Φόιερμπαχ:
Ο θεός δημιουργεί τον άνθρωπο
ή
ο άνθρωπος τον θεό;
§1
Ο Φόιερμπαχ (1804-1872) είναι ο μαθητής του Χέγκελ, που έμαθε από τον δάσκαλό του, όπως παραδέχεται ο ίδιος, σε ένα μήνα όσα από τους προηγούμενους δασκάλους του δεν είχε μάθει σε δύο χρόνια. Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα αυτής της παραδοχής; Πως η διαλεκτική σκέψη του Χέγκελ του επέτρεψε όχι τόσο να συσσωρεύσει ποσότητες πληροφοριακής γνώσης όσο να βρεθεί στο κέντρο ενός στοχασμού, καθοριστικού για τις δικές του ριζοσπαστικές συλλήψεις. Το σύνολο σχεδόν των δικών του σκέψεων περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της θρησκευτικής αλλοτρίωσης του ανθρώπου.
§2
Ο Χέγκελ είχε μιλήσει για την αλλοτρίωση του πνεύματος και κατ’ επέκταση του ανθρώπου ως πνευματικού ή έλλογου όντος. Αυτή τη γενική έννοια επιχείρησε ο Φόιερμπαχ να εφαρμόσει, δηλαδή να εξειδικεύσει στην περιοχή της θρησκείας για να κατανοήσει τη βαθύτερη ουσία της. Με δεδομένο ότι οι πιο αδύναμοι άνθρωποι σε εποχές κρίσεων καταφεύγουν πιο εύκολα σε θρησκευτικές δοξασίες, σύμβολα, μυστηριακές ή μυστικιστικές υποστασιοποιήσεις, η προβληματική του Φόιερμπαχ για το ποιος δημιουργεί ποιον: ο άνθρωπος το θεό ή ο θεός τον άνθρωπο; διατηρεί ακέραια τη διαχρονική της αξία, αλλά και τη μοναδικότητα της αλήθειας της.
§3
Σύμφωνα με τον φιλόσοφο, η ιδέα του θεού απηχεί ορισμένες ιδιότητες, χαρακτηριστικά, ποιότητες, όπως γνώση, σοφία, αγάπη κ.α., που καθιστούν τον θεό στα μάτια των ανθρώπων παντογνώστη, πανάγαθο κ.λπ. Όταν ο άνθρωπος αναφέρεται σε τέτοιας υφής ιδιότητες, που αντικειμενικά αποτελούν ένα ανώτερο τοπίο ζωής και τις οποίες καθημερινά ο ίδιος δεν μπορεί να εκπληρώνει ή να βιώνει στην τέλεια μορφή τους, αμέσως τις εξιδανικεύει και τις αποδίδει σε ένα τέλειο Λογικό Ον, τον θεό. Τι συμβαίνει εδώ; Αναζητώντας ο άνθρωπος, την κάθε στιγμή, το πιο τέλειο, ολοκληρωμένο, καλοκάγαθο κ.λπ., σκέπτεται τον θεό ως τη Λογική που θεμελιώνει και διασφαλίζει όλα τούτα· ως τη Λογική, συγχρόνως, που ο ίδιος αισθάνεται ότι δεν διαθέτει. Αισθάνεται συνήθως τούτο, όταν έχει απολέσει την ουσία του και έχει πάψει να αναζητεί το αγαθό μέσα στον εαυτό του και στον ίδιο τον κόσμου που ζει.
§4
Αυτή η απώλεια υποδηλώνει την αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του και τον κόσμο: ό,τι του ανήκει φύσει και θέσει, το εγγράφει σε οποιαδήποτε άλλη δύναμη –στον κομματικό ή φανταστικό θεό κ.ο.κ.– εκτός από τον εαυτό του. Ετούτη η αποξένωση είναι κυρίως αποτέλεσμα κοινωνικο-οικονομικών αιτιών· άρα φαινόμενο οικονομικής, κοινωνικοπολιτικής και πνευματικής αλλοτρίωσης, που παραλύει τη Λογική ζωτικότητα του ανθρώπινου Είναι. Όσο τούτο το Είναι χάνει την εν λόγω ζωτικότητά του, τόσο αντισταθμίζει αυτή την απώλεια με μια πίστη σε ένα ανώτερο ον έξω από τον εαυτό του, σε ένα θεό που τον φαντάζεται να είναι σε απόλυτη αρμονία με τον εαυτό του.
§5
Ο άνθρωπος, κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπόκειται σε μια μορφή αποξένωσης, αλλοτρίωσης, που τον μεταποιεί από δυνάμει και ενεργεία ον της σκέψης σε μια πιστεύουσα συνείδηση. Μια συνείδηση δηλαδή που τοποθετεί την ανθρωπιά της στο αντικείμενο της πίστης –ας πούμε στον θεό, στην ιδεολογία, και παρόμοια– και όχι στον εαυτό της ως σκεπτόμενο υποκείμενο. Αυτή η συνείδηση είναι ανεπανόρθωτα διχασμένη και όχι σπάνια κακή: βρίσκεται σε απόλυτη ασυμφωνία με τον εαυτό της και, ακριβώς λόγω διχασμού και ασυμφωνίας, σκέπτεται την παρ-ουσία [=παρούσα ουσία] της ως το αντίθετο του θεού: ο θνητός είναι το περατό ον, ο θεός το άπειρο, ο θνητός είναι ο αμαρτωλός, ο θεός ο αναμάρτητος, ο άγιος κ.λπ. Έτσι διαιωνίζεται ένας διαχωρισμός που κατονομάζει την αλλοτρίωση της ανθρώπινης κατάστασης ως επικίνδυνη παθολογία του πνεύματος ή της συνείδησης και συντελεί ώστε αυτή η επικίνδυνη παθολογία του ανθρώπου ως Λόγου και σκέψης να κυβερνά τη ζωή του.