Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2024

Nietzsche: αυτοκαταστροφή του ανθρώπου & ανάδυση του υπερ-ανθρώπου

 


Φρίντριχ Νίτσε

1844–1900

 

ΕΤΣΙ ΜΙΛΗΣΕ Ο ΖΑΡΑΤΟΎΣΤΡΑ

Πρόλογος: Ενότητα 1

Ο σοφός ερημίτης κατεβαίνει στους ανθρώπους

 

    Παρακάτω αναλύεται η ενότητα 1 του Προλόγου, με την οποία αρχίζει ο Ζαρατούστρα του Νίτσε. Σε τούτη την ενότητα, σ’ αυτό το πρώτο τμήμα, συνοψίζονται πολλές από τις βασικές εικόνες, έννοιες και σχέσεις εννοιών του υπό συζήτηση βιβλίου, οι οποίες δείχνουν να παρουσιάζονται ως ζεύγη εννοιών: ήλιος και γη, επιφάνεια και βάθος, φως και σκοτάδι, αετός και φίδι, κοιλάδες και βουνά. Ένα άλλο επίσης τέτοιου είδους ζεύγος είναι και το πηγαίνειν πάνω και κάτω. Είναι αυτό που αποτελεί βασικό δομικό στοιχείο της ενότητας 1. Τι μαθαίνουμε λοιπόν, κατ’ αρχήν, για τον Ζαρατούστρα; Πως σε ηλικία τριάντα χρόνων εγκαταλείπει τον τόπο του, την πατρίδα του και ανεβαίνει ψηλά στα βουνά:


«Όταν ο Ζαρατούστρα έγινε τριάντα χρόνων, εγκατέλειψε την πατρίδα του και τη λίμνη της πατρίδας του και πήγε στο βουνό»[1]. 

Εκεί διάγει μια ζωή σε απόλυτη μοναξιά και απομόνωση. Την οντολογική του συνθήκη, στο παρόν σημείο, τη χαρακτηρίζει η απόσταση, η αποκοπή, αφενός από τη μάζα των κοινών θνητών και αφετέρου από τον ρεαλιστικά υπαρκτό κόσμο: 


«Εδώ απόλαυσε το πνεύμα του και τη μοναξιά του για δέκα ολόκληρα χρόνια, χωρίς την παραμικρή κούραση»[2].

     Ο Ζαρατούστρα δεν υποφέρει από τη μοναξιά του, αλλά απεναντίας την απολαμβάνει. Χαίρεται την πνευματική αυτάρκεια και ανεξαρτησία του εαυτού του, ζώντας μέσα στη σπηλιά του για δέκα ολόκληρα χρόνια χωρίς να έχει κουραστεί από οτιδήποτε ή οποιονδήποτε.     Εξακολουθεί να παραμένει εκεί ψηλά στο βουνό, έως ότου κάποια στιγμή διακόπτει αυτό τον ρυθμό και ετοιμάζεται να προχωρήσει πέρα από την ως τώρα ζωή του στο βουνό και στο σπήλαιο, καθώς βιώνει σύγκορμος έναν μετασχηματισμό. Στην ενδοσυνάφεια τούτη αισθάνεται άρρηκτα συνδεδεμένος με τον ήλιο, ίδιος και όμοιος με αυτόν, γι’ αυτό και ένα πρωί προσέρχεται ενώπιόν του και απευθύνεται προς αυτόν: 


«Στο τέλος όμως άλλαξε η καρδιά του – κι ένα πρωί σηκώθηκε με τη ροδαυγή προσήλθε μπρος στον ήλιο και του μίλησε ως εξής:

    Εσύ μεγάλο αστέρι! Ποια θα ήταν η ευτυχία σου, αν δεν είχες αυτούς που φωτίζεις;

     Δέκα ολόκληρα χρόνια ερχόσουν εδώ πάνω στη σπηλιά μου: θα είχες βαρεθεί το φως σου και αυτόν τον δρόμο, εάν δεν ήμουν εγώ, ο αετός μου και το φίδι μου.

  Αλλά εμείς σε προσμέναμε κάθε πρωί, σε ξαλαφρώναμε απ’ το περίσσευμά σου και σε ευλογούσαμε γι’ αυτό”»[3].

      Η μεταφορά του ήλιου, σε αντίθεση με το σκοτάδι (εδώ, το σκοτάδι της σπηλιάς, του κάτω κόσμου, αυτού που περιμένει τον φωτισμό), είναι κοινή στον Νίτσε, από τις πρώτες του δημοσιεύσεις και μετά. Η εν λόγω μεταφορά, από μια γενική άποψη, είναι γνωσιολογικής φύσης, σχετικά με την απόκτηση γνώσης. Η έμφαση ωστόσο εδώ δίνεται στην ηθική του να δίνεις και να παίρνεις, και στην οντολογία αυτού που πρέπει να δώσεις ή να πάρεις. Ο ήλιος είναι το πολύ-πολύ πλούσιο αστέρι και γι’ αυτό έχει ακριβώς ιδιαίτερη σπουδαιότητα: διαχέει τον υπεράφθονο φωτισμό του, την υπέρλαμπρη σοφία του σε όλο τον κόσμο. Ως τέτοιο αστέρι ωστόσο δεν είναι ευτυχισμένο μένοντας μόνο με τον εαυτό του και στον εαυτό του. Απεναντίας νιώθει ευτυχισμένο, όταν βρίσκεται σε σχέση, η οποία συνίσταται στο να δίνει: εδώ δίνει στον Ζαρατούστρα καθώς επίσης στον αετό και το φίδι του, που με τη σειρά τους το ευλογούν. Ο Ζαρατούστρα λέει ότι, όπως ο ήλιος ξεχειλίζει υπερβολικά από φωτισμό και χρειάζεται άλλους κάτω στη γη για να φωτίζονται, για να λαμβάνουν αυτό που τους δίνει ο ήλιος, έτσι και ο άνθρωπος χρειάζεται να παίρνει, να βιώνει την κατάσταση: του να πηγαίνει κάτω και πάνω, σαν ήλιος, για να γίνει στον υπερ-άνθρωπος.

     Ο Νίτσε έχει υπόψη του, κατ’ αυτή τη χρήση των μεταφορών του ήλιου, του σκότους και του φωτισμού, τις αλληγορίες του ήλιου και του σπηλαίου του Πλάτωνος. Στην αλληγορία του σπηλαίου, ας πούμε, ο Πλάτων συγκρίνει την τρέχουσα ζωή των ανθρώπων με τη ζωή σε ένα σκοτεινό σπήλαιο, όπου η είσοδος του είναι ανοιχτή στο φως και στο βάθος ζουν αλυσοδεμένοι άνθρωποι από τα πόδια και τον αυχένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να βλέπουν μόνο τις σκιές των πραγμάτων και να εκλαμβάνουν αυτή τη θέαση των σκιών ως την αληθινή πραγματικότητα, όσο αγνοούν τη ζωή έξω από το σπήλαιο. Αν τύχει και κάποιος δεσμώτης κατορθώσει να ανέβει πάνω στη γη ή κάποιος τον τραβήξει για να ανέβει, μόλις αντικρίσει τον ήλιο θα νιώσει έντονο πόνο στα μάτια και βαθμιαία θ’ αρχίζει να βλέπει την όντως αυθεντική πραγματικότητα και αποκτά επίγνωση ότι η προηγούμενη πραγματικότητα, που θεωρούσε αληθή ήταν διπλά ψευδής και παραπλανητική: δεν είναι μόνο η θέαση μιας σκιάς, αλλά και η θέαση μιας καταχρηστικής μορφής φωτισμού, όπου η φωτιά περνάει για ήλιος. Ο στόχος του φιλοσόφου είναι να αφήσει πίσω του το σπήλαιο και να ανέβει πάνω στο αληθινό φως [=στον κόσμο των Ιδεών]· κατόπιν να κατέβει ξανά στο σπήλαιο για να προσπαθήσει να «φωτίσει» όσους βρίσκονται ακόμα εκεί μέσα. Οι ομοιότητες με τον Ζαρατούστρα είναι εντυπωσιακές: για να αποκτήσει σοφία ο Ζαρατούστρα πράγματι ανέβηκε στα βουνά και μετά θα κατέβει ξανά. Ωστόσο, η σοφία του Ζαρατούστρα αποκτήθηκε όχι μέσα στον ήλιο και λόγω του ήλιου, αλλά σε μια σπηλιά. Η σοφία του Ζαρατούστρα είναι ένα ανυψωμένο σκοτάδι, παρόμοιο με τον ήλιο μόνο στην υπεραφθονία του και στην ανάγκη να προσφέρει. Ο ήλιος είναι φίλος ή συνάδελφος του Ζαρατούστρα, κάτι οικείο παρά μια υπερβατική πηγή γνώσης.

     Ο Ζαρατούστρα έχει κοντά του μόνο δυο ζώα, το φίδι και τον αετό. Όπως θα δειχθεί στην πορεία της ιστορίας του Ζαρατούστρα, αυτά είναι οι σύμβουλοί του και οι βοηθοί του. Πώς θα μπορούσε να μη συμβαίνει τούτο, όταν αυτά τα δυο ζώα λογίζονται, στο συμβολικό τους ρόλο, ως μοναδικοί αξιόπιστοι φίλοι του;  Τι συμβολίζουν; Σε [και για] μια ζωή που είναι προσδεδεμένη στη γη συμβολίζουν ό,τι το ύψιστο και το πιο βαθύ χαρακτηρίζει τούτη τη ζωή: ο αετός είναι το ζώο που ανεβαίνει στα ύψη και είναι πολύ κοντά στον ήλιο· αντιπροσωπεύει έτσι το πνευματικό φως, τον άνθρωπο που κινείται σε πνευματικούς κόσμους. Το φίδι, απεναντίας, είναι το ζώο, που  έρπει στη γη με το σώμα του και χάνεται στις σχισμές και τις ρωγμές της: αντιπροσωπεύει την ενδημία του ανθρώπου στα απειράριθμα διαμερίσματα του εμπειρικού κόσμου. Όπως ο ήλιος, αυτό το μεγάλο άστρο που εκπέμπει τις φωτεινές του ακτίνες, θα ήταν ενδεής, πάμφτωχος, χωρίς εκείνους που φωτίζει, έτσι και ο Ζαρατούστρα χρειάζεται εκείνους, στους οποίους μπορεί να απευθυνθεί και να χαρίσει, να «μοιράσει» τη σοφία του: 

     «“Κοίτα! Είμαι μπουχτισμένος από τη σοφία μου, μοιάζω με τη μέλισσα που έχει μαζέψει πάρα πολύ μέλι· έχω ανάγκη τα χέρια που απλώνονται ως εδώ.

     Μετά χαράς θα ήθελα να χαρίζω και να μοιράζω, μέχρις ότου οι σοφοί, ανάμεσα στους ανθρώπους, γίνουν ξανά και πάλι χαρούμενοι μέσα στην τρέλα τους και οι φτωχοί μέσα στον πλούτο τους”»[4].

     Θα ήθελε διακαώς να μεταδώσει απλόχερα τον πλούτο της σοφίας, που ο ίδιος πιστεύει πως έχει αποκτήσει υπό το φως της ανυψωμένης ύπαρξής του πάνω από τον ευτελισμό και τη δουλοπρέπεια του καθημερινού ανθρώπου, υπό το φως δηλαδή του υπερ-ανθρώπινου Είναι του. Ωστόσο δεν έχει ανάγκη τους άλλους, τους ανθρώπους, για λόγους κάποιας έλλειψης και αναπλήρωσής της, αλλά για λόγους πλησμονής και αφθονίας. Τότε είναι που αποφασίζει, σαν τον ήλιο που δύει, να κατέβει στους ανθρώπους:

 

«Όπως εσύ, πρέπει κι εγώ να δύσω, καταπώς λένε οι άνθρωποι, στους οποίους θέλω να κατεβώ»[5].

     Έτσι αρχίζει η πρώτη δύση του. Τούτη η δύση είναι η αρχή μιας ατέρμονης ανοδικής- καθοδικής πορείας του ανθρώπου μέχρι την τελική καταβαράθρωσή του, αυτοκαταστροφή του, ως τη θεμελιώδη προϋπόθεση για την ανα-γέννησή του, δηλαδή για τη γέννηση του υπερ-ανθρώπου. Βλέπουμε έτσι στο κέντρο της σκέψης του Νίτσε να κυριαρχεί το παράδοξο ότι πρέπει κανείς να πάει «κάτω», να βυθιστεί, να καταστραφεί, για να ανέβει «πάνω», για να ανυψωθεί σε υπεράνθρωπο. Ο Ζαρατούστρα θέλει ή χρειάζεται να καταστρέψει τον εαυτό του ως σοφό ερημίτη, γι’ αυτό «κατεβαίνει» ανάμεσα στους ανθρώπους. Συνακόλουθα, ο άνθρωπος πρέπει να αγαπιέται μόνο στο βαθμό που μπορεί να αυτοκαταστραφεί για να ανυψωθεί και όχι στο βαθμό που μπορεί να σωθεί, να λυτρωθεί. Έτσι, ο Ζαρατούστρα έχει εξελιχθεί ως εκείνο το σημείο, όπου είναι γεμάτος σοφία και χρειάζεται να την αποδώσει. Η ανάγκη να προσφέρει δεν είναι μόνο λόγω της υπεραφθονίας του, αλλά λόγω της φύσης της ίδιας της σοφίας, που καθιστά απαραίτητο το διάπλατο άνοιγμα του κόσμου του ανθρώπου προς μια γνωσιοντολογική σχέση πτώσης και ανόρθωσης: υπέρβασης του τελευταίου ανθρώπου και ανάδυσης του υπερ-ανθρώπου.  

 



[1] KSA 4, σ. 11.

[2] Ό.π., 

[3] Ό.π.

[4] Ό.π.

[5] Ό.π., σ. 12.