Πλάτων
427-347 π.Χ.
Ομιλία και Γλώσσα
§1
Στον Κρατύλο
ο Πλάτων ξετυλίγει ένα φιλοσοφικό
παιχνίδι, μοναδικής εμβέλειας, σχετικά με τη γλώσσα. Γενικώς λέγεται πως σε τούτο το έργο ο φιλόσοφος ασχολείται
με τις ετυμολογίες των λέξεων και
αναζητεί αναλογικά τη σωστή μέθοδο. Ως προς τη λέξη ετυμολογία πρέπει να
πούμε ότι δεν απαντά στον Πλάτωνα, απλώς χρησιμοποιείται από τους σχολιαστές
του για την ανά-λυση της σημασίας των λέξεων ή ονομάτων. Ως προς τη σωστή
μέθοδο, ο φιλόσοφος την αναζητεί και τη βρίσκει στη διαλεκτική, την τέχνη
του διαλεκτικού[1].
Ο τελευταίος χαρακτηρίζεται για εκείνη τη γνωσιακή ικανότητα, που του επιτρέπει
να ερωτά και να απαντά σωστά, οπότε όλο
το γλωσσικό παιχνίδι δεν είναι παρά ένα
γιγάντιο δια-Λεκτικό παιχνίδι, στο πλαίσιο του οποίου ο διαλεκτικός διευθύνει τη συζήτηση για την
ονοματοθεσία, ανάμεσα στις πολλές άλλες λέξεις, και της λέξης αλήθεια.
Γράφει σχετικά ο Πλάτων:
«ΕΡΜ. Ρωτάω
λοιπόν για τα σπουδαιότερα και τα ωραιότερα, δηλ. για την αλήθεια και το ψεύδος και
το ον και για το ίδιο τούτο, για το
οποίο μιλάμε τώρα, δηλαδή για το όνομα,
γιατί το ονόμασαν έτσι.
Σω. Υπάρχει
λοιπόν κάτι που το ονομάζεις μαίομαι;
ΕΡΜ. Βεβαίως,
αυτό που σημαίνει ζητώ, (ερευνώ).
Σω. Ως εκ τούτου φαίνεται ότι αυτό το όνομα αποτελείται από μια ολόκληρη
πρόταση που λέει ότι το όνομα είναι ένα ον, στο οποίο οδηγεί η έρευνα. […].
Αλλά και το όνομα αλήθεια φαίνεται να
έχει συγκροτηθεί κατά τον ίδιο τρόπο με τα άλλα σύνθετα ονόματα· διότι με τη
λέξη αλήθεια φαίνεται πως έχει
ονομαστεί η θεία κίνηση του όντος, που είναι θεία ἄλη, δηλ. θεϊκή ορμή.
Όσο για το ψεύδος είναι το αντίθετο
της κινήσεως· εδώ βλέπουμε να επιστρέφουν οι λοιδορίες σ’ εκείνο που
εμποδίζεται να κινηθεί και αναγκάζεται να μένει ακίνητο, ενώ παρομοιάζεται με τους
καθεύδοντες»[2].
§2
Στην αρχή του διαλόγου ο Ερμογένης
εμφανίζεται να συνδιαλέγεται με τον Κρατύλο
και με την έλευση του Σωκράτη να προτείνει και τη δική του συμμετοχή ως τον διαλεκτικό,
που μπορεί να συνδράμει τα μέγιστα στη συζήτηση, με δεδομένη τη διαφωνία των
δυο πρώτων ως προς το θέμα της ορθότητας των ονομάτων. Ο Κρατύλος, μαθητής του Ηράκλειτου κατά τα λεγόμενα, διατυπώνει τη θέση ότι η ορθότητα του ονόματος υπάρχει εκ φύσεως για κάθε πράγμα, που σημαίνει
ότι οι λέξεις φέρνουν εκ φύσεως μέσα
τους την ορθότητα, έτσι ώστε η γλώσσα να είναι δεδομένη και ρυθμισμένη
αναλογικά από τη φύση. Ο Ερμογένης, ένας σοφιστής
(πιθανώς ελεατικής προέλευσης), εκθέτει, στη συνέχεια, την ακριβώς αντίθετη άποψη: ότι δηλ. η ορθότητα των ονομάτων ερείδεται σε μια κοινή συμφωνία και σύμβαση. Πίσω από την ως άνω διαφωνία
δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς την περιώνυμη
αντίθεση, στο πλαίσιο της θεωρίας των σοφιστών, ανάμεσα στη φύση και τον νόμο. Επί της ουσίας, στον
Κρατύλο το κύριο θέμα, που καθιστά
απαραίτητη αλλά και άκρως ενδιαφέρουσα τη σχετική συνομιλία για τη γλώσσα, δεν τίθεται ιστορικά παρά συστηματικά:
τουτέστι δεν αφορά το ερώτημα για το αν η γλώσσα έχει έλθει σε ύπαρξη εκ φύσεως
ή δυνάμει ανθρώπινης σύμβασης, αλλά την ερμηνευτική
πράξη σχετικά με τον ονοματοθέτη, δηλ. σχετικά με το αν η ονοματοθεσία
είναι εκ φύσεως ή κατά σύμβαση. Όλη τούτη η διεργασία γύρω από τον ονοματοθέτη
εισάγεται στη συνομιλία ως υπόθεση
εργασίας. Αυτή τη μορφή του ονοματοθέτη ο Σωκράτης την ονομάζει και νομοθέτη και τη θέτει υπό τη διερώτηση, κατά πόσο το ονοματοδοτικό
της έργο ως νομοθέτη επρόκειτο αναγκαία να είναι προσανατολισμένο σε μια
ορθότητα που υπάρχει εκ φύσεως ή μπορούσε να στηριχθεί σε υποκειμενικές
αυθαιρεσίες. Η θέση γενικώς του Σωκράτη κινείται
ανάμεσα στις δυο αντίθετες θέσεις των συνομιλητών του, οι οποίες δεν είναι άμοιρες αντιφάσεων. Η θέση
του Πλάτωνος, κατά ταύτα, θα πρέπει να αναζητείται μεταξύ αυτών των δυο
αντιθετικών θέσεων.
§3
Σε κάθε περίπτωση, ο φιλόσοφος υποβάλλει
σε εμπεριστατωμένη κριτική συζήτηση αμφότερες τις αναφερθείσες πιο
πάνω αντιθετικές απόψεις. Κατ’ αυτήν τη συζήτηση δεν αμφισβητεί, έτσι απροϋπόθετα, τη μια ή την άλλη απ’
αυτές τις δυο παρά τις θέτει υπό την οπτική διερεύνησης του γλωσσικού
κριτηρίου της αλήθειας και τις κρίνει στις πιο ακραίες και ριζοσπαστικές τους
εκφάνσεις. Αυτή η διερεύνηση διατρέχει
όλο τον διάλογο και παρουσιάζεται με τέτοιο
αριστοτεχνικό τρόπο, ώστε να καταδεικνύεται πώς ο διαλεκτικός εισχωρεί στην
ουσία των πραγμάτων, υποθέτοντας ότι καθεμιά από τις δυο αντίθετες απόψεις εκφράζει
τη δική της «αλήθεια», κα μάλιστα με τρόπο, που να του δίνει τη δυνατότητα να
θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τον ομιλητικό
χαρακτήρα της γλώσσας με βάση τη
λέξη και το όνομα, σε συνάφεια αφενός με την ηρακλείτεια θεωρία για τη συνεχή
αλλαγή του κόσμου και της πραγματικότητας και αφετέρου με τη θεωρία του Παρμενίδη πως πραγματικό
είναι αυτό που δεν μεταβάλλεται, δεν αλλάζει παρά πάντοτε παραμένει ίδιο με τον εαυτό του. Όλη η γλωσσική προσπάθεια
του Πλάτωνος, με την ετυμολογική παραγωγή των λέξεων, δεν αποβλέπει τόσο στο να ερμηνεύσει τη γλώσσα ως
τέτοια όσο στο να δείξει πώς θα μπορούσαν ετυμολογικά να
ερμηνευτούν οι λέξεις, εάν επιχειρούσε
κανείς να τις αναγάγει σε ένα «ενεργώς πραγματικό» θεμέλιο. Αλλά μια τέτοια
«αναγωγή», κατά τον Πλάτωνα, του γλωσσικού σε κάτι το πραγματικό δεν δείχνει στην πράξη να είναι εφικτή.
Και ακριβώς επειδή κάτι τέτοιο δεν είναι πραγματοποιήσιμο, ο φιλόσοφος συχνά
παραθέτει δυο δοκιμές ετυμολογικών προελεύσεων ίδιων λέξεων. Τη μια με βάση την
ως άνω θεωρία του Ηράκλειτου και την άλλη, για την ίδια λέξη, με βάση την
προαναφερθείσα θεωρία του Παρμενίδη, χωρίς
να δείχνει κάποια προτίμηση για τη μια ή την άλλη ερμηνεία. Οι ετυμολογίες
στον Κρατύλο στοχεύουν, ως εκ
τούτου, σε κάτι που και ο ίδιος ο Πλάτων
δεν υιοθετεί, δηλ. στο να συνάγεται
η γλώσσα από μια πραγματικότητα, που δεν μπορούμε διόλου να την γνωρίζουμε. Σε κάθε περίπτωση, ο κορυφαίος
διαλεκτικός φιλόσοφος αντιμετωπίζει με επιφύλαξη
και συνεχή περίσκεψη μια τέτοια προέλευση
ή παραγωγή της γλώσσας, κάτι που το δείχνει και με την αντίστοιχη φιλοτεχνημένη
στάση του Σωκράτη.
§4
Ενώ ο Σωκράτης ολοκληρώνει έναν κύκλο από ετυμολογίες λέξεων και
δηλώνει ότι τρέχει να φτάσει στο τέλος με τη βοήθεια του θεού (: ετυμολογεί τη
λέξη από το θέω), υπονοώντας τη
σχετική θεία του έμπνευση που του μετέδωσε ο Ευθύφρων, καλεί τον Ερμογένη να
επωφεληθεί από τούτη τη θεία του
έμπνευση και να τον ρωτήσει περαιτέρω, ενόσω δεν τον εγκαταλείπει ακόμη
τούτη η εμπνευσμένη του σφριγηλότητα[3]. Ο Ερμογένης, ακολουθώντας
χωρίς δεύτερη σκέψη το πνεύμα και τον λόγο του Σωκράτη, ρωτάει για τέσσερα
ονόματα, που τα χαρακτηρίζει ως τα «μεγαλύτερα
και ωραιότερα» ονόματα: το όνομα
της αλήθειας, του ψεύδους, του όντος και του ίδιου του ονόματος. Ως προς το
όνομα της αλήθειας, ο Σωκράτης/Πλάτων μιλάει για μια θεϊκή περιπέτεια της
ανθρώπινης σκέψης. Τούτη η περιπέτεια συμβολίζει μια αγωνιώδη πορεία του
ανθρώπινου Dasein
προς τη φανέρωση του Είναι. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για τη
«βακχική
παραζάλη, όπου κανένα μέλος δεν μένει αμέθυστο και, επειδή το καθένα
αυτοκαταλύεται ομοίως άμεσα, όταν αποχωρίζεται από το όλο, αυτή η παραζάλη
είναι σύγχρονα η διαυγής και απλή ηρεμία»[4].
Η πλατωνική αναζήτηση της αλήθειας
συνιστά μια οντο-λογική κίνηση προς το ενεργώς πραγματικό σε αντίθεση με το
ψεύδος που παραπέμπει σε μια αυταπάτη τέτοιας υφής, ώστε να ανακόπτει την ως
άνω κίνηση. Ορισμένως, επομένως, η αλήθεια, το ψεύδος, το ον και το όνομα ως
τέτοιο σχετίζονται με την οντολογία
και τη Λογική και διόλου δεν αφορούν
την περιοχή της ψυχολογίας ή της αρετής και οποιασδήποτε παρόμοιας
σφαίρας. Η γλώσσα, κατ’ αυτή την έννοια, δεν είναι ένα εξωτερικό εργαλείο, που
με διαφόρους τεχνικούς χειρισμούς μπορεί να επιβάλει την
κυριαρχία ενός επιτήδειου πάνω στον άλλο, την ψυχολογική του υπεροχή και
γενικώς την απόκτηση εξ-ουσίας, όπως συμβαίνει π.χ. με την εργαλειακή γλώσσα των
ρητόρων, των σοφιστών ή των πολιτικών, που με τις ομιλίες τους στο κοινό
της Αθήνας υποτάσσουν τη συνείδηση αυτού του κοινού στις δικές τους βλέψεις,
στην εξουσία του δικού τους Εγώ. Απεναντίας είναι η ομιλούσα πραγματικότητα της
νόησης· μια πραγματικότητα που υπηρετεί την Ιδέα και όχι μονοσήμαντα το υποκείμενο ή οποιεσδήποτε φαντασιακές
οντογενέσεις του τελευταίου. Έτσι οι προτάσεις και οι κρίσεις που παράγει η
γλώσσα είναι εξίσου γλώσσα και καμιά απλώς βερμπαλιστική φλυαρία ρητορικής ή σοφιστικής υφής. Είναι, για την ακρίβεια, η μέγιστη
δυνατή προσπάθεια να συλληφθεί στοχαστικά
μια κατάσταση πραγμάτων και να διατυπωθεί, δια-μορφωθεί και εξωτερικευθεί
γλωσσικά.