Μάρτιν
Χάιντεγκερ
1889-1976
Είναι
και Χρόνος: §
40
Αγωνία
και ανεστιότητα
Ι. Η έννοια της ανεστιότητας αποκτά στον Χάιντεγκερ μια
πολύπλευρη φιλοσοφική σημασία, που αφήνει
πίσω της κάθε απόπειρα περιορισμού της στα ασφυκτικά πλαίσια μιας
γεωγραφικής οριοθέτησης ή μιας α-νοηματικής λέξης των ποικίλων ιδεολογισμών. Μια αυθεντικά ουσιώδη πραγμάτευση της εν λόγω έννοιας επιχειρεί, πρωτίστως, ο
κορυφαίος Γερμανός φιλόσοφος στο Είναι και Χρόνος. Πιο ειδικά, τη
συνυφαίνει με την ανάλυση της αγωνίας.
Το ανθρώπινο Dasein,
ενόσω αναζητεί την πραγμάτωση του Είναι (του) μέσα στον κόσμο, αποκτά τον
χαρακτήρα, κατά ένα τρόπο, ενός μέσα-στον-κόσμο-Είναι
(In-der-Welt-sein). Πρόκειται για έναν ενδοκοσμικό/εγκόσμιο
χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης, δυνάμει του οποίου το ανθρώπινο Dasein, από την υπαρκτική του σκοπιά, δηλαδή τη
σκοπιά του τρόπου του Είναι του, του υπαρκτικού τρόπου για Είναι, βιώνει την
παρ-ουσία του μέσα στον κόσμο ως πτώση/έκπτωση/κατάπτωση, καθώς ρίχνεται μοιραία μέσα στην εξ- ουσία των πολλών. Βρίσκεται
πάντα μπροστά στον κίνδυνο να χάνει τον εαυτό του, ως ολότητα, μέσα στον κόσμο
και στην πρό-χειρη παρ-ουσία του σ’ αυτόν.
ΙΙ. Έτσι, αυτό που μας κάνει να αγωνιούμε, κατανοώντας το
«μας» ως το εκάστοτε ενικό/εξατομικευμένο Dasein και όχι ως κοινότητα ανθρώπων,
είναι η ίδια η εύρεσή μας μέσα στον κόσμο και με όρους του Χάιντεγκερ: το ίδιο
το μέσα-στον-κόσμο-Είναι:
«Αυτό για το οποίο αγωνιούμε,
αποκαλύπτεται πως είναι το ίδιο με αυτό, μπρος στο οποίο αγωνιούμε: το
μέσα-στον-κόσμο-Είναι… το διανοίγειν ταυτίζεται υπαρκτικά με τα διανοιγόμενα,
κατά τρόπο μάλιστα, ώστε μέσα σ’ αυτά να διανοίγεται ο κόσμος ως κόσμος, το
Εν-είναι [=το εντός καθορισμένου από άλλους χώρου Είναι του ανθρώπινου όντος]
ως δυνατότητα για εξατομικευμένο, καθαρό, ριγμένο Είναι…» (Είναι και
Χρόνος, τ. Ι, σ. 304).
Η αγωνία
ως εκ τούτου ωθεί εγγενώς το εν λόγω εξατομικευμένο Dasein, αυτή τούτη την καθέκαστη ανθρώπινη
ύπαρξη, να εκδιπλώνεται, να διανοίγεται δηλαδή, μέσα στον κόσμο ως solus ipsus
(=μόνος
αυτός). Η κατάπτωση και συνάμα η διανοικτότητά του στον περιβάλλοντα
κόσμο και μέσα στην ανωνυμία των πολλών μπορεί να ιδωθεί ως μια κίνηση φυγής προ
του εαυτού του. Με την κατάπτωση, συνακόλουθα, το Dasein απωθείται όλο και πιο πολύ από τόν αυθεντικό
Εαυτό. Αυτή η απώθηση αποτελεί ένα τρόπο αντιμετώπισης του εαυτού του ‒και
όχι απλώς εγκατάλειψης‒
προς την κατεύθυνση της διανοικτότητας.
ΙΙΙ. Εδώ έχουμε να κάνουμε
με ένα υπαρκτικό/υπαρξιακό σολιψισμό,
που δεν πρέπει να νοείται ως εκτόπιση,
απομόνωση ενός υποκειμένου από τον
κόσμο, παρά ως οδήγηση του Dasein, μια οδήγηση-πεπρωμένο
για το τελευταίο, μπρος στον κόσμο, ως
τον κόσμο του, αλλά και μπρος στον εαυτό του, ως ευρισκόμενο μέσα στον κόσμο, δηλαδή ως μέσα-στον-κόσμο-Είναι. Η
αγωνία, υπ’ αυτή την έννοια, είναι ανεστιότητα:
άγει το Dasein μέσα
σε έναν κόσμο, μια εγκοσμιότητα, που δεν
του επιτρέπει να αισθάνεται πως βρήκε τη γαλήνη του, την ιδιάζουσα σε αυτό
διαμονή, την προσδοκώμενη υπαρκτικο-οντολογική του πραγμάτωση. Αυτή η
ανεστιότητα όμως δεν αποτελεί κατάρα
για το Dasein, αλλά
υπό μια έννοια λύτρωση, καθώς είναι
η μόνη δυνατότητά του να μεριμνά διαρκώς για να αποφεύγει την κατάπτωση: να
αφυπνίζεται, να συνειδητοποιεί τη μοναχικότητά/μοναδικότητά/ενικότητά του μέσα στη βοή των πολλών, να βρίσκεται
σε εγρήγορση, να κινείται μέσα στην ανηλεή ένταση της ζωής/του κόσμου, αλλά
πάντα με την περίσκεψη και τη
νηφαλιότητα που απαιτεί η αυθεντική μέριμνα και αγωνία.