλάβουν την εξουσία. Η κατάληψη της εξουσίας είναι αυτοσκοπός κι όμως επιχειρείται στο όνομα πάντα της πλειοψηφίας και μάλιστα
εκείνης του προλεταριάτου[10],
με τελικό πρακτικό αποτέλεσμα την καταδυνάστευση όλων αυτών των πλειοψηφιών,
που επικαλείται/ούνται για τη νομιμοποίηση της εξουσίας του/τους.[11]
§4
Ι. Θεμελιώδες λοιπόν χαρακτηριστικό
του σοφιστικού λόγου του Καστοριάδη είναι να μιμείται ή να αναπαράγει,
εν μέρει ή εν πολλοίς, σκέψεις
μεγάλων φιλοσόφων του παρελθόντος, όπως του Νίτσε, του Χάιντεγκερ, του Χέγκελ,
του Πλάτωνος κ.λπ. με ένα επιθετικό
και όχι λιγότερο υβριστικό ή περιφρονητικό ύφος απέναντί τους, θεωρώντας
πως ο ίδιος λέει κάτι πρωτότυπο, τη στιγμή μάλιστα που ούτε κατά διάνοια δεν
φτάνει το μέγεθός τους. Ο Παπαγιώργης, με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο,
συνοψίζει ως εξής τέτοιες νοο‒τροπίες ή ερμηνευτικές τάσεις:
ο Καστοριάδης καταγγέλλει το γενικό
κύρος των καθολικών ερμηνειών, που λαμβάνουν χώρα εντός της φιλοσοφίας της ιστορίας.[12]
Σε άλλο σημείο επίσης, με άλλη γλωσσική αναδιατύπωση, ο Παπαγιώργης γίνεται πιο
αποκαλυπτικός :
«Πρόθυμος να δείχνει τις γνώσεις του και να κρύβει τους
προδρόμους και συμμάχους του (το Νίτσε ιδιαίτερα …) ο συγγραφέας [: ο
Καστοριάδης] γράφει και με τα δυο χέρια».[13]
ΙΙ. Με τα δυο χέρια εννοεί πως από τη μια
ο συγγραφέας επιχειρεί να ξαναγράψει την
ιστορία της φιλοσοφίας, με βάση αυτό που ο ίδιος πιστεύει για άπαν της σκέψης, με βάση δηλαδή το δικό του άπαν της σκέψης, μηδενίζοντας όλη την προηγούμενη ιστορία της φιλοσοφίας· κάτι δηλαδή που κανείς ως τώρα φιλόσοφος μεγάλων
αξιώσεων δεν το επιχείρησε, πόσο μάλλον με τέτοιο, καστοριαδικό [=απόλυτο] τρόπο· από την
άλλη «αναλαβαίνει να χαράξει αυτό που δε
γράφτηκε ή αποσιωπήθηκε».[14] Όλα τα προτάγματα (Φαντασιακό,
μαρξιστής ή επαναστάτης, φαντασιακό και κοινωνική θέσμιση κ.α.), που εντοπίζει
ο Παπαγιώργης στο βιβλίο του Καστοριάδη: Η
φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, ανακυκλώνουν
μια αντινομία ανάμεσα στον Λόγο ‒παραδοσιακό, διαλεκτικό, ερμηνευτικό,
επαναστατικό, μαρξιστικό κ.λπ.‒ και στις νέες
επαγγελίες του συγγραφέα. Ταυτόχρονα, δυνάμει αυτής της εγγενούς αντινομίας της καστοριαδικής
σκέψης, αποδυναμώνονται ή αποδεικνύονται εν πολλοίς έωλα ή απλά
επινοήματα χωρίς διέξοδο από τα
καταγγελλόμενα:
«Η
καστοριαδική γραφή μπαίνει στα κακά στενά από τη στιγμή που, βλέποντας ότι η
εφαρμογή της σοφιστικής στην ιστορία οδηγεί σε απίθανα συμπεράσματα, σαλπίζει
υποχώρηση και αρχίζει να νοσταλγεί αυτό που με τόση απολυτότητα αρνήθηκε. Αν
περιοριζόταν στην πολεμική κατά του Λόγου με βάση την αδήλωτη έστω σοφιστική
σκέψη, θα μπορούσαμε να τονίσουμε τη σημασία ενός βιβλίου που, προσευχητάρι
όσων παραληρούν στο περιθώριο ή αντιεξουσιαστική καταγγελία, θα έφερνε με
συνέπεια τις αντιφάσεις του ως το φυσικό τους αδιέξοδο: “την αθλιότητα του
ανθρώπου χωρίς την ιστορία”. Αλλά με τη σοφιστική κανείς ποτέ δεν κατάφερε να
οργανώσει την ανθρώπινη κοινωνία. Χρειάζονται γενικές αρχές, κριτήρια καθολικά,
που ο συγγραφέας δανείζεται αναγκαστικά από τους αντιπάλους του. Έτσι, από
εκστρατεία κατά του Λόγου, το βιβλίο καταντά εκστρατεία για τη διάσωσή του και
κοντά σ’ αυτό εκστρατεία για τη διάσωση όλων των παραδοσιακών στοιχείων που
υφίστανται: την πίστη στην ηθική, στη θετική αντίληψη της ζωής, στον άνθρωπο,
στην ιστορία κτλ.».[15]
[2] Ό.π., σ. 72.
[3] Ό.π.
[4] Ό.π., σσ. 72-73.
[5] Ό.π., σ. 73.
[6] Ό.π., σσ. 73-74.
[7] Ό.π., σ. 74.
[8] Ό.π.
[9] Βλ. Δημήτρης Τζωρτζόπουλος: M. Heidegger-Ερμηνεία και Γλώσσα τ.1: Ερμηνευτική του
Πολιτικού («Δημοκρατία»‒»Σοσιαλισμός»‒»Κομμουνισμός»). Εκδ. Ρώμη 2017, σ. 135.
[10] Ό.π., σσ. 168 κ.εξ.
[11] Ό.π.
[13] Ό.π., σ. 81.
[14] Ό.π.
[15]
Ό.π., σ. 112.