Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Πλάτων: Πώς η Γνώση εκμηδενίζει τη θρησκοληψία;


 

ΠΛΑΤΩΝ

Το έργο του:

Ευθύφρων και η Ιδέα του Όσιου

[Η απαρχή της θεωρίας των Ιδεών]

 

     §1. Ο Ευθύφρων ανήκει στους πρώιμους διαλόγους του Πλάτωνος, στους λεγόμενους Σωκρατικούς. Ανήκει κυριολεκτικά στη φλέβα των απορητικών διαλόγων, με τους οποίους διεξάγεται διαλογικά η φιλοσοφική αναζήτηση γενικώς, για την οποία μιλάει ο Σωκράτης στην Απολογία. Από την πλευρά των προθέσεων του Πλάτωνος που έγραψε το παρόν έργο, ο Ευθύφρων συνιστά, μεταξύ των άλλων, κι ένα έργο καθαρά απολογητικό σχετικά με σημαντικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων  των άδικων κατηγοριών ενάντια στον Σωκράτη αλλά και της θρησκοληψίας από τους συκοφάντες του μεγάλου δασκάλου του Πλάτωνος. Με πειστικό τρόπο, ο κορυφαίος Έλληνας Διαλεκτικός  θέλει να δείξει το ήθος και το ποιόν αυτών που έστειλαν τον Σωκράτη στο δικαστήριο και τον θάνατο, με την κατηγορία για ασέβεια προς τους θεούς, χωρίς οι ίδιοι να έχουν ιδέα για τα θεία και για το τι είναι όσιο, ευσεβές, και τι ανόσιο, ασεβές.

     §2. Με την ευκαιρία της κλήσης του από τον Άρχοντα-βασιλιά, μετά από μια καταγγελία που υπέβαλε εναντίον του ο Μέλητος, ο Σωκράτης, κατηγορούμενος για ασέβεια, συνάντησε τον μάντη Ευθύφρονα, ο οποίος με τη σειρά του είχε κατηγορήσει τον πατέρα του σε μια περίπλοκη ιστορία που είχε να κάνει με την ερμηνεία των θρησκευτικών νόμων. Η συνάντηση λοιπόν Σωκράτη και Ευθύφρονος γίνεται εντελώς τυχαία: ο Σωκράτης προσέρχεται στη στοά του βασιλέως εξ αιτίας της «γραφής», της γραπτής κατηγορίας για ασέβεια. Αλλά και ο Ευθύφρων συσχετίζεται με κάποια δικαστική υπόθεση ως κατήγορος. Από το τυχαίο βλέπουμε να προκύπτει το αναγκαίο. Ποτέ σχεδόν η αναγκαιότητα δεν εμφανίζεται χωρίς να προηγηθεί κάποιο είδος τυχαιότητας. Έτσι, μεταξύ του Σωκράτη και του Ευθύφρονος ξεκινά μια συζήτηση για τον ορισμό του ευσεβούς και του ασεβούς. Ο Ευθύφρων παρουσιάζεται σαν ένας «ειδικός» στα θρησκευτικά ζητήματα, γι’ αυτό και μηνύει τον πατέρα του. Η ολική του άγνοια όμως σε τόσο λεπτά ζητήματα δεν θα αργήσει να εκδηλωθεί μέσα από τη συζήτηση και τη σωκρατική ειρωνεία.

     §3. Επειδή είναι μάντης, κανείς δεν είναι σε καλύτερη θέση από αυτόν να ορίσει τη θρησκευτικότητα και να πράξει αναλόγως στην περίπτωση του πατέρα του. Έτσι, αυτή η κατάσταση γεννά το ερώτημα του Σωκράτη σχετικά με την ουσία της ευσέβειας. Με αυτό το ερώτημα τίθεται σε δοκιμασία η ικανότητα του Ευθύφρονος και συναφώς η βάση των πράξεών του. Πράγματι, ο Ευθύφρων αποδεικνύεται ανίκανος να διατυπώσει έναν τέτοιο ορισμό. Αποτυγχάνει να ορίσει αυτό που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει. Αρχικά παρουσιάζει την περίπτωσή του ως την ίδια την απεικόνιση της ουσίας του οσίου. Ο Σωκράτης δεν δυσκολεύεται να δείξει ότι αυτό δεν είναι ορισμός, αλλά παράδειγμα. Τότε είναι που ο Ευθύφρων προσφέρει έναν δεύτερο ορισμό: «Ό,τι είναι αγαπητό στους θεούς είναι ευσεβές, ενώ ό,τι δεν είναι αγαπητό σε αυτούς είναι ασεβές». Ο Σωκράτης, αφού είπε στον συνομιλητή του ότι ένα συγκεκριμένο παράδειγμα δεν μπορεί να χρησιμεύσει για τον ορισμό μιας αφηρημένης έννοιας, επικρίνει την πρόταση του Ευθύφρονος: «η ευσέβεια είναι αυτό που ευχαριστεί τους θεούς»· γιατί το σωστό είναι ακριβώς το αντίθετο: ένα πράγμα είναι ευσεβές, επειδή είναι ευσεβές και όχι επειδή ευχαριστεί τους θεούς. Ευχαριστεί τους θεούς ακριβώς επειδή είναι ευσεβές. Αυτό που πρέπει να επιδιώξουμε να μάθουμε είναι τι είναι η ίδια η ευσέβεια.

     §4. Το θέμα του διαλόγου, κατά ταύτα, είναι η ουσία της οσιότητας, η ιδιαίτερη όμως σημασία του έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι για πρώτη φορά γίνεται λόγος για τις Ιδέες. Στο ερώτημα του Σωκράτη: τι είναι όσιο (5d7) ο Ευθύφρων ισχυρίζεται πως γνωρίζει την απάντηση και επιχειρεί πέντε φορές να ορίσει το όσιο χωρίς αποτέλεσμα. Όταν λοιπόν και οι πέντε προσπάθειές του αποβαίνουν ατελέσφορες,  βιάζεται να αφήσει το ερώτημα αναπάντητο. Λίγοι σωκρατικοί διάλογοι είναι τόσο ικανοί, όσο ο Ευθύφρων, να συμμορφώσουν το μυαλό στις απαιτήσεις της αναζήτησης ενός αφηρημένου ορισμού. Η απαίτηση προς αναζήτηση ορισμού της έννοιας του οσίου εδώ εκκινεί, ευθύς ως ο Ευθύφρων αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να συζητήσει με τον Σωκράτη από αφορμή το γεγονός ότι μήνυσε τον γέροντα πατέρα του για φόνο. Στην προσπάθειά του να κατανοήσει αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση φόνου ο Ευθύφρων, από τη δική του θρησκευτική σκοπιά, δίνει σημασία, περισσότερο από το ποιος δολοφόνησε ποιον, στο αν ο φόνος ήταν δίκαιος ή άδικος. Τον κρίνει άδικον και γι’ αυτό μηνύει τον πατέρα του.

     §5.  Το γεγονός του φόνου έχει ως εξής:  πρόκειται για τον ακούσιο θάνατο ενός εργάτη, τον οποίο είχε μισθώσει ο Ευθύφρων, για να δουλεύει στα κτήματα της οικογένειας στη Νάξο. Έσπευσε προς τούτο να καταγγείλει τον γέροντα πατέρα του ως φονιά, γιατί νόμιζε πως η αμέλεια του πατέρα του έσπρωξε τον εργάτη στον θάνατο, ο οποίος στο μεταξύ είχε σκοτώσει πρωτύτερα, πάνω στο μεθύσι του, έναν υπηρέτη του σπιτιού. Παρότι ο πατέρας και οι άλλοι συγγενείς αγανακτούν με τον Ευθύφρονα και θεωρούν ανόσιο το να καταγγέλλει ένας γιος τον πατέρα του, επειδή πέθανε ακούσια ένας ανθρωποκτόνος, εκείνος πιστεύει πως αυτό είναι το όσιο και το σωστό από θρησκευτική άποψη και πως οι άλλοι δεν γνωρίζουν τις αντιλήψεις του θείου, σχετικά με το τι είναι όσιο και τι ανόσιο. Αυτή η στάση του Ευθύφρονος απέναντι στον πατέρα του υπαγορεύεται από την ψευδαίσθησή του ότι είναι γνώστης των θείων· και ως τέτοιος γνώστης γίνεται και συνομιλητής του Σωκράτη.

     §6. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι καθόλου γνώστης των θείων πραγμάτων, όπως ο ίδιος πιστεύει, παρά μόνο ένας από τους απειράριθμους θρησκόληπτους της πολιτικής κοινωνίας των Αθηνών. Πρόκειται λοιπόν για έναν κατ’ εξοχήν κοινό νου, όπως ακριβώς ήταν και ο Μέλητος, ο κατήγορος του Σωκράτη. Ο Σωκράτης, παρουσιαζόμενος καθ’ όλη τη συζήτηση ως διδασκόμενος από τις «γνώσεις» του Ευθύφρονα περί των θείων νόμων, του λέει πως ο ορισμός του οσίου που του έδωσε προηγουμένως δεν είναι ο καταλληλότερος, γιατί δεν του εξήγησε την Ιδέα του οσίου, δηλαδή την  ουσία εκείνη που κάνει κάθε όσιο να είναι όσιο, αλλά αρκέστηκε σε ορισμένα παραδείγματα, σαν αυτό της δικής του συμπεριφοράς απέναντι στον πατέρα του. Τόσο η αναφορά στη συμπεριφορά του ως παράδειγμα ευσέβειας όσο και ο τροποποιημένος και τελικά τυπικά σωστός ορισμός μετά από μια πρώτη προσπάθεια: «όσιο είναι αυτό που αγαπούν όλοι οι θεοί και ανόσιο αυτό που μισούν όλοι οι θεοί» υπολείπονται, καθώς η ουσία του πράγματος υποκαθίσταται από μια ιδιότητα.

   §7. Η προσπάθεια του Σωκράτη να φέρει τη δικαιοσύνη στο παιχνίδι οδηγεί στο να προσδιοριστεί το ευσεβές και το όσιο ως το μέρος του δικαίου που αφορά τους θεούς, που νοείται ως υπηρεσία στους θεούς. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ οσίου και δικαίου παραμένει τελικά ασαφής (υπηρεσία για τι και με ποιον τρόπο;). Ο Ευθύφρων κάνει ακόμη μια τελευταία προσπάθεια να ορίσει το όσιο ως συμμόρφωση με τους θεούς [=το να είναι κανείς ευάρεστος στους θεούς] δια της θυσίας και της προσευχής. Το ανόσιο είναι ακριβώς το αντίθετο: η μη συμμόρφωση με τους θεούς, δηλαδή το να μην είναι κανείς ευάρεστος στους θεούς. Αλλά προκύπτει και κάτι άλλο απ’ αυτή την τοποθέτηση: δεδομένου ότι η προσευχή είναι ένα αίτημα των ανθρώπων στους θεούς για κάτι που έχουν ανάγκη και η θυσία είναι μια προσφορά στους θεούς από τους ανθρώπους, ενός πράγματος που προφανώς θα έχουν ανάγκη οι θεοί, η οσιότητα είναι ένα είδος εμπορικής τέχνης μεταξύ θεών και ανθρώπων. Ο Ευθύφρων δεν δέχεται, παρά τη συγκατάβασή του με τη μέθοδο του Σωκράτη, πως οι θεοί περιμένουν κάποια ωφέλεια από τις προσφορές των ανθρώπων. Απεναντίας λέει πως οι θυσίες αυτές των ανθρώπων είναι τιμητικά δώρα και ευγνωμοσύνη/ευχαριστία.

     §8. Ο Σωκράτης δείχνει να θεωρεί πως με τα πιο πάνω λόγια του Ευθύφρονος δόθηκε ένας νέος ορισμός από τον συνομιλητή του. Έτσι τον ρωτάει στη συνέχεια αν το όσιο είναι το ευπρόσδεκτο/αυτό που προκαλεί ευχαρίστηση (κεχαρισμένον) και όχι το ωφέλιμο ή το αγαπητό (φίλον) στους θεούς. Ο Ευθύφρων νομίζει πως, παρ' όλα αυτά, το όσιο είναι ό,τι τους είναι αγαπητό και μάλιστα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Αλλά και τούτη η προσπάθεια δεν λύνει το πρόβλημα για την ουσία του οσίου. Ο φιλόσοφος ζητάει ξανά από τον Ευθύφρονα – ακολουθώντας τη μεθοδική του  ειρωνεία – να του διδάξει επιτέλους τι είναι το όσιο, αφού και ο τελευταίος ορισμός δεν απέδωσε την ουσία της οσιότητας, αλλά μάλλον κάποια ιδιότητά της. Ο Ευθύφρων ομολογεί την αδυναμία του να εκφράσει επαρκώς αυτό που έχει στο νου του και πως όποια γνώμη και να διατυπωθεί στη συζήτηση, γυρνάει γύρω-γύρω μέσα στο μυαλό του και δεν θέλει να σταθεί εκεί που θα την βάλουν. Πρόκειται για έναν υπαινιγμό ενάντια στη μέθοδο του Σωκράτη,  ο οποίος του απαντά πως τα λόγια του [=του Ευθύφρονος] μοιάζουν με τα έργα του Δαιδάλου. Φυσικά, ο Σωκράτης αρνείται ότι ευθύνεται για αυτόν τον κύκλο.  Η συζήτηση κάνει κύκλους. Έχει ξαναγυρίσει στο σημείο, όπου η οσιότητα λογίζεται ως το αγαπητό στους θεούς.

     §9. Η κατάληξη τελικά είναι τούτη: είτε όσα παραδέχτηκαν πρωτύτερα δεν ήταν σωστά, είτε, αν εκείνα τότε ήταν σωστά, δεν είναι σωστά όσα υποστηρίζουν τώρα. Επειδή το θέμα είναι σημαντικό, αφού εμπλέκεται σε όλη τη συλλογιστική περί του ορισμού της οσιότητας και η θεωρία των Ιδεών, ο Σωκράτης δηλώνει αποφασισμένος να μην παρατήσει τη συζήτηση και πως επιθυμεί διακαώς να μάθει από τον Ευθύφρονα την αλήθεια για το όσιο και το ανόσιο. Ο Ευθύφρων όμως αποδεικνύεται πως δεν έχει ιδέα απ’ αυτό το ζήτημα και παρ’ όλα αυτά προθυμοποιείται να καταθέσει άδικη και παράλογη καταγγελία στον πατέρα του. Έτσι συμβαίνει διαχρονικά με τους αμαθείς που αυτοπαρουσιάζονται ως ασυναγώνιστοι γνώστες: στην πραγματικότητα, η αποτυχία εδώ, όπως και σε άλλους απορητικούς διαλόγους, οφείλεται στην αδυναμία του συνομιλητή του να δικαιολογήσει επαρκώς τις θέσεις του, που δεν είναι εντελώς λανθασμένες. Το παρόν έργο βέβαια ξεπερνά τους άλλους απορητικούς διαλόγους, καθώς εισάγει τη διαφορά μεταξύ εκτεινόμενης ισοδυναμίας και εντεινόμενου περιεχομένου με το ερώτημα περί της ουσίας, περί της Ιδέας, στον ορισμό, που σχετίζεται με τη θεωρία των Ιδεών. Ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει με την έννοια του «όχι ακόμα», αλλά μάλλον με την έννοια της συνειδητής παράλειψης. Η φιλοσοφική απορία διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης, αλλά φαίνεται να λειτουργεί ως  ένα μεταβατικό στάδιο προς την απάντηση του φιλοσοφικού ερωτήματος για το τι είναι όσιο. Ήδη η θεωρία των Ιδεών που εμφανίζεται εδώ για πρώτη φορά, παρέχει τη δυνατότητα στους συνομιλητές και κυρίως στον Σωκράτη να χαράξει έναν ορίζοντα δικαίωσης που αντιπροσωπεύει την πορεία προς τη λύση.