Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

M. Heidegger: Χρόνος και Ποίηση






Μάρτιν Χάιντεγκερ
1889-1976


Το μονοπάτι της ποίησης:
προς την α-λήθεια του Είναι μας

§1

     Η οδός της ποίησης είναι μια επικίνδυνη οδός. Γιατί; Επειδή «οτε λέγει οτε κρύπτει λλ σημαίνει [=στέλνει σήματα]» (Ηράκλειτος, απ. 93). Ποια ποίηση; Η ποίηση που σκέπτεται· όταν βρίσκεται καθ’ οδόν προς τη σκέψη, δεν αισθάνεται την ανάγκη να συμπεριφέρεται δογματικά, ρηχά και α-νοηματικά, δεν επιζητεί μια εικονική επικοινωνία και περαιτέρω, ως εκ τούτου, δεν επιθυμεί   φανταχτερά λόγια ή αντίστοιχες εικόνες, όπως π.χ. στη νεοελληνική ποίηση κάνει κατά κόρο ο Γ. Ρίτσος, οπότε περιορίζεται αναγκαστικά στο παραπλανητικό, στο ασαφές, στο μεταφυσικό Κενό. Απεναντίας, η στοχαστική Ποίηση είναι φως και μένει στο φως.  Ο φιλόσοφος που έγκαιρα διέκρινε τη στοχαστική δύναμη της ποίησης του Χαίλντερλιν και εισχώρησε στο φιλοσοφικό βάθος του τελευταίου ως ποιητή είναι ο Χάιντεγκερ. Έτσι βλέπουμε πως η μετά τη Στροφή ανάπτυξη της σκέψης του διέπεται κατά πολύ από την αναγκαιότητα να «ακουστεί ο λόγος του Χαίλντερλιν». Η παρατεταμένη, επομένως, ενασχόλησή του με αυτόν τον «ποιητή των ποιητών», όπως αποφαινόταν ο ίδιος για τον Χαίλντερλιν, είναι ουσιαστικά μια συνεπής ανταπόκριση στην πρόθεση του Χαϊντεγκεριανού στοχασμού να μιλήσει για την ουσία της ποίησηςΓιατί ο συγκεκριμένος ποιητής και όχι ο Όμηρος, ο Σοφοκλής, ο Βιργίλιος ή ο Δάντης, ο Σαίξπηρ ή ο Γκαίτε (GA 4, 33);  Επειδή συνέδεσε όλο το δημιουργικό-ποιητικό του  Είναι με τον προορισμό της ποίησης, δηλ. με το ποιητικό μας πεπρωμένο, με το πεπρωμένο του ανθρώπινου Ποιεν. Ποιος είναι ο προορισμός της ποίησης ως τέτοιο πεπρωμένο; Με τον ιδιάζοντα σε αυτή και μόνο σε αυτή τρόπο, να καθιστά ποιητική την ουσία της· δηλαδή να αυτο-κατανοείται ως ποιείν,  επι-νοείν [=νοώ, συλλαμβάνω και υλοποιώ ιδέα του εαυτού ως Είναι], ως ευρίσκειν και εφευρίσκειν, ως κάμνειν, ως γενεσιουργία, ως αρχέγονη δημιουργία.  Ο ιδιάζων τρόπος, κατ’ αυτή την έννοια, που η ποίηση ποιεί την ουσία της είναι η γλώσσα.


§2

     Πώς γίνεται εδώ, στην περίπτωση του Χαίλντερλιν, πραγματεύσιμη από τον Χάιντεγκερ η γλώσσα; Ως η ποιητική δυνατο-ποίηση, δηλαδή επι-νοητική, γενεσιουργική δυνατότητα με το αρχέγονο νόημα του: «είπα και εγένετο». Πρόκειται συνεπώς για μια οντολογική δυνατο-ποίηση αρχέγονης απόφασης: να σκέφτομαι και να δημιουργώ, δηλ. να σκέφτομαι το Ποιεν ως τέτοιο που είναι σε μένα και για εμένα. Ιδού η δυνατότητα που την πραγματώνει μόνο η γλώσσα.  Με τούτο το νόημα της οντολογικής της λειτουργίας δεν είναι μια γλώσσα συναλλαγής, με την τρέχουσα μορφή, γλώσσα υπηρετικών σκοπιμοτήτων της καθημερινής πολυπραγμοσύνης· μια γλώσσα εν τέλει που έχει ως προορισμό να εξουσιάζει το ον /τα όντα παρά εκείνη  η ποιητική γλώσσα, που χορηγεί στον άνθρωπο το μέτρο της ανταπόκρισης της ουσίας του προς την α-λήθεια του Είναι [του]. Η ποιητική γλώσσα, όπως απαντά στον Χαίλντερλιν ως ποιητική διόδευση, ως ουσιώδης λόγος και ποτέ ως ψυχρό σιδηρουργείο στερεότυπων φράσεων ή προτάσεων, μαρτυρείδηλώνειαποκαλύπτει το αυθεντικό Ποιεν του ανθρώπου: λέγει και παράλληλα καθιδρύει το Dasein του. Αυτό που ποιεί ο άνθρωπος ως Dasein, η ποιητική του πράξη με άλλα λόγια, είναι η  μαρτυρία της γλώσσας ότι ο άνθρωπος ανήκει στη γη και μάλιστα ανήκει ως ιστορία στη γη. Η ιστορία, όπως την ξέρουμε, συντελείται ως δημιουργία ή καταστροφή ανάλογα με την περίπτωση· πάντοτε όμως η δημιουργία σε αλληλεξάρτηση ή αλληλοδιαδοχή με την καταστροφή και αντίστροφα.

§3

     Απέναντι και μέσα σε μια τέτοια αλληλοδιαδοχή δημιουργίας–καταστροφής, ο άνθρωπος αντλεί από τη γλώσσα της ποίησης την ύψιστη δυνατότητά του να ποιεί, δηλαδή να αποφασίζει, να διαφυλάττει το έργο του και συγχρόνως  να αποκαλύπτει το Είναι του ως αυτό το έργο και εν αυτώ τω έργω. Στο οντολογικό επίπεδο αυτής της γλώσσας, η εν λόγω αποκάλυψη είναι η δημιουργία, ακόμη και [ή κυρίως] μέσα στον κατακλυσμό της καταστροφής. Με αυτό το νόημα, η γλώσσα συμβαίνει, κατά το ίδιον σε αυτή Είναι, ως ποίηση, είναι δηλαδή το συμβάν της ιδιοποίησης (Ereignis) που εγγυάται την ως άνω ύψιστη δυνατότητα του ανθρώπινου και ανθρωπίνως υπάρχειν. Γράφει πολύ εύστοχα ο Χάιντεγκερ:
           
«Μόνο όπου γλώσσα, εκεί είναι κόσμος, πράγμα που σημαίνει ότι αυτός είναι η αδιαλείπτως μεταβαλλόμενη περιοχή απόφασης και έργου, πράξης και ευθύνης, αλλά και αυθαιρεσίας, θορύβου, καταστροφής και σύγχυσης. Μόνο όπου επικρατεί κόσμος, εκεί υπάρχει ιστορία. Η γλώσσα είναι ένα αγαθό υπό ένα πιο αρχέγονο νόημα. Επέχει θέση αγαθού, που σημαίνει: παρέχει εγγύηση πως ο άνθρωπος μπορεί να είναι, δηλαδή να υπάρχει, μόνο ως ιστορικός άνθρωπος. Η γλώσσα δεν είναι ένα διαθέσιμο εργαλείο, αλλά εκείνο το συμβάν-ιδιοποίησης που διαθέτει την ύψιστη δυνατότητα του Είναι-του-ανθρώπου» (GA4, 38).

§4

     Το ερώτημα ωστόσο παραμένει: πώς έρχεται σε μας η γλώσσα ως το συμβάν-ιδιοποίησης, που μας επιτρέπει περαιτέρω να εισχωρούμε στο έργο της ποίησης και κατ’ επέκταση στην ουσία της;  Ο Χάιντεγκερ απαντά με στίχους του Χαίλντερλιν:

«αφότου μια συνομιλία είμαστε και να ακούμε μπορούμε ο ένας τον άλλον».

Με βάση αυτούς τους στίχους, ο φιλόσοφος εν-τοπίζει το συμβαίνειν-της ιδιοποίησης της γλώσσας στη συν-Ομιλία και ως συν-Ομιλία (Gespräch). Οι άνθρωποι, στη συνάφεια τούτη, είναι μέσα στον κόσμο, μια τέτοια συν-ομιλία. Αλλά τι σημαίνει για τον άνθρωπο συν-ομιλία; Σημαίνει  πως ο ένας είναι σε θέση να ακούει τον άλλο και όχι να υπακούει. Το ακούειν καταργεί τον χωρισμό, την κατάτμηση της ανθρώπινης ύπαρξης σε υποκείμενο και αντικείμενο, ό,τι δηλαδή συμβαίνει με το υπακούειν, για χάρη της καθολικής γλώσσας της ποίησης, για χάρη δηλαδή της ποιητικής σκέψης καθόλου. Χωρίς αυτή τη δυνατότητα, την ικανότητα του ακούειν από την πλευρά του ανθρώπου, ως προϋπόθεση, δεν υπάρχει καμιά συνομιλία. Η συνομιλία, ως εκ τούτου, έρχεται σε μας ως ιδιοποίηση της γλώσσας, όχι γενικά επειδή ανήκει στη δική μας γλωσσική ικανότητα, αλλά ειδικά επειδή και αφότου συμβαίνει ως Μια συν-ομιλία· από τη στιγμή δηλαδή που η τελευταία προϋποθέτει/διαθέτει την ικανότητα να ακούει και που εννοεί να υφίσταται ως ο χρόνος.  

§5

     Ο χρόνος, υπό μια έννοια, είναι ο χώρος της σκέψης και ως τέτοιος διεκτείνεται σε παρελθόν, παρόν, μέλλον, αλλά συνάμα ανυψώνεται, αναδύεται σε Μια συνομιλία, σε κάτι που είναι Ένα, Ενιαίο και Ίδιον, κάτι το παραμόνιμο, αυτό δηλαδή που προ-ορίζεται να παραμένει Ένα, αλλά πάντοτε ως κάτι το  μεταβαλλόμενο. Συμβαίνει ακριβώς ό,τι και με το Είναι: έχει πολλές, σχεδόν άπειρες μορφές, αλλά δεν παύει να είναι μόνο αυτό τούτο το Είναι και τίποτε άλλο πέραν τούτου. Ωστόσο, το αίνιγμα της ουσίας της ποίησης ως γλώσσας δεν έχει λυθεί ακόμα. Εδώ ο Χαίλντερλιν απαντά ορισμένως: «αυτό που παραμένει, το καθιδρύουν οι ποιητές». Δυνάμει αυτής της ποιητικής ρήσης ο Χάιντεγκερ αποφαίνεται: «ποίηση είναι η καθίδρυση με τη λέξη-λόγο και μέσα στη λέξη-λόγο. Τι καθιδρύεται έτσι; Το παραμόνιμο, το παραμένον». Τούτο το τελευταίο είναι το αντίπαλο δέος του άμετρου, της σύγχυσης, της καταστροφής, για τα οποία έγινε λόγος πιο πάνω. Το παραμένον δεν δημιουργείται από το εφήμερο, αλλά καθιδρύεται από την ποίηση και τον λόγο της. Έτσι, η ουσία της ποίησης  είναι ο προορισμός / προσδιορισμός (Bestimmung) της: να καθιδρύει το Είναι με βάση τη λέξη-λόγο. Από τούτη την άποψη: Είναι της ποίησης και Είναι του ανθρώπου συνιστούν αλληλένδετες πτυχές ενός νοηματικού όλου που συναρθρώνει βίωμα και σκέψη. Ετούτο το όλο απαρτίζει τη σκηνή, το φωτεινό μονοπάτι, τον τόπο, όπου συμβαίνουν αστραπές και βροντές των θεών και ξεσπά ένας βίαιος πόλεμος αντίμαχων δυνάμεων του φάους και του χάους, του φωτός και του σκότους. Όλες αυτές οι αστραπές και βροντές, οι αντιμαχίες [=ο πόλεμος του Ηράκλειτου], φτάνουν σε μας ως νεύματα προς το ξέφωτο του Είναι [μας], προς τον φωτεινό του/μας ορίζοντα.