Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Nietzsche: ό,τι δεν με σκοτώνει, με κάνει πιο δυνατό





Φρίντριχ Νίτσε
1844–1900


Διόνυσος: η αιώνια επιστροφή της ζωής

§1

Στο έργο του το Λυκόφως των ειδώλων  –κεφ.: ρήσεις και αιχμές 8– ο Νίτσε γράφει: ό,τι δεν με σκοτώνειμε κάνει πιο δυνατό. Τι είναι αυτό που δεν τον σκοτώνει; Είναι ο αρχαίος θεός Διόνυσος, ο οποίος για τον φιλόσοφο συμβολίζει τη μεθυστική απελευθέρωση της ανθρώπινης ατομικότητας από τη συρρίκνωσή της σε μια άβουλη ύπαρξη και κατ’ επέκταση  στην πιο ανήμπορη και καταφρονεμένη μέσα στο σύμπαν. Ως απομονωμένο, ταπεινωμένο και ευτελισμένο πλάσμα, το ανθρώπινο άτομο λησμονεί τον εαυτό του μέσα στην αυστηρά ιεραρχημένη ζωή  της πολιτικο-κοινωνικής και πολιτισμικής του συνθήκης. Ετούτη η συνθήκη είναι ο επιτάφιος θρήνος των ανθρώπινων ατόμων· υπό τον μανδύα ωστόσο της εφήμερης πολυλογίας εκλαμβάνεται από αυτά τα ίδια ως λυτρωτική έλευση της ελευθερίας τους.
Τι θέλει να μας πει στα αλήθεια ο Νίτσε εδώ;  Πώς ο σημερινός τύπος του ανθρώπου, του λεγόμενου Ευρωπαίου εκμαυλίζεται από ψευδείς ιδέες, όπως αυτή της «προόδου» και όλων των –ισμών· ιδέες, που όσο περισσότερο ψευδείς είναι τόσο πιο πολύ αλυσοδένουν την εντός του κόσμου ζωτικότητά του και τον υποβιβάζουν σε μια αδύναμη, φοβισμένη, αρρωστημένη ύπαρξη. Τότε συμβαίνει το εξής παράδοξο: η αδυναμία τούτη, η πλήρης εξουθένωση κάθε ίχνους βούλησης για δύναμη, κάθε αίσθησης της ζωής, εξελίσσεται ποικιλοτρόπως σε ιδεολογία των μαζών και επιβάλλεται αξιωματικά από τις ποικίλες ιεραρχήσεις της κοινωνικοπολιτικής του συνθήκης ως αντισταθμιστικός παράγοντας στην εν λόγω εξουθένωση. Αυτή η αξιωματική επιβολή αναπαράγεται παράλληλα και από τις ίδιες τις μάζες, καθώς αυτές-εδώ επιχειρούν να ενεργοποιήσουν επιφανειακά τη βούλησή τους. Έτσι μετατρέπονται σε υπόδουλες συνειδήσεις που χύνουν το αίμα τους για αλλότριες δυνάμεις.   

§2

Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας δουλόφρονος συνείδησης είναι να προβάλλει ως αρετή ζωής ένα ατελέσφορο συμπάσχειν, μια παρακμιακή συμπόνια που λειτουργεί κατασταλτικά και αδρανοποιεί κάθε ρηξικέλευθη ενεργοποίηση του αισθήματος της ζωής. Μέσα σε μια τέτοια θρυμματισμένη μορφή ζωής παρεμβάλει ο Νίτσε τον δικό του θεό, τον θεό της μέθης, τον Διόνυσο, που με τον τρόπο της έκστασης αγγέλλει δύναμη και φως. Με τον Διόνυσο προελαύνει ο κόσμος του ανθρώπινου ενστίκτου και διασπά την σιδερόφρακτη πραγματικότητα ενός άκαρδου και ψυχρού ορθολογισμού, πίσω από τον οποίο κρύβονται ασφαλείς όλες  οι εξουσιαστικές και εξουσιαζόμενες εν ταυτώ εξατομικεύσεις της νεωτερικής, ήτοι μετανεωτερικής εποχής. Ο κόσμος του Διόνυσου είναι ένας κόσμος της μουσικής, της χοϊκής λατρείας και της μεθυστικής αγαλλίασης, που οδηγεί την ανθρώπινη ουσία πέρα από την άπνοη εξατομίκευση, προς μια εκ νέου συμφιλίωσή της με τη φύση. Τα διονυσιακά μυστήρια της αρχαίας Ελλάδας αποτέλεσαν για τον Νίτσε πηγή σοφίας και αληθινής ελευθερίας. Υπό τη νικηφόρα ώθηση του οργιαστικού στοιχείου, το άτομο παύει να αναστενάζει έρημο και μοναχό: γίνεται ένα με το σύνολο και ποδοπατεί χαρούμενο κάθε είδους υποκρισία και σκληροτράχηλο υπολογισμό. Μέσα από τον χορό και το τραγούδι υψώνεται σε μια ελεύθερη ενότητα χώρου και χρόνου, όπου το απλό βάδισμα αντικαθίσταται από την γεμάτη έμπνευση πτήση, οι πάντες και τα πάντα αρχίζουν να μιλούν φιλικά  και στην πράξη  πραγματώνουν, με τον πιο θεϊκό τρόπο, το Ηρακλείτειο: Εν-Παν. Ετούτη η πραγμάτωση σημαίνει τότε πως ο άνθρωπος από σκλάβος μαθαίνει να γίνεται ελεύθερος και να καταργεί τα μοχθηρά δεσμά της αναγκαιότητας, του πειθαναγκασμού και της δουλοπρέπειας. Στη συνάφεια τούτη δεν αυτο-περιορίζεται στο να ονομάζεται απλώς τεχνίτης, δημιουργός ή καλλιτέχνης, αλλά γίνεται ο ίδιος το αιώνιο δημιούργημα του δημιουργού εαυτού, το φωτεινό έργο τέχνης, το σμιλευμένο άγαλμα του διονυσιακού καλλιτέχνη, δηλαδή του εαυτού του ως τέτοιου. Αυτή τη διονυσιακή έκρηξη της χαράς και της δημιουργίας ο Νίτσε δεν την περιορίζει στα όρια του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αλλά τη βλέπει να διατηρείται ζωντανή και στο σήμερα. Για παράδειγμα, τη συναντά στην ένατη συμφωνία του Μπετόβεν, αλλά και σε αναρίθμητες γιορταστικές εκδηλώσεις, που αντλούν τη μοναδική τους ομορφιά από τον διονυσιακό τους χαρακτήρα. 

§3

Ακολουθούν ορισμένα αποσπάσματα από το Λυκόφως των ειδώλων, σχετικά με τον Διόνυσο και την ευεργετική επίδρασή του στη ζωή:

Ι. «Ήμουν ο πρώτος που, για να κατανοήσω το παλαιότερο, το ακόμα πλούσιο και μάλιστα πληθωρικό ελληνικό ένστικτο, πήρα στα σοβαρά εκείνο το θαυμαστό φαινόμενο, που φέρει το όνομα του Διονύσου: μπορεί κανείς να το εξηγήσει μόνο με βάση ένα περίσσευμα δύναμης. Όποιος μελετά σε βάθος τους Έλληνες, … καταλαβαίνει αμέσως πως κάτι έχει επιτευχθεί με αυτό το φαινόμενο … Όντως μπορεί οι ιερείς να μετέδιδαν στους συμμετέχοντες σε τέτοια όργια κάποια όχι ανάξια λόγου πράγματα, για παράδειγμα, πως το κρασί ανάβει τον πόθο, πως ο άνθρωπος, υπό ορισμένες περιστάσεις, μπορεί να ζει με καρπούς, πως τα φυτά ανθίζουν την άνοιξη και μαραίνονται το φθινόπωρο… Μόνο στα διονυσιακά μυστήρια, στην ψυχολογία της διονυσιακής κατάστασης, συμβαίνει να εκφράζεται το θεμελιώδες γεγονός του ελληνικού ενστίκτου  –η «βούλησή του για ζωή». Τι εγγυόταν στον εαυτό του ο Έλληνας με αυτά τα μυστήρια; Την αιώνια ζωή, την αιώνια επιστροφή της ζωής· το μέλλον που είναι παρόν μέσα στο παρελθόν με τον τρόπο της υπόσχεσης και του καθαγιασμού· το θριαμβευτικό Ναι στη ζωή, πέραν του θανάτου και της αλλαγής· την αληθινή ζωή ως συνολική συνέχιση της ζωής μέσω της αναπαραγωγής, μέσω των μυστηρίων της σεξουαλικότητας...».

ΙΙ. «Στη διδασκαλία των μυστηρίων, ο πόνος χαρακτηρίζεται ιερός… Καθετί που εισέρχεται στο γίγνεσθαι και αναπτύσσεται, καθετί που εγγυάται το μέλλον προϋποθέτει τον πόνο … Για να υπάρχει η αιώνια χαρά της δημιουργίας, για να αυτοκαταφάσκεται αιωνίως η βούληση για ζωή, πρέπει να υπάρχει παντοτινά η «δοκιμασία της γέννας» … Όλα αυτά σημαίνει η λέξη Διόνυσος: δεν γνωρίζω κανέναν άλλο ανώτερο συμβολισμό πέρα απ’ αυτόν τον ελληνικό συμβολισμό, τον συμβολισμό των Διονυσίων. Σε αυτόν-εδώ βιώνεται θρησκευτικά το βαθύτατο ένστικτο της ζωής, το ένστικτο που επενδύει στο μέλλον της ζωής, στην αιωνιότητα της ζωής, –η ίδια η οδός προς τη ζωή, η αναπαραγωγή, ως η ιερά οδός …».

ΙΙΙ. «Η ψυχολογία των διονυσιακών οργίων ως συναισθημάτων  ζωής και δύναμης που εκχειλίζουν και μέσα στα οποία και ο ίδιος ο πόνος επενεργεί διεγερτικά, μου έδωσε το κλειδί για την έννοια του τραγικού συναισθήματος... Η επιβεβαίωση στη ζωή, ακόμη και στα πιο παράξενα και αμείλικτα προβλήματα· η βούληση για ζωή, που αγάλλεται καθώς απολαμβάνει την ανεξάντλητη τάση της να θυσιάζει  τους ανώτερους τύπους της –αυτό ονόμασα διονυσιακό, αυτό  αναγνώρισα ως τη γέφυρα προς τη ψυχολογία του τραγικού ποιητή. Όχι για να απαλλαγεί κανείς από τον τρόμο και τον οίκτο, όχι για να επιτύχει την κάθαρσή του από ένα επικίνδυνο συναίσθημα … αλλά για να είναι ο ίδιος η αιώνια χαρά του γίγνεσθαι, πέρα  από τον τρόμο και τον οίκτο, –εκείνη η χαρά που περικλείει επίσης μέσα της και τη χαρά της καταστροφής».