Φρίντριχ Νίτσε
1844-1900
Οι
λόγιοι και η χώρα της παιδείας
§1
[Οι
αναλύσεις που ακολουθούν είναι από το έργο του Νίτσε: έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (δεύτερο μέρος-ομιλίες 13+14)]
Ι. Γιατί χρειάζεται να μας απασχολούν στις
εποχές μας οι λόγιοι; Γιατί, όπως μας λέει ο Νίτσε στον Ζαρατούστρα, με έξοχο ποιητικό-μεταφορικό τρόπο, ξεκινούν ως αναζητητές της γνώσης, με πολλά λάφυρα από το κυνήγι της γνώσης και με
μπόλικα σκισμένα ρούχα πάνω τους: αφοσιώνονται στο έργο της γνώσης και δαμάζουν τέρατα και τέρατα.
ΙΙ. Έχουν επίσης πάνω τους πολλά, πάρα
πολλά αγκάθια, μα κανένα τριαντάφυλλο. Ζουν εντελώς απομονωμένοι και ακίνητοι
στον εαυτό τους, σκυθρωποί και αγέλαστοι, δεν πατάνε στη γη και δεν
έχουν γνωρίσει ως τώρα τι σημαίνει ομορφιά και γέλιο. Τους λείπει το κάλλος, η ανάβαση της
ψυχής, κατά Πλάτωνα, προς το κάλλος του
ευ ζην.
ΙΙΙ. Και στο βαθμό που τους λείπει
αυτό το άνοιγμα στον κόσμο και στη χαρά της ζωής, παραμένουν άβουλοι και αγνοούν το μέτρο. Μέτρο και
ωραίο ή ομορφιά είναι οι βασικοί παράγοντες για να μπορέσει κάθε τέτοιος τύπος
ανθρώπου να ξεπεράσει τον στενό ορίζοντα
του ατομικού κορεσμού και να αντιπαλέψει το κλείσιμο έναντι του κόσμου.
§2
Ι. Ο Ζαρατούστρα αισθάνεται τρόμο και γυρίζει
πίσω στη χώρα της παιδείας. Γυρίζει με αληθινή επιθυμία να αντικρίσει κάποια
αλήθεια που υποτίθεται πως αναδίδουν οι λόγιοι και οι σοφοί. Μα τι να δει! Παντού
διακρίνει ακρισία, τυπικά συσσωρευμένη γνώση και τους λόγιους να είναι «πασαλειμμένοι
με πενήντα πινελιές στο πρόσωπο και στα
σώματά τους»· δηλαδή δεν έχουν αφομοιώσει
τίποτα το ζωντανό και δημιουργικό
από την εν λόγω γνώση παρά τη χρησιμοποιούν ως εξωτερικό στολίδι, ως ένα είδος
μάσκας.
ΙΙ. Συμβαίνει περίπου αυτό που παρατηρούμε
σήμερα σε εκείνους τους «διανοούμενους», που εντάσσονται σε δόλιους μηχανισμούς του πολιτικού ή του ακαδημαϊκού
στερεώματος κ.α. και λειτουργούν ως όργανα
του ενός ή του άλλου καθεστώτος, γιατί δεν
έχουν μεταμορφωθεί διόλου πνευματικά
από τα ανώτερα αγαθά της αληθινής γνώσης και περιφέρονται ως άβουλοι υπηρέτες στους
διαδρόμους των «δημοκρατικών» τους αφεντικών.
ΙΙΙ. Βλέποντας αυτά ο
Ζαρατούστρα αρνείται το ρόλο και τη
δόξα του λόγιου. Όλους αυτούς τους θεωρεί πρόβατα·
και για τα πρόβατα, δηλαδή με τους όρους των προβάτων, δεν θέλει και ο ίδιος να είναι πια λόγιος. Παραμένει όμως λόγιος μόνο
για τους δημιουργούς. Οι λόγιοι έχουν περιορισμένη σκέψη και είναι μόνο
επιτήδειοι: να κυνηγούν αξιώματα και τιμές.
ΙV.
Είναι
θεατές στο θέαμα του κόσμου και
διόλου πρωταγωνιστές. Ασχολούνται με κοινοτοπίες και στερεότυπα. Καμιά
πρωτοτυπία: «χαζεύουν με ανοικτό στόμα τις σκέψεις που σκέφτηκαν οι άλλοι … «όταν
παριστάνουν τους σοφούς … η σοφία τους αναδίδει μια μυρουδιά λες και βγαίνει
από βούρκο». Αντιμετωπίζουν με δόλιο τρόπο τους άλλους. Λειτουργούν σαν
κουρδισμένα ρολόγια και προσπαθούν να φιμώσουν
τους άλλους.
V. Απτό
παράδειγμα για τα παραπάνω οι διορισμοί
αμόρφωτων αλλά καλών προβάτων στα «μορφωτικά» ιδρύματα της σημερινής
Ελλάδας, με τις λελογισμένες πάντοτε εξαιρέσεις πραγματικά ικανών φίλων της σοφίας.
Κατά το πνεύμα τούτο αποφαίνεται ο Νίτσε ότι τέτοιοι λόγιοι είναι όργανα της ισοπεδωτικής λογικής και
πρακτικής της νεωτερικής πολιτικής δημοκρατίας.
VΙ.
Η
χώρα της «παιδείας», όπου κατοικούν αυτοί οι λόγιοι, είναι μια χώρα γεμάτη στειρότητα και φρίκη. Τη συγκρίνει με τον κάτω κόσμο, κατά το πρότυπο του Ομήρου,
και τη θεωρεί χείριστη: «καλύτερα
μεροκαματιάρης στον κάτω κόσμο και στις σκιές του Άλλοτε. Πιο σαρκωμένοι και
πιο γιομάτοι από σας είναι ακόμα κι οι κάτοικοι του άλλου κόσμου».
VΙΙ. Οι στείροι τούτοι
λόγιοι φορούν τη μάσκα της σοφίας,
ώστε να κρύβουν τη στειρότητά τους απ’ αυτούς που θέλουν να κρίνουν. Αν τους
αφαιρέσεις αυτή τη μάσκα, τα ψευτοστολίδια τους, θα βρεις μπροστά σου έναν άψυχο σκελετό: «όλοι τους είναι για
γέλια». Τέτοιοι
«σοφοί» είναι ψεύτες και υποκριτές: «αχ
ευαίσθητοι υποκριτές, ακόλαστοι. Από την επιθυμία σας λείπει η αθωότητα».
Προβάλλουν την πιο άκρατη και άκριτη υποκειμενικότητά
τους για την πιο αληθινή αντικειμενικότητα (βλ. σχετικά και Δημ. Τζωρτζόπουλος:
Martin Heidegger, Ερμηνεία και γλώσσα: η ερμηνευτική του πολιτικού). Κοιτάζουν μόνο τον εαυτό τους και για
να αποφύγουν τη ντροπή της γύμνιας τους καταφεύγουν στα «μυστικά μονοπάτια του ψεύδους». Πάνω σε τέτοια μονοπάτια του
ψεύδους πατά και το Ελλαδικό πολιτικό μόρφωμα της νεοφασιστικής αριστεράς με εκείνους
τους άξεστους λόγιους, που το υπηρετούν μισθοφορικά.