Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Πλάτων: περί της φιλοσοφίας του Έρωτος





ΠΛΑΤΩΝ


Φιλία και Έρως:
Μια εσωτερική-διαλεκτική σχέση

§1

     Ι. Φιλία και Έρως συγκροτούν στη σκέψη του Πλάτωνος μια ενιαία ολότητα με ορισμένες εσωτερικές διαφοροποιήσεις τους, οι οποίες (διαφοροποιήσεις) εμφανίζονται με τη μορφή ποιοτικών κλιμακώσεων της έννοιας της Φιλο-σοφίας, της φιλίας της σοφίας, και πιο ειδικά του φιλοσοφικού έρωτος με την στενότερη αλλά και την ευρύτερη έννοια. Ήδη στο σχετικά πρώιμο έργο του Λύσις, ο κορυφαίος Έλληνας διαλεκτικός εγκαινιάζει ουσιαστικά τη φιλοσοφική του ενασχόληση με την έννοια της φιλίας, που δεν την αντιμετωπίζει ως υποχρεωτικά κάτι άλλο από την έννοια του έρωτος, και με την οικοδόμηση των φιλικών σχέσεων στη βάση της φιλο-σοφίας. Κάθε σχέση φιλίας προϋποθέτει τον ανα-στοχασμό γύρω από την έννοια φίλος. Γράφει, μεταξύ άλλων, ο Πλάτων δια στόματος Σωκράτη:


«Εάν ούτε όσοι αγαπιούνται ούτε όσοι αγαπούν ούτε οι όμοιοι ούτε οι ανόμοιοι ούτε οι καλοί ούτε οι συγγενείς ούτε κάθε άλλη κατηγορία που έχουμε αναφέρει … εάν τίποτα από τούτα δεν είναι φιλικό, εγώ τουλάχιστο δεν ξέρω τι να πω… Τώρα, Λύσι και Μενέξενε, γίναμε καταγέλαστοι …, γιατί οι παρευρισκόμενοι θα πουν πως εμείς έχουμε την αξίωση να είμαστε φίλοι μεταξύ μας … ενώ ακόμα δεν σταθήκαμε ικανοί να βρούμε τι είναι φίλος»[1].

 Εδώ ο Πλάτων δεν έχει πει τον τελευταίο του λόγο για την φιλία, την αγάπη και τον έρωτα, καθώς δεν έχει φτάσει σε μια πλήρη ερμηνεία του υπό συζήτηση θέματος. Ωστόσο αποσαφηνίζει σχετικές αρχές και τάσεις, που θα αναπτύξει αργότερα διεξοδικά στο Συμπόσιο, αλλά και στον Φαίδρο, ορισμένως δε και στην Πολιτεία όπως και στους Νόμους.

     ΙΙ. Η Φιλία και ο Έρως δεν είναι δυο άσχετες μεταξύ τους έννοιες ή υπηρετικές η μια της άλλης. Απεναντίας συγκροτούν έναν κύκλο σχέσεων και δεν περιορίζονται στο να εκφράζουν μια απλώς ισορροπημένη σχέση αμοιβαιότητας [2]. Δυνάμει αυτού του κύκλου, η συνολική πράξη του ανθρώπου και δη του νέου ανθρώπου, που βρίσκεται ακόμα στην αρχή της ζωής, εκτυλίσσεται ως προσπάθεια, ως διακαής πόθος για μια τελειότητα, σαν αυτή που διεκδικούν με τον δικό τους τρόπο οι φιλό-σοφοι.[3] Προς την κατεύθυνση μιας τέτοιας τελειότητας, ως προσδοκώμενου στόχου, η φιλία και ο έρως  συνυφαίνονται με την πεμπτουσία της φιλο-σοφίας ως τρόπου σκέψης και ζωής και στο επίπεδο της πόλεως-πολιτείας με την ευδαιμονική πολιτεία,  που προορίζεται για τον Πλάτωνα να αντικαταστήσει την αρρωστημένη εκείνη πολιτεία που ψήνεται στον πυρετό, όπως μας λέει στο έργο του Πολιτεία. Ο στόχος για έναν ευδαιμονισμό της πολιτείας, στη βάση ανταμώματος ψυχών τε και σωμάτων, δηλ. στη βάση της φιλίας και του έρωτος, έχει ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο για την εποχή του Πλάτωνος, αλλά και για τη δική μας, όπου συμβαίνει η σύγχρονη πολιτεία μας να διέρχεται τη χείριστη τραγωδία της ιστορίας της, με τους μισθοφόρους και πραιτοριανούς της νεοφασιστικής αριστεράς να έχουν εκμηδενίσει κάθε ίχνος φίλιου περιβάλλοντος ζωής, να  ακρωτηριάζουν πανταχόθεν την ψυχή και το σώμα ατόμων και ανθρώπινης κοινότητας και να ανάγουν σε αρχή ζωής τον χυδαίο ερωτισμό, την αμορφωσιά, τη βαρβαρότητα, την αντι-αισθητικότητα, την ανεξέλεγκτη ανηθικότητα, τη δικτατορία της αντιδραστικής βίας, του ψεύδους και της πολιτικής απάτης.

§2

     Ι. Η Φιλία και ο Έρως συνοψίζουν την εσωτερική τους ενότητα στον ηνίοχο νου, στον εσωτερικό μας ηνίοχο,[4] που αποβλέπει στο να φτάσει ψηλά, στον υπερουράνιο τόπο, όπου ενδημεί το κάλλος. Αυτός ο ηνίοχος οδηγεί ένα ζευγάρι άλογα, από τα οποία το ευρισκόμενο στα δεξιά του είναι ευγενές, όμορφο και απόλυτα συνεργάσιμο:

«είναι φίλος της τιμής με σύνεση και αιδημοσύνη, φίλος της αυθεντικής δόξας, [που] δεν έχει ανάγκη από μαστίγια, αλλά έχει για οδηγό μόνο τα κελεύσματα [του ηνίοχου νου] και τον λόγο».[5]

 Το ευρισκόμενο στα αριστερά του είναι άσχημο, μοχθηρό, χυδαίο, υβριστικό, βίαιο, ηδονοθηρικό, σαν τους φιλήδονους και εξαχρειωμένους  επαγγελματίες πολιτικούς του ψεύδους, της πολιτικής απάτης και της προδοσίας:

«το αριστερό άλογο είναι κυρτό, ογκώδες, κακοφτιαγμένο, με χοντρό αυχένα και κοντό λαιμό, πλατυπρόσωπο, με γκριζογάλανα και αιματώδη μάτια, σύντροφος της ακολασίας και της αλαζονείας, δασύτριχο γύρω στ’ αυτιά, βαρήκοο, που μόλις υποτάσσεται στο μαστίγιο και στο σπιρούνι».[6]

Η αγαστή συνεργασία του ηνιόχου νου με το ευγενές άλογο μας προσφέρει απαράμιλλες εικόνες ή νεύματα μιας κρυφής αρμονίας ανάμεσα σε έναν φιλοσοφικό βίο και σε έναν αυθεντικά ερωτικό τρόπο ζωής ανάμεσα στους ανθρώπους μιας ευτυχισμένης και ηθικά-αισθητικά ανώτερης πολιτείας.   

     ΙΙ. Στις σύγχρονες κοινωνίες, με τη μοντέρνα δουλεία και αυτο-δουλεία σωμάτων και ψυχών, το φαινόμενο του Έρωτα έχει σχεδόν καταλήξει να ταυτίζεται με την επιθυμία του σεξουαλικού ενστίκτου. Αυτή η επιθυμία  στις μέρες μας έχει εκφυλιστεί περαιτέρω σε έναν ανεξέλεγκτο βιασμό της συνείδησης και καθιδρύεται πια στην καθημερινή βίωση ως η πιο «άμετρη ακολασία»[7], που αντιστρατεύεται πλήρως την ανθρώπινη ουσία και ύπαρξη.[8] Σύμφωνα με τον Πλατωνικό μύθο, αν η εν λόγω επιθυμία στην αρχέγονη εκδήλωσή της, απέβλεπε στην άρση της διαίρεσης του αρχικού, σφαιρικού ανθρώπου σε δύο μέρη: σε αρσενικό και θηλυκό, στις σημερινές κοινωνίες παραπέμπει, κατά κανόνα, στην ολική διαστροφή παρανοϊκών βιαστών και βάρβαρων εξουσιαστών. Συμβαίνει συχνά, άθλια γεννήματα μηχανισμών και συναφώς διεστραμμένων ψυχοδομών,

«μεγαλωμένα κάπου ανάμεσα σε μαουνιέρηδες, που ποτέ δεν έχουν δει έρωτα για πραγματικά ελεύθερους ανθρώπους»[9]

να έχουν αναγάγει την επιθυμία του σεξουαλικού ενστίκτου σε υπέρτατη αρχή μιας κοινωνίας υπανθρώπων, που με την πιο αναίσθητη παραφορά τους ως

«εραστές πιάνουν για ασήμαντα πράγματα μεγάλες έχθρες και φθονούν και βλάπτουν τους αγαπημένους»[10].

§3

     Ι. Έχοντας επίγνωση ο Πλάτων ότι το φαινόμενο του έρωτος δεν είναι απλή σύμβαση δυο ανθρώπων που σπαράσσονται από την αγριότητα των σεξουαλικών τους ενστίκτων, έθεσε επιτακτικά το ερώτημα: τι είναι ο Έρως; Από τότε έως και σήμερα αυτό το ερώτημα διατηρεί ακέραια την ισχύ του, την αξία του, την ιδιαίτερη σημασία του. Γιατί; Επειδή επιχειρεί να αποσπάσει την ιδέα του Έρωτος από τον εκχυδαϊστικό και εκχυδαϊσμένο κύκλο της ακολασίας. Από πού προέρχεται αυτή η ακολασία; Από την απαιδευσία, την ευτέλεια του δημόσιου βίου, την παγίδευση των κοινών θνητών στα κατώτερα ένστικτά τους. Ο κατά Πλάτωνα Έρως παραπέμπει σε μια ανικανοποίητη επιθυμία, αλλά μια επιθυμία όχι του ζωώδους, του βίαιου, του χυδαίου παρά εκείνου του πράγματος που είναι ουσιώδες για την ολοκλήρωση του ανθρώπου και το οποίο ο τελευταίος αισθάνεται να στερείται. Από την άποψη λοιπόν της συναίσθησης αυτής της στέρησης, ο έρως είναι ανεπάρκεια,  ένδεια, πενία.   

     ΙΙ. Στο Συμπόσιο ο Έρως αποκαθίσταται στον αυθεντικό του θρόνο: ο Πλάτων τον παρουσιάζει 1) ως πενία, να απέχει από το να είναι τρυφερός, ευαίσθητος και ωραίος: συγκατοικεί με τη φτώχεια, τη στέρηση και την έλλειψη· 2) τη φύση του να μην είναι μονοσήμαντα θνητή ή αθάνατη: άλλοτε ο έρως έχει εξάψεις ομορφιάς, άνθησης, πνευματικής ζωτικότητας, άλλοτε είναι ετοιμοθάνατος· 3) να είναι το μεταξύ: κάτι ανάμεσα στον πλούτο και την φτώχεια, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι ποτέ από τη φύση του φτωχός, αλλά ούτε και πλούσιος παρά γίνεται κάθε φορά αυτό που είναι. Είναι έτσι η μέση οδός ανάμεσα στη γνώση και την άγνοια. Ως τέτοια οδός είναι πόρος, πέρασμα. Στο ερώτημα λοιπόν τι είναι ο Έρως, ο Πλάτων απαντά: είναι ο γιος του πόρου και της πενίας. Ο έρως δεν έχει την ομορφιά και είναι πένης, όμως την επιθυμεί και γι’ αυτό αγαπά αυτό που δεν έχει. Την επιθυμεί, γιατί είναι εραστής του ωραίου. Επομένως, ως γιος του πόρου και της πενίας, ως εραστής του ωραίου και ως έχων συναίσθηση της στέρησης του ωραίου είναι φιλόσοφος.

§4

     Ι. Σαν τον έρωτα, ο φιλόσοφος λαχταρά τη γνώση που δεν έχει. Και τη λαχταρά, επειδή έχει συναίσθηση της άγνοιάς του. Ο φιλόσοφος έρως, ή πράγμα που είναι το ίδιο, ο έρως ως φιλόσοφος κινείται ανάμεσα στους πνευματικούς πόρους –που διαθέτει και οι οποίοι του επιτρέπουν να ποθεί το ωραίο ως τέτοιο– και στη στέρηση αυτών των πόρων, η οποία όμως αναπληρώνεται, λόγω της πνευματικότητας του εραστή φιλοσόφου, από τον πόθο για τα ωραία πράγματα. Μέσα από τον πόθο για τα ωραία πράγματα μαθαίνουμε να ποθούμε το ωραίο καθαυτό και με τη φιλοσοφία να αξιώνουμε  την πραγμάτωσή του επί θνητού εδάφους. Η πραγμάτωση τούτη διέρχεται ανάλογες κλίμακες και απαιτεί τη χάραξη της σωστής πορείας.
    
     ΙΙ. Ποιες είναι αυτές οι κλίμακες και η σωστή πορεία; 1. Το πέρασμα από την αγάπη στον έρωτα μέσα από την έλξη που γεννά το ωραίο σώμα. 2. Από το κάλλος του σώματος στο κάλλος ως τέτοιο, στο ωραίο καθόλου3. Για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται συνδυασμός του ωραίου σώματος με την ομορφιά της ψυχής4. Η ψυχική ομορφιά είναι ανώτερη από τη σωματική ομορφιά, γι’ αυτό και προκαλεί την ερωτική έλξη και για το σώμα που δεν διαθέτει το αντίστοιχο κάλλος. Να γιατί και όμορφα, εκ πρώτης όψεως, σώματα, χωρίς την απαραίτητη εσωτερική ανταύγεια, αποτελούν απλώς διακοσμητικά πετρώματα για κάθε χρήση. Η απουσία αυτής της κατά Πλάτωνα ερωτικής έλξης γεννά όλα τα αντι-ερωτικά τερατουργήματα του σήμερα, αλλά και του χθες, τα οποία μάλιστα προβάλλουν την ολική τους διαστροφή, καθώς και την αντίστοιχη ασχήμια τους, για περισσή ερωτική αρμονία.

     ΙΙΙ. Ένα τέτοιο σώμα, δηλαδή ο άνθρωπος με ανεπτυγμένο το κάλλος της ψυχής σε ενδοσυνάφεια με αυτό του σώματος, με τους ωραίους λόγους, τις ωραίες σκέψεις του, αλλά και με την καλλιεργημένη ερωτική ψυχή, γίνεται φωτεινός οδοδείκτης για τους άλλους και για τους νέους, π.χ. ο Σωκράτης· παράλληλα δίνει νέα ποιοτική ώθηση στην πράξη του έρωτα, ως πλήρωση του Εαυτού, μαζί και του Εαυτού του άλλου. Τότε συμβαίνει ο Έρως να κατακτά κυριολεκτικά τη ζωή και να καθιστά την ερωτική συμβίωση ευ-λογία [=καλό λόγο] και όχι αβάσταχτη ύβρι, που πνίγει το ωραίο μέσα στο βόρβορο των επιτηδευμένα χρωματισμένων σωμάτων των άχρωμων όντων του μαζικού θεάματος. Σε μια κλιμακούμενη πορεία, ο βίος του ανθρώπου αποκτά ανώτερη αξία, όταν είναι, μια για πάντα, ακατάλυτη ερωτική ζωή. Μια τέτοια ερωτική ζωή δεν κυλιέται, σαν το καθεστωτικό ή παρόμοιο γουρούνι, μέσα στη λάσπη της μαζικής υστερίας, αλλά διανοίγεται, οντολογικά πλέον, στο να αντικρίζει με ευκρίνεια και καθαρότητα το ωραίο, να ανάγει το κάλλος της ψυχής και του σώματος, άρα τον Έρωτα, σε ύψιστη αρχή της ανθρώπινης ύπαρξης και να αντιπαλεύει με ασίγαστο πάθος τα φανταχτερά στολίδια της εικονικής πραγματικότητας, τις ψευδαισθητικές παραστάσεις της κοινωνίας του θεάματος.










[1] Πλάτων: Λάχης Λύσις, εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Ζήτρος, σσ. 689-691.
[2] Ό.π., σσ. 649-655.
[3] Ό.π., σσ. 667-673.
[4] Πλάτων Φαίδρος, με αναγνώσεις Hegel-Heidegger, εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια, Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Διανόηση Αθήνα 2018, σ. 133.
[5] Ό.π., σ. 159.
[6] Ό.π.
[7] Ό.π., σ. 103.
[8] Ό.π.
[9] Ό.π., σ. 123.
[10] Ό.π.