Γκέοργκ Χέγκελ
1770-1831
Η τέχνη και το έργο της
§1. Συμφιλίωση περατού και απείρου
1. Όταν μιλάμε για την τέχνη στον Χέγκελ, ουσιαστικά μιλάμε για τη διαλεκτική φιλοσοφίας και τέχνης, στο πλαίσιο της οποίας (διαλεκτικής) το αισθητικό και το ωραίο δεν περιορίζονται απλώς στην περιοχή των αισθημάτων, που κατά την παραδοσιακή αντίληψη περί τέχνης προκαλούνται στις αισθήσεις. Η τέχνη και οι τέχνες εν γένει, όπως επίσης το ωραίο της τέχνης (das Kunstschöne), εξετάζονται από τον Χέγκελ με βάση την ανάπτυξη της Φιλοσοφίας της τέχνης ή της Φιλοσοφίας των ωραίων [ή των καλών] τεχνών. Πώς κατανοείται επομένως στην ουσία της; Κατανοείται ως μια αυθεντικά ελεύθερη αισθητική δημιουργία, η οποία προορίζεται να συμφιλιώνει την απειρότητα της σκέψης με την περατότητα της ρεαλιστικής πραγματικότητας, να συζευγνύει διαλεκτικά το αισθητό με το υπεραισθητό. Μαζί με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία ανήκει στις ανώτερες δραστηριότητες του πνεύματος. Πιο ειδικά είναι αποκαλυπτική, όπως και η θρησκεία με διαφορετικό τρόπο, της γνωσιακής και της κοινωνικο-ηθικής αλήθειας του πνεύματος. Ως τέτοια δραστηριότητα συνιστά, όπως και η θρησκεία, τρόπο εκδήλωσης του απόλυτου πνεύματος.
2. Η τέχνη εκδηλώνει την αλήθεια του πνεύματος υπό αισθητική μορφή, με άλλα λόγια παριστάνει το απόλυτο πνεύμα στο επίπεδο αίσθησης ή της εποπτείας (Anschauung). Γενικότερα συνιστά το «εργαστήρι» των αισθητικών σχέσεων της αλήθειας του πνεύματος, την ίδια στιγμή που η θρησκεία την εκφράζει με τον τρόπο της θρησκευτικής παράστασης (Vorstellung), ήτοι της παραστασιακής σκέψης. Το αισθητικό της υλικό το αντλεί από τη φύση, χωρίς η ίδια να είναι πιστή απομίμησή της. Διευθετεί αυτό το υλικό μέσα σε ένα ανώτερο πνευματικό περιβάλλον, που έχει ως κύριο χαρακτηριστικό τις γνωσιακές και καλλιτεχνικές απαιτήσεις. Έτσι το αισθητικό πεδίο του ανθρώπου προσλαμβάνει έναν έντονο χαρακτήρα σκέψης και γνώσης και συμβάλει καθοριστικά στον εμπλουτισμό της ανθρώπινης εμπειρίας.
3. Συγχρόνως, για την ανάπτυξή της, η τέχνη προϋποθέτει
θεμελιώδη εμπειρία του ανθρώπου, πράγμα που υποδηλώνει ότι το έργο τέχνης
ανήκει, κατά τον Χέγκελ, στις δημιουργίες
του ανθρώπου, ενυπάρχει στην οντολογική
του ρίζα και δεν μπορεί να είναι
προϊόν της φύσης. Το να ανήκει στις δημιουργίες του ανθρώπου αποτελεί
τεκμήριο ότι σχετίζεται με τη δραστηριότητα αυτού του ίδιου «ως ελεύθερου υποκειμένου»[1].
Είναι ελεύθερο αναλογικά προς την πνευματική καλλιέργεια που διαθέτει και την εξ
αυτής προερχόμενη ανάγκη να ανυψώνει
«τον εσωτερικό και εξωτερικό του κόσμο σε
πνευματική συνείδηση ως ένα αντι-κείμενο, μέσα στο οποίο αναγνωρίζει τον ίδιο
του τον εαυτό»[2].
4. Η καλλιτεχνική δημιουργία, σύμφωνα με την ως τώρα
θεώρηση, δεν είναι κάποια μηχανιστική
πράξη ή μια φορμαλιστική διαδικασία
ούτε εδράζεται σε παρορμητικούς απλώς τόνους του δρώντος υποκειμένου παρά
προϋποθέτει συνδυασμό θεωρητικής και
πρακτικής ενέργειας που αναβλύζει από την πηγή που λέγεται πνεύμα και την
οποία ο δημιουργός άνθρωπος δύναται ως εκ της φύσης του, ήτοι ως διεαυτό ή
πνευματικό ον, να την μεταμορφώνει εκάστοτε σε συγκεκριμένο έργο με μορφή και
περιεχόμενο.
5. Πιο συγκεκριμένα, όντας ο άνθρωπος φυσικό και δυνάμει
πνευματικό ον, φέρει μέσα του την ικανότητα, στην αρχή παρορμητικά ή
ενστικτωδώς και στη συνέχεια ως σκεπτόμενο υποκείμενο, να εποπτεύει τον
εξωτερικό κόσμο, να τον οικειοποιείται λιγότερο ή περισσότερο, να σχηματίζει
αντίστοιχες παραστάσεις, να τις μεταπλάθει σε σκέψεις και να
μετασχηματίζεται και ο ίδιος. Όλη αυτή η κίνηση μεταμόρφωσης ή μετασχηματισμού
του εξωτερικού και εσωτερικού του κόσμου δεν γίνεται ερήμην της πρακτικής, αλλά
δι’ αυτής και εντός αυτής. Τούτη την
πρακτική μεταλλαγή αισθητοποιεί ο Χέγκελ με το παράδειγμα του μικρού αγοριού που ρίχνει πέτρες στο νερό
και θαυμάζει τους σχηματιζόμενους κύκλους ως δικό του έργο, αποκτώντας έτσι
την εποπτεία του εαυτού του ως δημιουργού, ως ανθρώπου του πνεύματος.
6. Η τέχνη έχει κι αυτή την ιστορία της και οι εκάστοτε
μορφές της δεν χάνονται παρά επαναπροσδιορίζονται, ως πνευματικές σχέσεις, σε κάθε
νέα εποχή. Ο χρόνος είναι πάντοτε παρών και αναλογικά κάθε εποχή αποκτά το δικό
της νόημα μέσα στον φιλοσοφικό Λόγο του κάθε παρόντος:
«Όταν μια εποχή αποθνήσκει, δεν χάνεται μια για πάντα,
αλλά επαναλαμβάνεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ως πραγμάτωση του πνεύματος ή της
απόλυτης Ιδέας. Αυτή η πραγμάτωση … ενσαρκώνει τη μετάβαση στην πιο ολοκληρωμένη
φιλοσοφικά περίοδο της ιστορίας. Η ολοκλήρωση τούτη είναι ουσιωδώς επανάληψη των
εποχών της ιστορίας που έχουν παρέλθει και οι οποίες ωστόσο είναι συγχρόνως
παρούσες ως ο επεξεργασμένος πνευματικός πλούτος της νέας εποχής»[3].
Ακριβώς σε αυτόν τον κύκλο της ιστορικότητας κινείται και η ωραία τέχνη, όπως και η έννοια του τέλους της τέχνης κατά τρόπο, που να βρίσκει, δηλ. να επανευρίσκει, τον εαυτό της υπό μια νέα, ανώτερη πνευματική μορφή.
§2. Κείμενα-σχολιασμός
Η τέχνη, το ωραίο και το πνεύμα
1. «Μπορούμε κατ’
αρχήν να υποστηρίξουμε ότι το ωραίο της τέχνης είναι ανώτερο από τη φύση. Πράγματι, η ωραιότητα της τέχνης είναι η
ωραιότητα που γεννήθηκε και ξαναγεννήθηκε
από το πνεύμα, και […] το πνεύμα και τα παράγωγά του είναι ανώτερα από τη
φύση και τα φαινόμενά της» W 13, 14.
Σχόλιο: από το ωραίο της τέχνης αποκλείεται καθετί που ανήκει στο ωραίο τη φύσης ή
σχετίζεται με αυτό. Όταν, για παράδειγμα, μιλάμε για ωραία δέντρα, ωραία φυτά,
ωραίους ανθρώπους κ.λπ., αυτό το ωραίο δεν είναι το ωραίο της τέχνης παρά μόνο
αφορά την καθημερινή μας κουβέντα. Το ωραίο της τέχνης είναι φαινόμενο του
πνεύματος και συναφώς δημιούργημα του ανθρώπου. Επομένως, ως τέτοιο, είναι
ανώτερο από οποιοδήποτε φυσικό φαινόμενο.
2. «Ό,τι είναι ανώτερο για το πνεύμα και για την
ωραιότητα της τέχνης, που πηγάζει απ’ αυτό, δεν συνιστά απλώς κάτι το σχετικό
σε σύγκριση με τη φύση‧ απεναντίας, μόνο το πνεύμα είναι το αυθεντικά αληθινό, που περιλαμβάνει εντός του τα πάντα, έτσι ώστε καθετί το
ωραίο να είναι αληθινά ωραίο, στο μέτρο που συμμετέχει σ’ αυτό το ανώτερο και
παράγεται απ’ αυτό. Υπ’ αυτό το νόημα, το ωραίο της φύσης εμφανίζεται μόνο ως
μια αντανάκλαση του ωραίου που ανήκει στο πνεύμα, ως ένας ατελής, ανολοκλήρωτος
τρόπος [του ωραίου], ένας τρόπος, ο οποίος ως προς την υπόστασή του περιέχεται μέσα στο ίδιο το πνεύμα» ό.π., 15.
Σχόλιο: το ωραίο της φύσης υπολείπεται του καλλιτεχνικού ωραίου, διότι δεν
συγκροτείται στη βάση του διεαυτό-Είναι, όπως το καλλιτεχνικό ωραίο, το ωραίο
της τέχνης. Ο Χέγκελ κατανοεί το εν λόγω διεαυτό ως εκείνο που έχει
αυτοσυνείδηση και επομένως μπορεί να κινείται με συνείδηση και επίγνωση στον
χώρο της δημιουργίας και της ελευθερίας. Π.χ. το να λέμε ότι ένα δέντρο είναι
ωραίο υποδηλώνει κάτι που δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα, γιατί το δέντρο δεν
συνάπτεται με καμιά αυτοσυνείδηση πέραν της φυσικής του παρουσίας. Το ίδιο δεν
είναι διεαυτό, δεν αυτοπροσδιορίζεται και δεν λαμβάνει οποιαδήποτε ωραιότητα εξ
εαυτού. Ανήκει στο ωραίο της φύσης. Το φυσικό ωραίο νομιμοποιείται ως
αντανάκλαση του πνευματικού ωραίου, η ενεργοποίηση του οποίου καθιστά το ωραίο
της φύσης ένα εξωτερικό ωραίο του ίδιου του πνεύματος.
3. «Μέσα σε τούτη
την ελευθερία της λοιπόν η ωραία τέχνη είναι, πρώτα-πρώτα, αληθινή τέχνη∙ και τότε μόνο εκπληρώνει το ύψιστο καθήκον της, όταν έχει πάρει θέση
μέσα στην ίδια σφαίρα με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία και όταν δεν είναι παρά
ένας τρόπος να συνειδητοποιούμε και να εκφράζουμε το θείο, τα βαθύτερα ενδιαφέροντα του ανθρώπου, τις πιο περιεκτικές
αλήθειες του πνεύματος. […]. Η τέχνη μοιράζεται αυτή την αποστολή με τη
θρησκεία και τη φιλοσοφία, αλλά με την ιδιαιτερότητα ότι ακόμη και το πιο υψηλό
το παριστάνει με αισθητό τρόπο και το φέρνει έτσι πιο κοντά στον τρόπο
εμφάνισης της φύσης, στις αισθήσεις και στο αίσθημα. Η σκέψη εισδύει στο βάθος ενός υπεραισθητού
κόσμου και το εγκαθιστά κατ’ αρχήν ως ένα επέκεινα απέναντι στην άμεση συνείδηση και στο παροντικό αίσθημα‧ πρόκειται για
την ελευθερία της γνώσης της σκέψης, που ανυψώνεται πάνω από το εντεύθεν, δηλαδή από την αισθητή
πραγματικότητα και περατότητα. Αλλά τούτη τη ρήξη, στην οποία προχωρεί το πνεύμα, ξέρει και να τη θεραπεύει‧ παράγει εξ
εαυτού τα έργα της ωραίας τέχνης ως τον πρώτο μέσο όρο της συμφιλίωσης ανάμεσα
στο σκέτο εξωτερικό, αισθητό και εφήμερο και στην καθαρή σκέψη, ανάμεσα στη
φύση και την περατή πραγματικότητα και την απέραντη ελευθερία της κατανοητικής
σκέψης» ό.π., 21.
Σχόλιο: η τέχνη είναι
ελεύθερη, αυτοσυνείδητη αισθητική δημιουργία και ως τέτοια είναι αληθινή, δηλ.
πνευματικό δημιούργημα, που αναλογικά στέκεται δίπλα σε άλλα παρόμοια
δημιουργήματα, όπως είναι η θρησκεία και η φιλοσοφία. Τέχνη, θρησκεία και
φιλοσοφία ανήκουν, κατά ταύτα, στις ύψιστες δραστηριότητες του πνεύματος και
καθεμιά συνδέεται με συγκεκριμένο, πολύ συγκεκριμένο έργο. Ποια είναι η σχέση της
τέχνης με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία; Καθιστά αισθητά και αισθητικά τα
θεολογικά περιεχόμενα της θρησκείας και τα εννοιολογικά θεμέλια της φιλοσοφίας.
Η σκέψη, θεολογική και φιλοσοφική, καθεμιά με τον τρόπο της ανοίγεται προς τον
υπεραισθητό κόσμο, προς το επέκεινα. Η ωραία τέχνη, με τη σειρά της, έρχεται
για να αναιρέσει τη διάζευξη αισθητού και υπεραισθητού, το μεταξύ τους ρήγμα ή
χάσμα, έτσι ώστε η απειρότητα της σκέψης να συμφιλιωθεί με την περατότητα της ανθρώπινης
πραγματικότητας.
4. «[…] το φαινόμενο
της τέχνης έχει το πλεονέκτημα, αυτό το ίδιο να διερμηνεύεται μέσω του εαυτού
του και εξ εαυτού να παραπέμπει σε ένα πνευματικό, για το οποίο αυτό μας δίνει
μια ιδέα» ό.π.,
23.
Σχόλιο:
το φαινόμενο της τέχνης, άλλως: το
αισθητικό φαινόμενο, δεν είναι απλώς μια επίφαση του πνεύματος παρά η εμφάνιση της
ίδιας της ουσίας του τελευταίου. Στην επιστήμη της Λογικής ο Χέγκελ αποφαίνεται
προγραμματικά: «η ουσία πρέπει να φαίνεται»[4]. Το
φαίνεσθαι στην τέχνη αίρει την τυχαιότητα και την εξαπάτηση, δηλ. την αναλήθεια,
που θεωρείται απατηλώς ότι ανήκει στο πνεύμα.
5. «Θα πρέπει κατ’
αρχήν να δεχτούμε ότι το πνεύμα είναι ικανό να εξετάζει τον ίδιο του τον εαυτό,
να έχει μια συνείδηση, και μάλιστα μια σκεπτόμενη
συνείδηση, για τον ίδιο τον εαυτό του και για καθετί, που προέρχεται απ’ αυτό.
[…]. Μέσα σε τούτη τη σκεπτόμενη συνείδηση που το πνεύμα έχει για τον εαυτό του
και τα προϊόντα του […], αυτό συμπεριφέρεται σύμφωνα με την ουσιώδη φύση του. Η
τέχνη λοιπόν και τα έργα της, ως προελθόντα και παραχθέντα από το πνεύμα, τα
ίδια έχουν πνευματικό χαρακτήρα […]. Απ’ αυτή την άποψη, η τέχνη βρίσκεται
εγγύτερα στο πνεύμα και στη σκέψη του απ’ ό,τι μόνο η εξωτερική, στερημένη
πνεύματος φύση» ό.π., 27.
Σχόλιο: η τέχνη που έχει ως πηγή της και αφετηρία το πνεύμα δεν μπορεί να ταυτίζεται
με το εξωτερικό ωραίο της φύσης παρά συνδέεται με τη ίδια την εσωτερική εργασία
και διεργασία της σκέψης. Ως τέτοια, επομένως, δεν αποβλέπει μόνο και κύρια
στην αναπαράσταση κάποιων φαινομενικών μορφών του ωραίου της φύσης, με αποτέλεσμα
να αποβαίνει υποδεέστερη αυτού που προέρχεται και παράγεται από τη φύση.
6. «Ένα
καλλιτεχνικό έργο είναι τέτοιο μόνο στο βαθμό που, έχοντας εκπηγάσει από το
πνεύμα, ανήκει στην περιοχή του πνεύματος, έχει πάρει το βάπτισμα του
πνευματικού και παριστάνει μόνο εκείνο που έχει διαμορφωθεί σε εναρμόνιση με το
πνεύμα» ό.π., 48.
7. «Πράγματι, το
ωραίο της τέχνης δεν είναι ούτε η λογική
Ιδέα, δηλαδή η απόλυτη σκέψη έτσι όπως αυτή αναπτύσσεται μέσα στο καθαρό
στοιχείο της σκέψης, ούτε αντίστροφα η Ιδέα όπως εμφανίζεται στη φύση∙ αντίθετα, αυτό ανήκει στη σφαίρα του πνεύματος, χωρίς ωστόσο να
ακινητοποιείται [ή να περιορίζεται] σε γνώσεις και πράξεις του περατού πνεύματος. Το βασίλειο της
ωραίας τέχνης είναι το βασίλειο του απόλυτου
πνεύματος» ό.π., 130.
8. «Η τέχνη λοιπόν,
καθώς ασχολείται με το αληθές ως το απόλυτο αντι-κείμενο της συνείδησης, ανήκει
κι αυτή στην απόλυτη σφαίρα του πνεύματος και ως εκ τούτου, κατά το περιεχόμενό
της, βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τη θρησκεία –με το πιο ειδικό νόημα της
λέξης– καθώς και με τη φιλοσοφία» ό.π.,
139.
Σχόλιο: το γεγονός ότι η τέχνη ανήκει στο πνεύμα δεν σημαίνει ότι το ωραίο της τέχνης,
το έργο της, δεν ενεργοποιείται στο επίπεδο της αισθητικότητας και ταυτίζεται απόλυτα
με την Ιδέα του φιλοσοφικού Λόγου. Όσο κι αν π.χ. η αισθητική του γούστου δείχνει
να κινείται στην περιοχή του εξωτερικού φαίνεσθαι και να χάνεται μέσα στο
αποσπασματικό, στο λεπτομερειακό, στο επιφανειακό, δεν παύει να αποτελεί ενεργό
τμήμα της αισθητικής σχέσης και της πνευματικής ενέργειας. Το ίδιο το πνεύμα
ενδιαφέρεται για την υλοποίηση των πιο ανώτερων συμφερόντων του και υπ’ αυτή
την οπτική έχει ανάγκη από τη δημιουργία καλλιτεχνικών μορφών. Έτσι, η
καλλιτεχνική παραγωγή, από την πλευρά της, έχει ανάγκη όχι μόνο την φαντασία του
καλλιτεχνικού πνεύματος αλλά και την πειθαρχία τούτου του πνεύματος.
[1] W 13,
51.
[2] Ό.π.,
52.
[3] Hegel: Διαλεκτική
του συγκεκριμένου. Εκδ. Διανόηση, Αθήνα 2019, σ. 69.
[4] Χέγκελ:
επιστήμη της Λογικής-η διδασκαλία περί της
ουσίας, εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια Δημήτρης Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Δωδώνη 1998, σ.
227.