Ευδαιμονία: Ζωή και Θάνατος
§1
Μπορούμε να μιλάμε για ευδαιμονία στη διάρκεια της ζωής, όταν γνωρίζουμε ότι ο θάνατος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του βίου μας· όταν δεν γνωρίζουμε πότε θα κόψει το νήμα της ζωής; Τι είναι ευδαιμονία; Με βάση την ετυμολογική προέλευση της λέξης είναι ό,τι συνδέεται με το: ευ-δαίμων· με τον καλό μας δαίμονα, που φέρνουμε δυνάμει ή ενεργεία μέσα μας. Μας έχει πει με περισσή σοφία ο Ηράκλειτος: «ήθος ανθρώπω δαίμων». Το ήθος είναι ο θεός για τον άνθρωπο. Ήθος όχι με την απλή σημασία μιας τυπικής συμπεριφοράς αλλά ως νοο-τροπία, δηλ. ως τρόπος σκέψης και κατ’ επέκταση ως διαμονή στον τόπο του ανθρώπου. Σ’ αυτόν τον τόπο, το ανθρώπινο άτομο είναι και δεν είναι μόνο στον κόσμο.
Είναι μόνο, ακόμη κι αν περιβάλλεται από πλήθος ανθρώπων, όταν βρίσκεται σε ηθικό δίλημμα, όταν πρόκειται να πάρει μεγάλες αποφάσεις και κυρίως όταν πρέπει να αναλάβει δράση με συγκεκριμένους στόχους. Επίσης είναι μόνο εντός μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας, όπου τα πάντα υπακούνε σε έναν παγερό υπολογισμό και το ίδιο τείνει να λησμονήσει τον εαυτό του, αναλίσκοντας τα επιτηδεύματά του και αναλισκόμενος μέσα σε τούτα. Σε όλες όμως αυτές και σε παρόμοιες άλλες περιπτώσεις συμβαίνει να μην είναι και μόνο, όταν είναι παρούσα η συμβολή και των άλλων, δηλαδή του φιλικού, του οικογενειακού, του σχολικού, του πνευματικού, του επαγγελματικού περιβάλλοντος· αλλά και αυτή η παρουσία εξαντλείται αντικειμενικά κάποτε σε ανιδιοτελείς και ορθόφρονες συχνά νουθεσίες ή πιθανόν και σε άλλες μορφές αλληλεγγύης ή ακόμη σε αρνητικές συμπεριφορές, όπου «η κόλασή μου είναι οι άλλοι» (Σαρτρ), πέραν των οποίων το άτομο βρίσκεται και πάλι μόνο. Όντας μόνο το άτομο, καθετί άλλο ή άλλος παραμονεύει δίπλα του ως θάνατος.
§2
Τι
συμβαίνει εδώ; Αυτό το ίδιο
εν-ίσταται, ενόσω εξ-ίσταται και αντίστροφα: εν-ίσταται με την έννοια
ότι ίσταται εντός εαυτού·· είναι εγκλεισμένο στην υποκειμενικότητά
του, αποξενωμένο από τον κόσμο, ανέστιο, ανύπαρκτο για τον άλλο· ταυτόχρονα,
η μέριμνα που
διαποτίζει την ύπαρξή του και αποτελεί τον έσχατο προσδιορισμό του το
ενεργοποιεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξ-ίσταται: να ίσταται εκτός εαυτού, να είναι δηλαδή εξωτερική ύπαρξη και να διανοίγεται διαρκώς προς τον
κόσμο. Η διάνοιξη τούτη
το κάνει να βρίσκεται πάντοτε, όπως λέει ο Heidegger, πιο μπροστά από τον εαυτό
του και να διακινδυνεύει το Είναι του μέσα σε μια πολυκύμαντη ζωή. Αυτό
το κλείσιμο-άνοιγμα το διατηρεί σε μια πορεία
διάρκειας, κατά την οποία δεν μπορεί αντικειμενικά να συμφιλιωθεί με μια στιγμή
ή μια συνθήκη του παρελθόντος ή ακόμη με καταστάσεις του παρόντος και του
μέλλοντος, π.χ. με την προοπτική του επαγγέλματος, αλλά συνταράσσεται από τις
αστραπές του ένδον και του έξω κόσμου. Ο πρώτος
κόσμος που βρίσκεται μέσα του είναι απέραντος
ωκεανός με θυμωμένους
Ποσειδώνες, με ανεξερεύνητους βυθούς, με αδιόρατες
δυνάμεις που συμπλέκονται και όχι λιγότερο ανταγωνίζονται μεταξύ τους· αυτός ο κόσμος είναι το ίδιο περίπλοκος και
μυστηριώδης όπως και ο εξωτερικός κόσμος. Το
πρόβλημα της ζωής συνεπώς εκ-τίθεται
στον θάνατο: απαιτεί από τον άνθρωπο
να κρατά πάντοτε ανοικτό τον ορίζοντα του πνεύματος και να διατηρεί
ακούραστη την ψυχή στη σύντονη προσπάθειά της για επίτευξη
ισορροπίας ανάμεσα στις αντίρροπες δυνάμεις της. Την ίδια στιγμή η θνητή ύπαρξη
κλυδωνίζεται κι αυτό που της μένει εν τέλει είναι το διαιώνιο έργο, που η ίδια
μπορεί να έχει επιτύχει εντός των θνητών της ορίων: π.χ ο Πλάτων μας άφησε το
διαιώνιο έργο, που δημιούργησε εντός του θνητού του βίου. Το ίδιο και όλα τα
μικρά ή μεγάλα δημιουργικά πνεύματα της ιστορίας.
§3
Η
δογματική προσήλωση σε μονομερείς επιλογές, σε λογικές των αριθμών, σε
ιδεολογικές εξαρτήσεις, σε κακότροπες ιδεοληψίες του κλείνουν τα μάτια στις
αντιθέσεις της ζωής· του αποκοιμίζουν τη συνείδηση και τον μετατρέπουν σε έρμαιο των εσωτερικών
του αντιφάσεων, σε ένα ακροσφαλές και εύθραυστο ον. Καμιά πεποίθηση
και καμιά ιδέα δεν έχει αξία, όταν δεν προέρχεται από την βαθιά κατανόηση της
πραγματικότητας και δεν διακρίνεται για την εσωτερική της διαύγεια· όταν
απουσιάζει το φωτεινό συναίσθημα, η άδολη ενατένιση
κάθε υψηλού και ωραίου, η αυτονομία της γνώσης και η φρόνηση··
όταν ο ίδιος ο άνθρωπος εν τέλει γίνεται σκλάβος των περιττών του
επιθυμιών και αξιοθρήνητο θύμα του ίδιου του εαυτού. Ο Επίκουρος
ονομάζει αυτές τις επιθυμίες μη φυσικές και μη αναγκαίες. Θεωρεί ότι δεν αξίζει ο
άνθρωπος να ταλαιπωρείται με τέτοιες ματαιότητες, γιατί δύσκολα τις
εκπληρώνει και ακόμα πιο δύσκολα τις διατηρεί. Η ευ-δαιμονία είναι
πραγματικά παρούσα εκεί, όπου ο καθένας ανοίγει με τις δικές του δυνάμεις
δρόμους στη ζωή, όπου καθιστά αίρεση
βίου, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Αριστοτέλη, το ευ πράττειν. Το τελευταίο τούτο
είναι που στις αδόκητες μεταλλαγές του βίου, στις ανελέητες συμφορές τον
μαθαίνει να μην παρεκκλίνει από τη σταθερή του πορεία, να μην παραδίδει τον
εαυτό του στα χέρια της τυφλής Τύχης.
Τον μαθαίνει επίσης, για το ένα ή το άλλο πρόβλημα της ζωής σε όλες τις
εκφάνσεις του, να μην περιμένει έτοιμες λύσεις έξωθεν. Οποιαδήποτε λύση
χάνει την αξία της, γίνεται ατελέσφορη και πάντοτε αντιδεοντολογική, όταν
κατατίθεται ως οριστική και δέουσα απάντηση. Τέτοιες λύσεις αποκλείουν
από τον ορίζοντα του ανθρώπου τον βαθύτερο προβληματισμό, την εσωτερική
διεργασία, τις ισχυρές εμβιώσεις, το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης και
μετατρέπουν τα ζωτικά κύτταρα της ζωής σε ύλη θανάτου.
§4
Κείμενα:
Ι. «[ο Σωκράτης] ήταν αυτάρκης και σεμνός. Όταν κάποτε ο Αλκιβιάδης, όπως υποστηρίζει η
Παμφίλη στο έβδομο κεφάλαιο των “Υπομνημάτων”, του παραχώρησε μια μεγάλη
περιοχή για να χτίσει σπίτι, του είπε: “Ακόμη κι αν είχα ανάγκη από παπούτσια και μου έδινες δέρματα για να τα
φτιάξω, θα ήμουν καταγέλαστος αν τα έπαιρνα”. Συχνά, όταν έβλεπε πόσα πολλά πράγματα πουλιούνται, έλεγε προς τον
εαυτό του: “πόσα πράγματα
δεν χρειάζομαι”» (Διογένης Λαέρτιος: Σωκράτης, ΙΙ 25).
ΙΙ. «Μάταιος είναι ο φιλοσοφικός
λόγος που δεν θεραπεύει κανένα ανθρώπινο πάθος. Ακριβώς όπως η ιατρική δεν
ωφελεί παρά μόνο όταν θεραπεύει τις
αρρώστιες του σώματος, έτσι και η φιλοσοφία δεν προσφέρει τίποτε αν δεν
απαλλάσσει την ψυχή από τα πάθη της» (Επίκουρος).
ΙΙΙ. «Ας
μην προσποιούμαστε ότι φιλοσοφούμε, μα να φιλοσοφούμε πραγματικά. Δεν έχουμε
ανάγκη να φαινόμαστε υγιείς αλλά να είμαστε στ’ αλήθεια υγιείς» (Επίκουρος).
ΙV. «Να γελάμε και να φιλοσοφούμε ταυτόχρονα και να
φροντίζουμε το νοικοκυριό μας και να χειριζόμαστε τις ιδιωτικές μας υποθέσεις,
χωρίς να πάψουμε να κηρύσσουμε τα διδάγματα της ορθής φιλοσοφίας» (Επίκουρος).
V. «Οι άνθρωποι σπαταλούν πολλές φορές τη ζωή τους σε πολλές και άσχετες
ασχολίες και δεν καταλαβαίνουν ότι αυτή περνάει. Άλλος κατέχεται από ακόρεστη
απληστία, που τον κάνει να εργάζεται εξαντλητικά. Άλλος παραλύει από απραξία
και αδράνεια, άλλος βασανίζεται από αυθαίρετες κρίσεις άλλων για το πρόσωπό
του, άλλος βασανίζεται από τις επιτυχίες του διπλανού του. Έτσι ο άνθρωπος δεν
μπορεί να ζήσει τη ζωή του ήρεμα. Τα ελαττώματά του τον πνίγουν από παντού.
Πρέπει να βλέπουμε την ωραία πλευρά των πραγμάτων και να μπορούμε να κρίνουμε
κατά το δυνατόν σωστά» (Επίκουρος).
VΙI. «Το πάθος αξίζει καλύτερα από τη στωικότητα και την υποκρισία· να’
σαι ειλικρινής, ακόμα και στο κακό, είναι καλύτερα παρά να χάνεις τον εαυτό σου
μέσα στην ηθικότητα της παράδοσης. Ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να διαλέξει να
είναι καλός ή κακός, μα ο μη ελεύθερος είναι ντροπή για τη φύση και δεν του
λαχαίνει καμιά παρηγοριά ούτε ουράνια ούτε γήινη, τέλος, όποιος θέλει να γίνει
ελεύθερος μόνο με τα δικά του μέσα μπορεί να γίνει, η ελευθερία δεν πέφτει ποτέ
απ’ τον ουρανό στα χέρια κανενός από θαύμα» (Νίτσε, Χαρούμενη Γνώση).