W I T T G E N S T E I N
Tractatus Logico – Philosophicus
§1
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
1. Τα φιλοσοφικά προβλήματα που πραγματεύεται το Tractatus Logico – Philosophicus κινούνται, υπό ένα γενικό πλαίσιο, γύρω από το τρίπτυχο: γλώσσα, λογική, κόσμος. Όπως προαναφέραμε στο μέρος Ι, ό,τι βρίσκεται πέραν των ορίων της νοηματικής κίνησης της γλώσσας δεν συνιστά τίποτα περισσότερο από ανοησία. Κύριο μέλημα, κατά συνέπεια, του φιλοσόφου είναι να προσδιορίσει τις δυνατότητες ή μη δυνατότητες του λέγειν εντός της περιοχής της γλώσσας ή, πράγμα που είναι το ίδιο, μέσω της γλώσσας.
2. Το να προσπαθούμε να πούμε κάτι σημαίνει ότι σκεφτόμαστε να πούμε κάτι που αφορά στον κόσμο. Η σκέψη συνδέεται με τον κόσμο, με την πραγματικότητα μέσω της γλώσσας. Άρα ξεκινάμε κάθε φορά να σκεφτούμε και να πούμε κάτι μέσω της γλώσσας. Ξεκινάμε, με άλλα λόγια, από τη βασική προϋπόθεση ότι ανάμεσα στη γλώσσα και τον κόσμο υπάρχει ένας δεσμός, ένα κοινό στοιχείο που συγκροτεί τη δομή αμφοτέρων. Ποιο είναι αυτό; Η λογική. Η τελευταία τούτη είναι αποκαλυπτική για τη δομή της γλώσσας· ως εκ τούτου είναι και αποκαλυπτική για τη δομή του κόσμου, της πραγματικότητας.
3. Από εδώ προκύπτει ότι η κίνηση κατανόησης αυτής της δομής στο σύνολό της εκτυλίσσεται κατά την εξής φορά: από την λογική της γλώσσας προς τη δομή του κόσμου. Εδώ παρατηρούμε και τη διαφορά της σκέψης ανάμεσα στον Χέγκελ και τον Βιτγκενστάιν ως προς τη σχέση Λογικής [=κατά Λόγο σκέψης] και πραγματικότητας. Για τον Χέγκελ υπάρχει η διαλεκτική Λογικού και πραγματικού: το λογικό είναι πραγματικό σε ευθεία αναλογία με το ότι και το πραγματικό είναι λογικό. Για τον Βιτγκενστάιν η κατεύθυνση είναι μονοσήμαντη. Από τη λογική δομή της γλώσσας πορευόμαστε προς τη δομή του κόσμου. Κατά την πορεία τούτη, η λογική–εικονική μορφή εκφράζει τον δεσμό γλώσσας και κόσμου ή πραγματικότητας.
4. Χάρη σε αυτή τη μορφή, ο λόγος αποκτά νόημα καθορισμένο και σαφές, περιγράφει, με το νόημα που περιέχουν οι προτάσεις, ό,τι απηχεί άμεσα η εμπειρική πραγματικότητα. Ό,τι δεν δύναται να λεχθεί με αυτή τη σαφήνεια, ανήκει στη σφαίρα του ασαφούς, του ακαθόριστου νοήματος και επομένως κατηγοριοποιείται ως το ανείπωτο, το ανέκφραστο, ως η απαρχή του ανόητου. Ως δείχνεται, όλη η γλωσσική θεωρία του φιλοσόφου στο συγκεκριμένο έργο δεν εξαντλείται σε μια αφηρημένη εκφορά αξιωμάτων ή γενικών ρήσεων, αλλά αρχίζει και τελειώνει με τη θεώρηση, με την εξήγηση της φύσης της πρότασης.
§2
Μετάφραση και ερμηνεία
[Μέρος ΙΙ]
Ουσία
2 Αυτό που συνιστά την περίπτωση, αυτό που συμβαίνει, το γεγονός, είναι η ύπαρξη καταστάσεων πραγμάτων.
· Σχόλιο: Ποιος καταφάσκει ή αποφάσκει ένα γεγονός; Η πρόταση. Για να μπορεί όμως να λειτουργεί έτσι, πρέπει να συνυφαίνεται, κατά τη δομή της, με τη λογική δομή του γεγονότος. Υπό την προϋπόθεση τούτη, η πρόταση περιγράφει καταστάσεις πραγμάτων που υπάρχουν. Στη συνάφεια τούτη, ο κόσμος δεν είναι παρά το σύνολο των υπαρχόντων καταστάσεων πραγμάτων.
2.01 Η κατάσταση πραγμάτων είναι μια συνένωση ή σύνδεση αντικειμένων (πραγμάτων).
· Σχόλιο: Αυτό που αποτελεί εδώ το γεγονός (die Tatsache) είναι η ύπαρξη της κατάστασης πραγμάτων. Κατάσταση πραγμάτων (Sachverhalt) είναι ουσιαστικά μια ατομική κατάσταση, η οποία συνενώνει τα πράγματα ή τα αντικείμενα κατά έναν ορισμένο τρόπο, κατά μια ορισμένη διάταξη, ώστε αυτά να διέπονται από μια καθορισμένη σχέση μεταξύ τους. Π.χ. ένα δωμάτιο δεν είναι τα πράγματα ή τα αντικείμενα (καρέκλα, τραπέζι, κρεβάτι κ.α), έτσι απλά τοποθετημένα στο χώρο, αλλά το γεγονός, εκείνη η ατομική κατάσταση που δια της γλώσσας μας λέγει ότι όλα τούτα τα αντικείμενα τελούν υπό ένα καθορισμένο τρόπο, υπό μια αμοιβαία σχέση. Η ύπαρξη επομένως μιας κατάστασης πραγμάτων δεν είναι η ύπαρξη πραγμάτων, αλλά σχέσεων, δεσμών, συνενώσεων, συνδέσεων. Τα πράγματα απλώς είναι τα συνενωμένα μέρη της ύπαρξης της κατάστασης πραγμάτων ή της ατομικής κατάστασης. Αυτά δηλαδή είναι εκείνα που χορηγούν την ύπαρξη.