Γκέοργκ Χέγκελ
1770-1831
Θέση ‒Αντίθεση ‒ Σύνθεση:
Το αληθές και το ψευδές
Ι. Πρόκειται για ένα εγελιανώς αντιδιαλεκτικό σχήμα,
που ορισμένοι και μάλιστα απ’ αυτούς που «διδάσκουν φιλοσοφία» στα μορφωτικά μας
ιδρύματα, χωρίς την παραμικρή σχέση με την εγελιανή φιλοσοφία, το αποδίδουν, με
μια ανύποπτη βεβαιότητα, στον Χέγκελ. Το
επικαλούνται για να περιγράψουν εσωτερικές διεργασίες της εγελιανής διαλεκτικής.
Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια; Ο Χέγκελ δεν
σκέφτηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει ένα τέτοιο σχήμα. Απεναντίας, αυτό, αν και
εντελώς ξένο προς την εγελιανή σκέψη, περιβλήθηκε από όλους τους ως άνω με το μύθο του πιο αντιπροσωπευτικού τρόπου
παράστασης της διαλεκτικής δομής του εγελιανού σκέπτεσθαι. Το βρίσκουμε συνήθως
σε διάφορα εγχειρίδια
ή λεξικά φιλοσοφίας, το υλικό των οποίων είναι παρμένο από δεύτερο ή τρίτο χέρι και διόλου από τα ίδια τα εγελιανά κείμενα. Μια από τις πιο τελευταίες τέτοιες παρερμηνείες συναντάμε στο Λεξικό της φιλοσοφίας του Θ. Πελεγρίνη, σσ. 159, 545. Εδώ παρουσιάζεται, με έναν εντελώς λαθεμένο και ατεκμηρίωτο τρόπο, ως το πιο νευραλγικό στοιχείο της εγελιανής διαλεκτικής.
ΙΙΙ. Στο επίπεδο του
πνεύματος, όλη αυτή η διαλεκτική πορεία εκτυλίσσεται, εκκινώντας από την αφηρημένη καθολικότητα αυτού του
πνεύματος, στη μερική καθολικότητα ή μερικότητα του τελευταίου: αντιστοιχούν στις δυο περατές του
βαθμίδες ή στάδιά του [=κατ’ αίσθηση υποκειμενικότητα –υποκειμενικό πνεύμα και
το άλλως-Είναι της/του, το αντικείμενο-αντικειμενικό πνεύμα]· και από εδώ προς
την εννοιολογική καθολικότητα, προς
το απόλυτο πνεύμα. Το τελευταίο
είναι συγκεκριμένη πλέον καθολικότητα,
ήτοι ολότητα του πνεύματος ως κατάφαση
και όχι σύνθεση. Το πνεύμα δεν είναι κανένας αγοραίος διακοσμητής, κάποιος
εντεταλμένος υπηρέτης/δούλος του άχαρου αφέντη που ζητά αναγνώριση, αλλά ο δημιουργός ως αυτο-προσδιοριζόμενο Όλο
και εν τέλει η πιο δημιουργική πνοή του
ανθρώπου ως δημιουργού. Καλό θα ήταν, κατά ταύτα, για όλους εκείνους τους α-φιλόσοφους «φιλοσοφο»-προφεσόρους,
που αποδίδουν στον Χέγκελ ό,τι ακριβώς ο Χέγκελ αποδίδει στον Καντ να σκεφτούν
λίγο σοβαρά πάνω στην εγελιανή διαλεκτική και μετά να αποφανθούν με περισσό
κομπασμό. Τους αφιερώνουμε και το παρακάτω κείμενο, όπου ο Χέγκελ γίνεται για
μια ακόμη φορά σαφής. Βέβαια, που να βρουν χρόνο να ασχοληθούν με σοβαρή μελέτη
της φιλοσοφίας, όταν γίνονται τρισάθλιοι
υπηρέτες των αγράμματων αφισοκολλητών της εξουσίας και απεγνωσμένοι συνεργοί στη διάλυση κάθε ίχνους του πνεύματος.
Κείμενο
«Αν συνοψίσουμε το σύνολο της καντιανής φιλοσοφίας,
βρίσκουμε παντού την Ιδέα της νόησης, που
σ’ αυτήν την ίδια [=Ιδέα] είναι απόλυτη έννοια και έχει προς την πλευρά της τη
διαφορά, τη ρεαλιστική πραγματικότητα, ενώ ο θεωρητικός και ο πρακτικός Λόγος
έχει κατά την πλευρά του μόνο την αφηρημένη διαφορά· … Η ενεργώς πραγματικότητα
λογίζεται ως αυτή η αισθητή, εμπειρική πραγματικότητα, για την κατανόηση της οποίας
ο Καντ καταφεύγει στις κατηγορίες της διάνοιας· και τις θεωρεί ως έγκυρες, έτσι
ακριβώς όπως ισχύουν στην καθημερινή ζωή… Εκτός από τη γενική ιδέα των
συνθετικών κρίσεων a
priori,
ένα καθολικό που έχει τη διαφορά μέσα του, το ένστικτο του Καντ τον οδήγησε να πραγματοποιήσει
τη συνολική διάρθρωση, το συνολικό σύστημα, στο οποίο διαιρείται γι’ αυτόν το
Όλο, με βάση το σχήμα της τριαδικότητας, αν και είναι αντιπνευματικό, ως εξής:
α) θεωρητικός Λόγος, β) πρακτικός Λόγος, γ) ενότητα αμφοτέρων, κριτική
ικανότητα … Προκαθόρισε τον ρυθμό της γνώσης,
της επιστημονικής κίνησης ως ένα γενικό σχήμα και το διατύπωσε παντού ως θέση,
αντίθεση, σύνθεση…» (W20, σσ. 384-85).
[1] Βλ.
Χέγκελ: Τι είναι Διαλεκτική; Εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ.
Ηριδανός 2016, σσ. 128- 116 κ.εξ., ιδιαίτερα σ. 130.