Πλωτίνος
204-270 μ. Χ.
Το ερωτικό στοιχείο στη
φιλοσοφία του Πλωτίνου.
[του Β. Μακρυπούλια από: filosofikoskipos.blogspot.gr]
Ο Πλωτίνος στην Εννεάδα του περί του καλού (1,6,8-9) κατά διασκεπτικό τρόπο μας
δίδει όλο το συναισθηματικό υπόβαθρο του Έρωτος, τον οποίο τοποθετεί σε γερά
συμπαντικά θεμέλια. O φιλόσοφος επαναφέρει τη συζήτηση «περί έρωτος» μέσα από
πλατωνικές ατραπούς στην οντολογική της βάση. Ο Πλωτινικός έρωτας πηγάζει μέσα
από την μεγάλη Πρωταρχή (VI,9,4,28). Σε
αυτή τη μεγάλη Πρωταρχή ανήκει η οντολογική και αξιολογική προτεραιότητα, η
εσωτερική αυτο-ενδοσκόπηση του Υποκειμένου, η ενότητα με το Eν
το οποίο ευρίσκεται πέρα και πάνω από όλα.
Ο
Πλωτινικός Έρως είναι ένα καθαρά οντολογικό μέγεθος το οποίο αποσκοπεί στην
επιστροφή του ανθρώπου στους συνειδησιακούς κόλπους του Ενός, της μεγάλης
Αρχής, στη μέθεξη της πρώτης ουσίας του Πλωτινικού συστήματος. Η αρχή και μόνο
της Εννεάδος «περί του καλού» μας αποσαφηνίζει για την έννοια του ερωτικού
στοιχείου στον Πλωτίνο: (1,6,8) «Ας φύγουμε για την αγαπημένη μας πατρίδα, να η
πιο σωστή συμβουλή». Ο έρωτας αποκτά οντολογικές διαστάσεις και δεν είναι βέβαια κοντόφθαλμος
και σωματικά περιορισμένος. Καθίσταται υπόσταση του πνεύματος διότι ακριβώς
εργάζεται για τη Δευτέρα μεταβλητή του Πλωτινικού συστήματος, το Νού. Είναι
τρόπος νοητικός προκειμένου ο άνθρωπος να αποκτήσει ακόμη μία δύναμη και
ενέργεια επικουρική στην οδό του προς την επιστροφή στο Έν.
Ο
Πλωτίνος ο ίδιος αναφέρει (VI,7 35,25)ότι η ψυχή διά της ερωτικής επιθυμίας
επιστροφής στο Έν γίνεται «νούς ερών, μεθυσθείς του νέκταρος». Υπάρχει ξεκάθαρη
αναφορά στην υπέρβαση διά του νοός της
ψυχής, από το επίπεδο του νοός «καίπερ καλού
όντος» προς το Πρωταρχικό Έν, «αιρομένη η ψυχή υπό του δόντος τον
έρωτα». Εξάλλου έχουμε την μαρτυρία του μαθητή του Πορφυρίου η οποία
αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Συγκεκριμένα στην αρχή της βιογραφίας του
δασκάλου του ο Πορφύριος αναφέρει ότι ο δάσκαλός του διακατεχόταν από ντροπή
για το σώμα του και για κάθε τι το οποίο πρόδιδε την καταγωγή του.
Η
φιλοσοφική δικαιολόγηση είναι εύλογος. Ο Πλωτίνος μέσα από την έντονο ερωτική
διάθεσή του προς το Έν, απεχθάνεται κάθε
τι το μεταβλητό, το φθαρτό, το πρόσκαιρο. Η ύλη ως απουσία του ανωτέρου πνεύματος του Ενός υποπίπτει στο θάνατο και
δεν κατέχει οντολογική αξία. Άρα ο Πλωτινικός Έρωτας ουσιαστικά αποκτά όχι μόνο
οντολογική μορφή ως δύναμη επιστροφής στην Απαρχή. Καθίσταται δύναμη αιώνιος, η
οποία νικά το χρόνο, ίπταται του χρόνου και πέρα από τα φθαρτά οδηγεί τον
άνθρωπο στην άνω αιωνιότητα του Ενός. Η αλληγορία την οποία ο σοφός
χρησιμοποιεί στην εννεάδα του «Περί του καλού» δεν μας αφήνει αμφιβολίες για
όλα αυτά. Εκεί μας λέει ότι όπως έπραξε ο Οδυσσέας ο οποίος τελικά
απελευθερώθηκε από τα κάλλη και τα θέλγητρα της Κίρκης και της Καλυψούς
συνεχίζοντας το ταξίδι του προς τη Μεγάλη Πατρίδα, παρόμοια θα πρέπει να
πράττει και ο κάθε ένας από εμάς. Η Πατρίδα μας από την οποία ήλθαμε στη γή, ο
Πατέρας μας είναι στην Πρωταρχή του
Ενός. Εκεί και προς τα Εκεί θα πρέπει
όλοι να οδεύσουμε. Αυτή είναι η Ιθάκη για όλους τους νοήμονες ανθρώπους και
κανένας Λαιστρυγών και κανένας λωτός δεν
θα πρέπει να μας εμποδίσει από αυτό το υπέροχο ερωτικό ταξίδι επιστροφής. Άρα
ο Πλωτινικός Έρωτας διαγράφει και τον
σκοπό του ανθρώπου, γίνεται ένας μεγάλος σκοποθέτης, καθοδηγητής του ανθρώπου
προς το Έν.
Ο
Έρωτας στον Πλωτίνο προκαλεί τον άνθρωπο σε έναν άλλο τρόπο όρασης και θέασης
των πραγμάτων, των προσώπων, του κόσμου. Ουσιαστικά ο φιλόσοφος στην εννεάδα
του «Περί του καλού» αφ΄ ενός συσχετίζει τον Έρωτα ως επιστροφή στο Εν με το
καλό, αφ΄ ετέρου μας προσφέρει και τον ερωτικό τρόπο επίτευξης της μεγάλης μέθεξης του Ενός. Συγκεκριμένα μας αναφέρει
ότι η ερωτική επιστροφή προς το Εν δεν χρειάζεται κανένα αμάξι με άλογα ή
κάποιο θαλάσσιο μέσο αλλά κατ΄ αρχήν ο άνθρωπος θα πρέπει να εγκαταλείψει όλα
όσα τον κρατούν εδώ δέσμιο. Κλείνοντας τα σαρκικά μάτια μας βλέπουμε με τα
εσωτερικά μάτια του πνεύματος τα οποία ανοίγουν την άλλη όραση η οποία συνδέει τον άνθρωπο με το Νου και την πορεία
προς το Έν. Αναφέρεται (1,6,9) : « τι
βλέπει λοιπόν η εσωτερική εκείνη όραση; Μόλις ξυπνήσει καθόλου δεν μπορεί να
ίδει τα λαμπρά εκείνα όντα. Πρέπει λοιπόν η ψυχή πρώτα να αντικρύσει να συνηθίσει
και να διακρίνει τους ωραίους τρόπους ζωής. Κατόπιν τα ωραία έργα όχι εκείνα
που κατασκευάζουν οι τέχνες αλλά αυτά τα οποία κάνουν οι λεγόμενοι αγαθοί
άνδρες. Κοίταξε μετά την ψυχή αυτών που κάνουν τα ωραία έργα».
Συζητούμε
για την Πλωτινική παιδαγωγική δύναμη του έρωτος, προκειμένου ο Έρως του Ενός να
γίνει δάσκαλος και παιδαγωγός στον
άνθρωπο που επιθυμεί της μεγάλης επιστροφής. Το ανθρώπινο Υποκείμενο χωρίζει τη
ζωή του από τα γήινα υλικά σχήματα και προσπαθεί να προσανατολισθεί προς την
ανωτέρα Ψυχή και το Νου. Σημαντικοί άνθρωποι, που μέσα από τη ζωή τους
κατάφεραν να δουν τον άλλο κόσμο με τα μάτια του πνεύματος, μπορούν να
αποτελέσουν πρότυπο και οδηγό στην προσπάθεια του ανθρώπου να επιστρέψει στην
Πατρίδα από όπου ήλθε. Δεν συζητούμε για μίμηση αλλά για βύθιση στις
πρωταρχικές δυνάμεις του ήδη υπάρχοντος Ενός διά του ανθρωπίνου Νοός. Η πορεία
είναι εξόχως εσωτερική, ο Έρωτας ως βούληση και δύναμη ωθεί το Υποκείμενο προς
τα ανώτερα συναισθήματα και τις σκέψεις οι οποίες μέσα από το εσωτερικό εκχειλίζον
ποτάμι της ανθρώπινης ύπαρξης οδηγεί στο
Εν.
Ωστόσο
δεν συζητούμε για μία ακριβώς επιτηδειότητα προς θέωση, η οποία εμφανίζεται για
πρώτη φορά στα Αρειοπαγητικά και εν
συνεχεία σε έργα του Μαξίμου του Ομολογητού. Αναμφίβολα το ερωτικό στοιχείο της
μέθεξης του Ενός στη φιλοσοφία του Πλωτίνου εμπεριέχει και το στοιχείο της
εσκεμμένης επιτήδευσης, της κατευθυνόμενης και σκοποθετημένης πορείας προς το
Πάντοτε υπάρχον. Ούτως ή άλλως υπάρχει η πλατωνική παράδοση του Θεαίτητου, όπου η ομοίωσις με το Θεό αποτελεί
φυγή της ψυχής, προκειμένου στον κόσμο του Νοός αυτή να σωθεί από την μίξη του σώματος, η οποία της
επιφέρει την επαφή με το κακό. Συζητούμε
βέβαια για μία μορφή θέωσης η οποία επιβάλλεται από τον Πλάτωνα. Ο Πλωτίνος
όμως προχωρεί το όλο θέμα πέρα από την επιτηδειότητα. Λόγω των απορροών και των
εκχειλίσεων του Ενός ο άνθρωπος έχει βαθυτάτη οντολογική αποστολή όπως
επιστρέψει ανεπιτήδευτα και αυθορμήτως εσωτερικά στο Πρωταρχικό Εν.
Ο
Πλωτίνος, σε αυτό το σημείο, οντολογικοποιεί την ερωτική πορεία της ψυχής προς το Εν,
οντολογικοποιεί την Πλατωνική ερωτική πορεία της ψυχής προς τη θέωση.
Αναμφίβολα το σώμα για τον Πλωτίνο είναι κάτι το κακό, επειδή ακριβώς
παρατηρείται σε αυτό απουσία πνεύματος. Στην Εννεάδα του Περί του καλού
(1,6,9) ο Νεοπλατωνικός φιλόσοφος ομιλεί
για την εσωτερική όραση της ψυχής. Η ψυχή ορά το ανώτερο και επιθυμεί την
πορεία προς αυτό· θεωρεί ότι οντικά δύναται να πορευθεί προς τον τόπο του Νοός, εκεί όπου η πνευματική
απόλαυση υπερκεράζει κάθε υλική ευδαιμονία. Το δεύτερο κριτήριο της μη
επιτηδειότητας του ερωτικού στοιχείου της Πλωτινικής ψυχής τίθεται ως
ακολούθως:
Η
ψυχή διακρίνει τους ωραίους τόπους εις τους οποίους μπορεί να πορευθεί και
εκουσίως τους ακολουθεί. Ο Πλωτίνος είναι καταπληκτικός στην περιγραφή του
τρόπου. Η ομορφιά της καλής ψυχής διακρίνεται όταν ο άνθρωπος αποσυρθεί στον
εαυτό του, τον οποίο και παρατηρεί. Όπως ο δημιουργός του ωραίου αγάλματος,
παρόμοια και ο άνθρωπος σμιλεύει με την σκέψη και την ενόραση του Ενός τον
εαυτό του, ώστε το ερωτικό αυτό ταξίδι της ψυχής να καταλήξει στη Μεγάλη
Πρωταρχή. Βέβαια παρατηρούμε και μία
άλλη παράμετρο της ερωτικής διάστασης της Πλωτινικής φιλοσοφίας. Ο άνθρωπος ερά
την ίδια του την ψυχή, θεωρώντας την
διαφορετικά και οντολογικώς εξελικτικά. Ο έρωτας είναι συνεκτικός, επιθυμεί την
αρχέγονη ένωση, δεν ενέχει τίποτε το εγωιστικό
και το επιτηδευμένο, είναι το μέσο της ένωσης της ψυχής με την ωραία εικόνα του
Ενός από την οποία αποκολλήθηκε.
Ποια
όμως είναι η θέση της ελπίδας σε αυτό το
ερωτικό ταξίδι της ψυχής; Ο όρος Ελπίς ανιχνεύεται δύο φορές στις Εννεάδες, ενώ
το ρήμα ελπίζειν μόλις μία. Αυτό και μόνο το γεγονός δηλώνει ότι ο Πλωτίνος
προσπάθησε να στηρίξει το σύστημά του σε απολύτως έλλογα οντολογικές βάσεις· το ερωτικό στοιχείο είναι η ήδη
προϋπάρχουσα πορεία επιστροφής προς το Εν διά του Νοός, ο οποίος αποκαθαίρει
την Ψυχή από τις επιρροές της Ύλης και την προωθεί προς την μεγάλη Πρωταρχή. Ο
άνθρωπος δεν ελπίζει, διότι η ελπίδα αντικατοπτρίζει φόβο και απιστία, έλλειψη
της απολύτου δυνάμεως επιστροφής στο Έν. Ως εκ τούτου ο έρωτας της Ψυχής προς
την μεγάλη επιστροφή προς το Έν είναι αδήριτος, αναπόφευκτος και απόλυτος,
μακριά από κάθε ελπίδα ή πίστωση της πραγματικότητας. Είναι ξεκάθαρη
υπέρβαση αυτής της πραγματικότητας,
πορεία προς το Ήδη υπάρχον.
Ο
Πλωτίνος συνδέει στενά την έννοια της ύλης με εκείνη του χώρου, η ύλη είναι
αντανάκλαση της υπερβατικής φύσης του νοητού. Η ελπίδα επεισέρχεται σε αυτό το
σημείο, ώστε να συνδέσει την ψυχή με την πηγή της αντανάκλασης που είναι ο
Ενικός και Υπερβατικός Νους. Η ελπίδα στον Πλωτίνο είναι το συνεκτικό μέγεθος
ανάμεσα στην εικόνα και στο πραγματικό μέγεθος
του Ενός το οποίο επιφαίνεται
στην εικόνα (το μέγεθος του Ενός δεν
είναι απλά δεκτικό αλλά καθεαυτό) προκειμένου η ερωτική πορεία να αποκτήσει
έλλογες βάσεις και η ψυχή να ενδυναμώσει στην πορεία της από την εικόνα της
ύλης προς το αρχέτυπο του Ενός. Η ελπίδα βοηθάει την ψυχή στην μεγάλη επιστροφή,
διότι καλύπτει το νοητικό κενό ανάμεσα στην μεριστή ύλη και στο άπειρο Έν.
Στην
4η μάλιστα Εννεάδα («περί της εις τα σώματα καθόδου της ψυχής») η ελπίδα πλέον
αναγράφεται στο γνωστικό επίπεδο. Ο φιλόσοφος αυτο-εξομολογείται
(γινόμενος…εμαυτού είσω) ότι η ελπίδα στηρίζει την ερωτική πορεία της ψυχής
προς το ταξίδι της προς το Εν, ο άνθρωπος γνωρίζει ότι μπορεί να συναντήσει
όλους τους προγενεστέρους που ακολούθησαν την πορεία προς το Έν. Όμως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι υπάρχει
μια βασική διαφορά ανάμεσα στην Πλωτινική και την Πλατωνική ελπίζουσα ερωτική
πορεία της ψυχής προς το Εν. Ο Πλωτίνος αλληλοπεριχωρεί την ερωτική πορεία του ανθρώπου
προς το Εν εσωτερικά της ανθρώπινης ψυχής, πέρα από την Πλατωνική διαλεκτική που
στηρίζει πολλά στη γνώση του Άλλου και
στην επιστροφή σε αυτό.
Ο
Πλωτίνος (πέρα από την εξωτερική διαλεκτική ανάμεσα στον άνθρωπο και στο Άλλο
ως Αγαθό, το οποίο γνωρίζεται και καλεί τον άνθρωπο) διά της θεωρίας των εκχειλιζουσών απορροών θεωρεί την επιστροφή
της ψυχής προς το Εν όχι ως ένα εξωτερικό ταξίδι ενός μεγέθους προς το Άλλο,
αλλά ως μυστική και εσωτερική αναπόφευκτη επιστροφή του ανθρώπου προς τον
πραγματικό και όχι τον Άλλο εαυτό του. Θα μας πει στην Εννεάδα ΙΙ(2,2,(12-14)
«Η δε ψυχή περιθέουσα τον θεόν αμφαγαπάζεται και περί αυτόν ως οίον τε αυτή
έχει». Η ψυχή απλώνεται από τον κόσμο της πολλότητας στον κόσμο της ενότητος
και υπέρλογα ενώνεται με το Εν. Ο
Πλωτίνος μάλιστα προσεγγίζοντας ερμηνευτικά το Πλατωνικό Συμπόσιο στην περί θεωρίας Εννεάδα (ΙΙΙ,5 7 , 24) αναφέρεται στον
έρωτα ως «αμήχανον …διά την ένδειαν» αλλά και «ποριστικόν διά την του λόγου
φύσιν». Επίσης αναφέρει για το κάθε ον «μόνον πληρούται αληθώς ό,τιπέρ και
πεπλήρωται τη εαυτού φύσει» (21-22).
Άρα
ο Πλωτινικός έρωτας δεν είναι απλή «επίσκεψις», που προσπαθεί να καλύψει τη
γνωσιολογική ένδειά του με περισσές γνώσεις περί του Αγαθού, αλλά μια βαθύτατα
εσωτερική, βιωματική και ενοποιητική επιστροφική κίνηση της ψυχής προς τον
αρχέγονο εαυτό της, το Εν. Εξάλλου ο φιλόσοφος περίφημα το διατυπώνει αυτό «ήδη
γάρ ούτως προς το Εν, και προς το ήσυχον
ού μόνον των έξω, αλλά και προς αυτόν και πάντα
είσω» (ΙΙΙ,8 6 37-40). Εννοείται ότι για τον Πλωτίνο δεν
επεισέρχεται κανένα χριστιανικής
απόχρωσης ερώτημα περί της σωτηρίας της ψυχής. Ίσως και γι’ αυτό τελικά ο
Νεοπλατωνισμός ηττήθηκε από το χριστιανισμό και δεν επικράτησε στις
ευρείες μάζες. Ο Πλωτίνος δεν μετέχει καμιάς εσχατολογικής ή μεσσιανικής
συζήτησης, η οποία θα μπορούσε εξουσιαστικά να ελέγξει τα πλήθη. Ο έρωτας της
ψυχής προς την επιστροφή στον Ενικό εαυτό της είναι εσωτερική ανάγκη της ψυχής,
ταξίδι μυστικό, η αντίθετη απορροή και εκχείλιση προς το Εν. Η ψυχή αφ’ εαυτής
επιζητεί την άνω πορεία προς τον πρώτο και πραγματικό εαυτό της· σε τούτη την
πορεία της δεν χρειάζεται κάποιον θεό κριτή. Η ερώσα ψυχή επιθυμεί το
αντικείμενο του έρωτος, το δίχως όρια Εν-Αγαθόν.
Ο
Πλωτίνος ορθά μας παραδίδει ότι η ψυχή στο ερωτικό της ταξίδι προς το Εν δεν
έλκεται από το κάλλος του Ενός, διότι αυτό αναπόφευκτα θα το βιώσει όταν ενωθεί
μαζί του· τότε δεν θα το γνωρίσει θα το ζήσει (σε αυτό το σημείο ο οντολόγος
Πλωτίνος ξεπερνά το γνωσιολόγο Πλάτωνα).
Ήδη η ψυχή κατέχει το Ενικό κάλλος, διότι είναι μέρος του Ενός· όταν ενωθεί με
το Εν θα το βιώσει. Η Πλατωνική γνωσιολογία εξωτερικεύει τις σχέσεις και
καθιστά την ψυχή έτερον του Αγαθού, το οποίον νοείται ως Άλλον. Όμως ο
Πλωτινικός έρωτας αποκαθιστά πάνω από όλα τις οντολογικές ισορροπίες. Η ψυχή
επιθυμεί την μεγάλη επιστροφή προς αυτό το οποίο ήδη είναι, προς τον εαυτός της ως Εν.