Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

Ο Αριστοτέλης, ο Hegel και η διαλεκτική



Χέγκελ:
Η διαλεκτική στον Αριστοτέλη και η επίκαιρη σημασία της

     §1. Ο κορυφαίος διαλεκτικός φιλόσοφος της νεωτερικής εποχής, ο Χέγκελ, αποτιμώντας την ιστορική δυναμική του φιλοσοφικού στοχασμού του Αριστοτέλη, αποφαίνεται ως εξής: ο Αριστοτέλης ανήκει στα πιο βαθυστόχαστα μυαλά της ανθρωπότητας και απέναντί του καμιά εποχή δεν έχει να αντιτάξει παρόμοιο ανάστημα. Αυτός και ο Πλάτων δικαίως αναγνωρίζονται ως δάσκαλοι του ανθρώπινου γένους[1]. Ο Αριστοτέλης συνέχισε και προήγαγε περαιτέρω ό,τι άρχισε ο Πλάτων, τόσο στο βάθος των ιδεών, δηλαδή κατά την ποιότητα, όσο και στην εξάπλωσή τους, δηλαδή κατά την ποσότητα. Την ίδια στιγμή που απλωνόταν στην έρευνα των πιο διαφορετικών πτυχών του επιστητού, ολοκλήρωνε αυτή την αναλυτική έρευνα στην ολότητα, στον ενιαίο χαρακτήρα της έννοιας:


«Ο Αριστοτέλης έχει εισδύσει σε ολόκληρη τη μάζα και σε όλες τις πλευρές του πραγματικού σύμπαντος και υπέταξε τον πλούτο και τη διασπορά, τον πολύπτυχο χαρακτήρα του στην έννοια»[2].

     §2. Μια γενικότερη αντίληψη που ισχύει για την αριστοτελική φιλοσοφία, κατά τον Γερμανό φιλόσοφο, είναι ότι ο Αριστοτέλης έχει αναγάγει σε απαρχή (Anfang) και όχι σε αξιωματική αρχή (Prinzipp) της θεωρητικής γνώσης την εμπειρία, τουτέστι την εξωτερική εποπτεία, θεώρηση[3], ως προϋπόθεση για να παραχθεί συγκεκριμένη σκέψη[4]. Πιο ειδικά, τούτο σημαίνει πως λαμβάνει ως αφετηρία της φιλοσοφικής σκέψης ή, με όρους του Χέγκελ, της θεωρησιακής σκέψης, δηλαδή της θεωρίας ή του καθολικού θεωρείν, την εκάστοτε δεδομένη περιοχή της εμπειρικής σκέψης, ας πούμε τις μορφές της αφηρημένης κατ’ αρχήν νόησης και τη δραστηριότητα αυτών των μορφών· από εδώ ανέρχεται σε πιο μεστά περιεχομένου υψώματα στοχαστικής συλλογιστικής, επεξεργαζόμενος μια συλλογιστική, εμπειρικά, εξωτερικά εκτυλισσόμενη, σε εσωτερική ανταπόκριση με μια εξόχως θεωρητική διεργασία[5].  Πρόκειται για εκείνο τον συνδυασμό, που αποτελεί, ούτως ειπείν, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αριστοτελικής θεωρίας περί διαλεκτικής

     §3. Το έργο, στο οποίο ο Αριστοτέλης αναπτύσσει κυρίως την εν λόγω θεωρία του, είναι τα Τοπικά, χωρίς να παραγνωρίζεται ορισμένως και το άλλο έργο του: Σοφιστικοί Έλεγχοι, όπου συζητά περισσότερο τη λειτουργική σχέση και αντίθεση σοφιστικής και διαλεκτικής υπό το πρίσμα μιας θεωρίας της αντίφασης. Στα Τοπικά πραγματεύεται τους τόπους, οι οποίοι είναι:

«οι επόψεις, τα [επ]οπτικά σημεία, με βάση τα οποία μπορεί να εξεταστεί ένα πράγμα […]. Κάθε πρόβλημα μπορεί άμεσα να αναχθεί σ’ αυτές τις διάφορες επόψεις, που η παρουσία τους είναι παντού αναγκαία»[6].

Έτσι, μας λέει ο Χέγκελ, οι τόποι αποτελούν, υπό ένα ευρύ πνεύμα, σχήματα εξέτασης και έρευνας ενός αντι-κειμένου· σχήματα με βάση τον Λόγο, που επιτρέπουν μια σφαιρική κάτοψη του αντι-κειμένου (Gegenstand) και μια αντίστοιχη εκδίπλωση επιχειρημάτων,  εναρμονισμένων με τις διάφορες όψεις αυτού του αντι-κειμένου[7]. Συσχετιζόμαστε λοιπόν  με ένα είδος διαλεκτικής, που χαρακτηρίζεται από εξωτερικούς προσδιορισμούς ανασκόπησης ή ανασκοπικής επιστροφής[8], κάτι δηλαδή σαν την ανασκοπικής επιστροφής δραστηριότητα της σκέψης στην εγελιανή θεωρία της ουσίας[9].

     §4. Η  διαλεκτική κατανοείται, ως εκ τούτου στον Αριστοτέλη, ως η μέθοδος εκείνη, που μας δίνει τη δυνατότητα να συλλογιζόμαστε για κάθε πρόβλημα και να υποβάλλουμε τη σκέψη μας σε έλεγχο, χωρίς να πέφτουμε σε αντιφάσεις, ακολουθώντας τους εν λόγω τόπους, που γενικώς συνοψίζονται ως εξής:

«α) διαφορετικότητα· β) ομοιότητα· γ) αντίθεσηˑ δ) σχέση/ αναλογίαˑ ε) σύγκριση. Τόποι κατάλληλοι, για να αποδείξουν ότι κάτι είναι καλύτερο ή προτιμότερο, είναι: α) διάρκεια του χρόνου· β) αυθεντία εκείνων που θα το επιλέξουν· γ) το γένος έναντι του είδους· δ) το επιθυμητό διεαυτό·[10] ε) επειδή αυτό είναι καλύτερο [από τα άλλα]· ζ) σκοπός· η) σύγκριση του σκοπού και της συνέπειας· θ) το πιο ωραίο και το περισσότερο άξιο επαίνου κ.ο.κ»[11].

     §5. Ο κατά περίπτωση αριθμός ή ποσότητα τόπων συνιστά τις κατευθυντήριες εννοιολογικές μορφές, δυνάμει των οποίων η διαλεκτική μορφοποιείται σε ερμηνευτική μέθοδο. Ο ερμηνευτικός της χαρακτήρας έγκειται κυρίως στην εξωτερική επιχειρηματολογία, στην εξωτερική λογική επιχειρημάτων. Ο Αριστοτέλης μελετά κάθε ιδέα, κάθε μεμονωμένο διανόημα· το παραθέτει δίπλα στα άλλα και συσχετίζει εξωτερικά συγκεκριμένες, προσδιορισμένες εκάστοτε έννοιες, που αποτελούν χαρακτηριστικές πτυχές του πνεύματος. Αναφέρει συγκεκριμένα ο Χέγκελ:

 «Ο Αριστοτέλης δεν έχει αφήσει περιθώρια για να αναζητούμε ένα σύστημα της φιλοσοφίας. Ωστόσο επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον κύκλο των ανθρώπινων ιδεών και τον υπέταξε στα διανοήματά του· η φιλοσοφία του είναι πολύ εκτενής. Στα ιδιαίτερα μέρη του όλου δεν συνάγει, δεν επάγει· απεναντίας φαίνεται να λαμβάνει μια εμπειρική απαρχή, επί πλέον αναπτύσσει εξωτερική επιχειρηματολογία, μιλάει για εμπειρίες. Ο χαρακτηριστικός του τρόπος είναι συχνά εκείνος της κοινής επιχειρηματολογίας, αλλά το αξιοπρόσεκτο είναι πως κοντά σ’ αυτή τη διαδικασία είναι και πολύ βαθιά θεωρησιακός»[12].

     §6. Ο Αριστοτέλης δεν έφτασε να αναπτύξει ένα διαλεκτικό σύστημα φιλοσοφίας υπό την έννοια της εσωτερικής διαφοροποίησης των εννοιών κατά τις επιτακτικές εκδιπλώσεις του εγελιανώς διαλεκτικού Λόγου· ωστόσο καλλιέργησε τη θεωρησιακή σκέψη [=την καθαρή θεωρία] κατά τρόπο, που από την εσωτερική διαφοροποίηση της μιας και της άλλης έννοιας να περνά στον προσδιορισμό της καθολικής έννοιας και εντός αυτής-εδώ να καταφάσκει το αληθές ως την ενότητα του υποκειμενικού και του αντικειμενικού στοιχείου[13]. Αυτή η εννοιολογική ενότητα δεν συνιστά μια αφηρημένη ταυτότητα, αλλά την ενεργό ταυτότητα μέσα στη διαφορά.


[1] Hegel: Werke 19, σ.132
[2] Ό.π.
[3] Ό.π., σ. 237.
[4] Ό.π.
[5] Ό.π.
[6] Ό.π., σ. 235.
[7] Ό.π., σ. 236.
[8] Ό.π.
[9] Χέγκελ: Επιστήμη της Λογικής-η Διδασκαλία περί της Ουσίας, εισαγωγή, μτφρ., σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος, «Δωδώνη» 1998, σσ. 85 κ.εξ.

[10] Δηλαδή κάτι, που είναι αυτοσκοπός, όπως π.χ. η υγεία και όχι όπως η γυμναστική ή ο πλούτος, που προτιμώνται για κάτι άλλο και όχι για τον εαυτό τους.
[11] Hegel: Werke 19, σ. 236.

[12] Ό.π., σ. 145.
[13] Ό.π., σ. 163.