Πολιτική:
Λέξη και νόημα
§1: Η πολιτική,
στη θεωρητική της σύλληψη και στην πρακτική της εφαρμογή, έχει για ενεργό
δύναμη τη γλώσσα. Γιατί; Επειδή η τελευταία είναι το στοχαστικό πεδίο
του ανθρώπου, όπου, από άποψη αρχής, δοκιμάζεται η
αποτελεσματικότητα του εκτυλισσόμενου καθημερινά λόγου και αυτο-πραγματώνεται
το πολιτικώς υπάρχειν ως πνεύμα. Εάν με το εν λόγω πολιτικώς υπάρχειν
κατανοούμε καθετί και καθέναν που συνδέεται με την πολιτική, τότε η γλώσσα της
πολιτικής θα πρέπει να κατονομάζει τη Λογική σχέση ανάμεσα
στην πολιτική διοίκηση, ήτοι στην κυβέρνηση, και στους διοικούμενους, δηλαδή τους
πολίτες. Εάν δεν την κατονομάζει, σημαίνει πως οι θεσμικοί παράγοντες της πολιτικής,
ολόκληρο το πολιτικό προσωπικό και οι κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις που το
παράγουν ή αναπαράγουν απηχούν «απαίδευτους ανθρώπους, [που] αρέσκονται
σε επικριτικούς λογικισμούς και σε αντεγκλήσεις, γιατί είναι εύκολο να
καταφεύγουν σε αντεγκλήσεις, αλλά δύσκολο να γνωρίζουν το καλό και την
εσωτερική του αναγκαιότητα» (Hegel, W 7, 414). Και τούτη η εγελιανή
απόφανση ισχύει πλήρως, εάν λάβουμε υπόψη ότι οι άνθρωποι σκέπτονται με
τον τρόπο που μιλάνε. Οι πολιτικοί, ως εκ τούτου, που δεν σκέπτονται, δεν
μιλάνε παρά απλώς παραμιλάνε:
ψεύδονται, καταφεύγουν σε ποικίλες ιδεολογικές μάσκες με την κατασκευή αντίστοιχων
λέξεων ως όρων: φιλελευθερισμός, νεοφιλελευθερισμός, σοσιαλισμός,
κομμουνισμός, αναρχισμός, εθνικισμός κ.λπ..
§2. Η
φλυαρία τους και η αοριστολογία τους δεν δηλώνουν μόνο ανυπαρξία νοημάτων, αλλά
και αντι-αισθητικότητα, επιθετικότητα, βαρβαρότητα. Το γλωσσικό σήμα, μας λέει
ο Χέγκελ, είναι η διανοηματική έκφραση του ανθρώπου, καθώς «η λέξη
δίνει στις σκέψεις την πιο άξια και αληθινή τους ύπαρξη. Μπορεί κάποιος να
χάνεται μέσα σε ένα χείμαρρο λέξεων, χωρίς να συλλαμβάνει το πράγμα. Γι’ αυτό
όμως δεν φταίει η λέξη, αλλά η αόριστη και επιπόλαια σκέψη (W10, σσ. 279-280). Οι πολιτικές θεωρίες, με
τις διάφορες κατονομασίες τους, από μόνες τους δεν είναι ένοχες. Οι στοχαστές,
που όρισαν τις αρχές τους, όπως ο John
Locke, ο Adam Smith, ο Marx κ.α., τις διατύπωσαν ανταποκρινόμενοι στο πνεύμα της εποχής τους και
στις ανάγκες ανάπτυξης της δικής τους σκέψης, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι
αποτύπωσαν οριστικά, στον αιώνα τον άπαντα, μια «αλήθεια»-θέσφατο· μια «αλήθεια»,
που από την ευρεία μάζα προσλαμβάνεται, λιγότερο ή περισσότερο πειστικά, σαν
θεία εντολή, σαν να προέρχεται από κάποιον θεό, ειδικά όταν πρόκειται για τις λεγόμενες
«αντικαπιταλιστικές» θεωρίες. Η πολιτική
προβληματική του λόγου, κατά τη διατύπωση των εν λόγω
πολιτικών θεωριών και κατά την εκάστοτε τρέχουσα πρακτική μεθερμήνευσής τους, εμφανίζεται συνήθως αφηρημένη, γενική και
διαχειριστική· με αποτέλεσμα να δομούνται μορφές εξουσίας, που στηρίζονται σε παντελώς
ανίκανους ανθρώπους. Οι τελευταίοι τούτοι μετρούν τις αληθινές αξίες του Πολιτικού
με κριτήριο τα αξιώματα· γι’ αυτό, ως πολιτικοί διαχειριστές, πιστεύουν πως
είναι οι πιο νόμιμοι ιδιοκτήτες της εξουσίας και έτσι, κατά την άσκησή της,
αποβαίνουν ειδεχθείς δικτάτορες, μεταφορικά ή και κυριολεκτικά.
§3: Σύμφωνα
με τον Χάιντεγκερ, η γλώσσα ποτέ δεν είναι απλά και μόνο το πεδίο ή το μέσο
έκφρασης ή και τα δύο μαζί. Το να ομιλούμε
τη γλώσσα δεν ταυτίζεται με το να τη χρησιμοποιούμε.
Στην καθημερινή μας ομιλία χρησιμοποιούμε τη γλώσσα. Τη χρησιμοποιούμε για να εκφραζόμαστε μάλλον παρά για να σκεφτόμαστε. Η ποίηση και η σκέψη όμως δεν χρησιμοποιούν τη
γλώσσα για να εκφράζονται. Αυτές είναι, από τη φύση τους, η πρωταρχική,
ουσιώδης και η έσχατη ομιλία, την οποία πραγματοποιεί η
γλώσσα μέσω του ανθρώπου. Η γλώσσα, επομένως, είναι η ποιητική, στοχαστική
ομιλία που γίνεται δια του ανθρώπου και παράγει
νόημα. Με αυτό το πνεύμα, το πώς ομιλεί ο άνθρωπος, δείχνει πόσο μεστή νοήματος ή α-νόητη είναι η
ύπαρξή του. Όταν αυτός βαδίζει το φωτεινό μονοπάτι της ποίησης και της σκέψης,
δεν χρησιμοποιεί απλώς όρους, λέξεις ή εκφράσεις, αλλά κυριολεκτικά λέγει τους
λόγους, δηλαδή τα νοήματα που του
χορηγούν οι πράξεις και τα οποία, με τη σειρά τους, του επιτρέπουν να
δια-λέγεται αυθεντικά με τον εαυτό του και με τους άλλους. Ο ίδιος είναι αυτή
τούτη η γλώσσα που ομιλεί και καθιστά φανερή, αποκαλύπτει την αλήθεια του Είναι του· μια αλήθεια που συγκαλύπτει συστηματικά και εσκεμμένα η
καχεκτική γλώσσα των μαζανθρώπων της πολιτικής με την απολιθωμένη τους
λογομαχία και λογοκοπία.
§4: Οι
λέξεις, στο πεδίο της πολιτικής, έχουν χάσει το αληθινό τους περιεχόμενο και
έχουν γίνει πλέον «οι κάδοι και τα
βαρέλια» (Χάιντεγκερ), από όπου αντλείται η ψευδής ιδεολογία
αποστεωμένων κομματικών σχηματισμών. Με αφετηρία τούτο το ψεύδος, καθημερινή
πρακτική γίνεται η εννοιολογική αλλοίωση
των λέξεων. Αυτή-εδώ αποτελεί την υπέρτατη αρχή της πολιτικής. Μια τέτοια
αλλοίωση καθιστά εύκολη τότε την απατηλή συγκάλυψη της πραγματικής κατάστασης
σε οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, πνευματικό-επιστημονικό επίπεδο. Όσο λοιπόν
η πολιτική διαχρονικά, με τη συνδρομή των στυφών
της «διανοουμένων», τρέφεται από τα
λεκτικά –εύηχα ή άηχα– προϊόντα των ως άνω κάδων, δημιουργεί κάποια ιδεολογικά
ταμπού, που κάποιοι τρέμουν να τα υπερβούν ή να τα συντρίψουν. Αποτέλεσμα
τούτου είναι να τα εκμεταλλεύεται ο επιτήδειος
κόσμος των κομματικών,
συνδικαλιστικών, δημοσιογραφικών και άλλων παρόμοιων στεγανών με τρόπο, που να
φυλακίζει τα αισθήματα των πολιτών και να εξαπατά αδιάντροπα την πλειονότητα
του λαού για δικούς του ιδιοτελείς σκοπούς. Η λεκτική μεταμφίεση έτσι έχει επιτύχει
το έργο της: καθιδρύει και εγκαθιστά στη ζωή της κοινωνίας μια πολιτική
απόλυτης διαφθοράς, η οποία μετατρέπει τη ζωή του πληθυσμού σε «απέραντη
κοιλάδα των δακρύων» και εξανδραποδίζει μια για πάντα τις ευρείες μάζες. Τι
φοβούνται εν τέλει οι μίσθαρνοι της ωφελιμιστικής πολιτικής και δη εκείνης της
άκρως αλλοτριωτικής-οπορτουνιστικής πολιτικής της καθεστωτικής «αριστεράς»; Φοβούνται,
γιατί δεν το ελέγχουν: το συγκεκριμένο
και ουσιώδες περιεχόμενο της λέξης
ως Λόγου και λόγων, δηλαδή την ελευθερία
σκέψης. Όπου και όταν κατισχύει ελευθερία σκέψης, οποιαδήποτε «κοιλάδα των
δακρύων» για τους άριστους είναι αδύνατη και εχθρική. Αντίθετα μετατρέπεται,
δικαίως και αναγκαίως, σε «κοιλάδα των δακρύων» για τους διάφορους νεοβάρβαρους
της πολιτικής εξαπάτησης.