Σόλων
ο Αθηναίος
§1
Γιατί
χρειάζεται να μιλάμε για τον Σόλωνα; Επειδή ανήκει σ’ εκείνα τα πολυτάλαντα
πρόσωπα της ιστορίας, που συνδυάζουν, έργω και λόγω, μοναδικά χαρίσματα ποιητικής, πολιτικής και άδολα πατριωτικής στάσης ζωής. Για την
κοινή συνείδηση, ο Σόλων είναι περισσότερο πολιτικός παρά ποιητής. Ο ίδιος όμως
δεν ξεχώριζε την ποίηση από την πολιτική και αντίστροφα: η ποιητική του πράξη εμπνέει
την πολιτική του δράση και η τελευταία δικαιώνει την πρώτη, καθώς
ο ποιητής συνδέει τη δημόσια δραστηριότητά του με την ευτυχία σύμπασας της κοινωνίας και όχι με την ευημερία της
μιας μερίδας σε βάρος της άλλης. Το ενδιαφέρον του για το γενικό καλό συνιστά κλασικό αντίβαρο στην πολιτική σήψη του σημερινού κοινωνικο-πολιτικού
μας γίγνεσθαι. Εάν ο Σόλων χαρακτηριζόταν από ορισμένους Αθηναίους του καιρού
του ως «άφρων», επειδή δεν χρησιμοποίησε την εξουσία για ίδιον όφελος, οι χαμαιλέοντες
του πολιτικού σήμερα αγάλλονται να «εξουσιάζουν,
για να συσσωρεύουν πλούτη»
(Σόλων), απαιτώντας μάλιστα την ανοχή ή
την παθητική τουλάχιστο συγκατάθεση ενός άγνωμου πλήθους Η παρουσία του Σόλωνα στην πολιτική σκηνή της πόλης του ήταν
πρωτίστως πνευματική με όλες τις
χάρες συγχρόνως ενός σκεπτόμενου και ελευθερόφρονος πολιτικού. Η μέγιστη Χάρη του ήταν να αντιταχθεί, όπως μας πληροφορεί ο Αριστοτέλης, και στα δυο
υπάρχοντα τότε κόμματα, προκειμένου να δώσει στην πατρίδα του καλούς νόμους και
να την σώσει από την αποσύνθεση, που την οδηγούσαν οι αθέμιτοι κομματικοί
ανταγωνισμοί. Και τότε και τώρα η υποτέλεια στον ένα ή τον άλλο κομματικό
σωλήνα παράγει την πιο ανελεύθερη κι ευτελιστική σχέση του ανθρώπινου όντος:
εκείνη του ποιμένα και του ποιμνίουˑ
κοινώς: του βοσκού και των προβάτων (Νίτσε).
§2
Τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που επιτρέπουν την εύρυθμη οργάνωση
και λειτουργία της ελληνικής πόλεως, ιδίως την εποχή του Σόλωνος (6ος
π.Χ. αι.): εκείνα της ποίησης, της πολιτικής και της σοφίας. Ο συνδυασμός αυτών των τριών στοιχείων συνθέτει την οντότητα των σημαινόντων ανδρών,
αναπόδραστα αναγκαίων για το παρόν και το μέλλον της ευνομίας της πόλεως. Γιατί
οι σημαίνοντες άνδρες ενσαρκώνουν
την εσωτερική αναγκαιότητα μιας τέτοιας ευνομίας; Επειδή εμφορούνται από εκείνη
την οντολογική γνώση, που οδηγεί πέρα
από οποιαδήποτε επί μέρους, ειδική ή και τυπική κατάρτιση των νομοθετούντων:
προς ένα καθολικό νομοθετείν, ανέγγιχτο
από ιδιωτικά συμφέροντα και αναγόμενο στην περιωπή
του ιερού, του θείου. Η πολιτική
σχέση Σόλωνος και Αθήνας οικοδομήθηκε ακριβώς πάνω σ’ αυτή την οντολογική βάση. Εφόσον το αθηναϊκό
κράτος ήθελε να είναι πνευματικά ελεύθερο, χρειαζόταν τον Σόλωνα, γιατί
συνδύαζε στον υπέρτατο βαθμό τα ως άνω τρία στοιχεία. Με την ποίησή του, αυτός
ο μεγάλος άνδρας προσφέρει στο λυκαυγές
της αθηναϊκής πολιτείας ένα νέο,
πατριωτικό κατά την τάξη της μεσότητας και γι’ αυτό αυθεντικά δημοκρατικό σώμα ιδεών. Με τούτο το σώμα απελευθερώνει
τις απαραίτητες για την ιστορική στιγμή συγ-κινήσεις της αθηναϊκής κοινωνίας
και επιχειρεί να εμφυτεύσει στη συνείδησή της την ακατάλυτη δύναμη της Δίκης, της Δικαιοσύνης. Ο λόγος για δικαιοσύνη ρέει άφθονος από τότε μέχρι
σήμερα στα ρείθρα της ελληνικής
πολιτείας. Η πρακτική της όμως εφαρμογή είναι πάντα το ζητούμενο. Ειδικά
στην εποχή μας ηχεί, με φωτεινές βέβαια εξαιρέσεις, ως μια παραπλανητική μελωδία της
πολιτικής συναυλίας των επίδοξων εκάστοτε κυβερνητικών διαχειριστών για την
κατίσχυση των πιο υστερόβουλων εξουσιαστικών τους βλέψεων. Υπ’ αυτό το πνεύμα,
το περιεχόμενο του ελεγειακού έργου
του Σόλωνος εξακολουθεί να είναι επί-καιρο, καθώς το ποιητικό-αττικό του πνεύμα
στιγματίζει όλους τους καταστροφείς της πατρικής εστίας –με
σημερινούς όρους, τους εθνομηδενιστές– που στα λόγια αυτοκολακεύονται ως μεγαλοσχήμονες «δημοκράτες», αλλά στην πράξη αποδεικνύονται
ως τα πιο ύπουλα τρωκτικά. Να γιατί ολόκληρο το μεταρρυθμιστικό έργο του Σόλωνος
δεν οφείλει τη διαχρονική μεγαλοσύνη του μόνο και κύρια στις νομοθετικές πράξεις,
αλλά θεμελιωδώς στον ηθικό φρονηματισμό αρχόντων και αρχομένων, που αυτές οι πράξεις εκπέμπουν.