Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018

Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος





Γκέοργκ Χέγκελ
1770-1831



Τι είναι ο δρόμος της αμφιβολίας και της απελπισίας;


     Ι. Στην Εισαγωγή της Φαινομενολογίας του πνεύματος, ο Χέγκελ παρουσιάζει την εμφάνιση της Γνώσης ως την πορεία της φυσικής συνείδησης ή ως την πορεία της ψυχής[1]. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια πορεία που συνιστά έναν δρόμο της αμφιβολίας ή ακριβέστερα έναν δρόμο της απελπισίας[2].


     ΙΙ. Τούτη η εγελιανή σύλληψη, ιστορικά και λογικά, της πορείας της συνείδησης  από την αναλήθεια, ήτοι από την κατ’ επίφαση αλήθεια της, προς την αληθινή Γνώση, τουτέστι: προς την εσωτερική ανταπόκριση της Λογικότητας της συνείδησης στη Λογικότητα της πραγματικότητας, είναι μια μοναδική σύλληψη για την απελευθέρωση της ανθρώπινης ουσίας από τον διασκορπισμό της, τον κατατεμαχισμό της μέσα στα παντός είδους ιδεολογήματα, σοφιστικές κοσμο-αντιλήψεις, μαζικές κουλτούρες, ιδεολογικοπολιτικές εξαρτήσεις κ.λπ.
     ΙΙΙ. Το μεγαλειώδες αυτής της σύλληψης κατανοείται καλύτερα, όταν τη διαβάσουμε με σύγχρονους γλωσσικούς όρους: κατ’ επίφαση αλήθεια= ιδεολογική «αλήθεια» [=αναλήθεια], δηλαδή ψευδαισθητική εικόνα που έχει η ανθρώπινη συνείδηση, ο νεωτερικός άνθρωπος, για τον εαυτό της/του και για τον κόσμο.
     ΙV. Δυνάμει αυτής της εικόνας, η ανθρώπινη ουσία βρίσκεται πάντοτε σε αναντιστοιχία προς την πραγματικότητα και κάθε απόπειρα για άνοιγμα στον κόσμο αποβαίνει κλείσιμο, εγκλεισμός μέσα σε αρνητικής υφής φαντασιακά σχήματα  ζωής, δηλαδή στις πιο αδιανόητες μορφές απατηλότητας που μπορεί να φανταστεί ή να συλλάβει ανθρώπινος νους.
     V. Το να τρέφεται ο άνθρωπος με ανεξέλεγκτα απατηλές φαινομενικότητες, σημαίνει ότι μαθαίνει, εθίζει και εν τέλει αγαπά τη βαρβαρότητα, αλλά ο ίδιος πιστεύει το ακριβώς αντίθετο: πιστεύει ψευδώς ότι είναι ο πιο λογικός, «ικανότατος» για όλα και θεμελιωδώς ο «καλύτερος» κυβερνήτης ανθρώπων και πραγμάτων. Έτσι παγιώνεται και κυριαρχεί, στην ατομική, κοινωνική, πολιτική, πνευματική ζωή κ.α., η ατίθαση ατομική ή συλλογική υποκειμενικότητα, που χαρακτηρίζεται από ανεστραμμένη λογική και διχασμό προσωπικότητας ως το σημείο της διαστροφής και της σχιζοφρένειας.

     VI. Τέτοιες διεστραμμένες συνειδήσεις, επίδοξοι υπηρέτες της μιας ή της άλλης ιδεολογίας ή εξουσίας, που κι αυτές τους υπερβαίνουν, βρίσκουν την απόλυτη «ισορροπία» της αμπελοφιλοσοφίας τους, παρερμηνεύοντας τον Χέγκελ και μάλιστα εκκινώντας από την παρερμηνεία της πιο κάτω θέσης αυτού του μεγάλου διαλεκτικού φιλοσόφου· μια θέση που στην αλήθεια της  συμπυκνώνει με λίγες λέξεις την πεμπτουσία της συνολικής του φιλοσοφίας και όχι μόνο της πολιτικής του φιλοσοφίας:

«Αυτό που είναι λογικό, είναι πραγματικό· κι αυτό που είναι πραγματικό, είναι λογικό»[3].

Με τούτο τον βαρυσήμαντο λόγο, ο Χέγκελ μας αποκαλύπτει: εάν συμπεριφερθούμε λογικά, δηλαδή με βάση τον Λόγο, τον καθολικό Λόγο του Ηράκλειτου, στην πραγματικότητα, θα μας συμπεριφερθεί και η ίδια λογικά. Κατά το ίδιο πνεύμα αναζητεί στην προαναφερθείσα πορεία της συνείδησης, δηλαδή στη Φαινομενολογία του πνεύματος, τη Λογική αντιστοιχία ανθρώπινου πνεύματος και πραγματικότητας.
   
     VΙI. Γράφει λοιπόν, μεταξύ άλλων, στη Φαινομενολογία του πνεύματος:

«Η φυσική συνείδηση θ’ αποδειχθεί ότι είναι μόνο έννοια της Γνώσης (Begriff des Wissens) ή ότι δεν είναι ρεαλιστικά υπαρκτή Γνώση. Αλλά με το να θεωρεί τον εαυτό της άμεσα ως τη ρεαλιστική Γνώση, αυτός ο δρόμος έχει μια αρνητική σημασία γι’ αυτήν, και ό,τι είναι η ρεαλιστική πραγμάτωση της έννοιας, γι’ αυτήν σημαίνει μάλλον απώλεια του ίδιου του εαυτού της· γιατί στο δρόμο τούτο υφίσταται την απώλεια της αλήθειας της. Γι’ αυτό και ο δρόμος αυτός μπορεί να θεωρηθεί ως ο δρόμος της αμφιβολίας ή ακριβέστερα ως ο δρόμος της απελπισίας· γιατί ό,τι συμβαίνει εδώ, δεν είναι αυτό που συνήθως καταλαβαίνει κανείς, όταν κάνει χρήση της λέξης αμφιβολία, δηλαδή μια ταλάντευση γύρω από τη μια ή την άλλη υποτιθέμενη αλήθεια, της οποίας [ταλάντευσης] έπεται μια ανάλογη εξάλειψη της αμφιβολίας και μια επιστροφή σ’ εκείνη την αλήθεια ξανά, έτσι που στο τέλος της διαδικασίας το Πράγμα να λαμβάνεται όπως ήταν στην αρχή»[4].

     VIIΙ. Ένα σχόλιο:
1. Φυσική συνείδηση: χρησιμοποιείται ως αντίθετη προς τη φιλοσοφική συνείδηση· όχι εξωτερικά αντίθετη με το νόημα δυο εχθρικών συνειδήσεων, αλλά εσωτερικά: η συνείδηση είναι μια και ενιαία και ιστορικο-λογικά τελεί σε μια πνευματική εξέλιξη. Τούτη η τελευταία είναι η πορεία της συνείδησης, ήγουν του πνεύματος, που παρουσιάζει μεταστοχαστικά η Φαινομενολογία του πνεύματος. Η φυσική συνείδηση λοιπόν είναι η κατώτατη βαθμίδα, σε επίπεδο πνευματικότητας, της συνείδησης και εξαρτάται από την εκάστοτε ατομικότητα, εάν θα φτάσει να ανυψωθεί σε φιλοσοφική συνείδηση.

2. μόνο έννοια της Γνώσης: μόνο δυνητικά υπάρχει συμφωνία, εσωτερική ανταπόκριση συνείδησης και αντι-κειμένου (Gegenstand), δηλαδή πραγματικότητας. Ρεαλιστικά υπαρκτή θα ήταν μια Γνώση, εάν είχε επίγνωση πως το αντι-κείμενο, η πραγματικότητα δεν είναι ξένα πράγματα για το πνεύμα, αλλά κατά βάθος είναι το ίδιο το πνεύμα.

3. αρνητική σημασία: ο δρόμος της συνείδησης έχει τέτοια αρνητική σημασία για όποιον ταυτίζει τη δική του Γνώση με την πραγματική Γνώση. Έτσι αρνείται να υπερβεί την εν λόγω άποψή του και αντικειμενικά αρνείται την ρεαλιστική πραγμάτωση της Γνώσης, δηλαδή την πραγματική συμφωνία/εσωτερική επικοινωνία συνείδησης και πραγματικότητας.

4. ο δρόμος της αμφιβολίας: η διαλεκτική της συνείδησης, ο διαλεκτικός λόγος του πνεύματος στη φαινομενολογική του πορεία περιλαμβάνει μια ριζική μορφή αμφιβολίας, κατά την οποία οι πεποιθήσεις της συνείδησης πρέπει να διερευνηθούν ανυποχώρητα, ανελέητα, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό και να υπερβαθούν. Ο ως άνω διαλεκτικός λόγος, με  λίγα λόγια, δεν έρχεται να αμφισβητήσει τις ιδεολογικές απόψεις, τις ψευδαισθήσεις του Εγώ ή της συνείδησης για να τις δικαιολογήσει, αλλά για να υπερβεί τον κοινό τρόπο σκέψης, με τον οποίο το Εγώ, το νοούν υποκείμενο, η συνείδηση αντιμετωπίζει τα πράγματα· εκείνον ακριβώς τον τρόπο σκέψης που κρατά τη συνείδηση στην τάξη της φυσικής, της μη εξελιγμένης πνευματικά κατάστασής της και συμπεριφοράς της.

5. ο δρόμος της απελπισίας: η απελπισία, η απόγνωση, νοείται, ως προκύπτει από τα παραπάνω, ως εκείνη η οδυνηρή κατάσταση, όπου χρειαζόμαστε, αναγκαζόμαστε να αρνηθούμε, για χάρη της πνευματικής μας ανάστασης, παγιωμένες πεποιθήσεις μας, στερεότυπες ιδέες κ.λπ., που μας καθορίζουν οντολογικά και υπαγορεύουν μια βάρβαρη στάση απέναντι στον κόσμο. Ο δρόμος έτσι της Φαινομενολογίας του πνεύματος είναι η πορεία προς τη σταύρωση της εν λόγω καθημερινής οντότητας,  προς τον θάνατο του ιδεολογικού «θεού» που φέρνουμε μέσα μας, προκειμένου να γίνουμε αυτό που πραγματικά είμαστε: πνευματικά όντα, ελεύθερα και καθολικώς σκεπτόμενα, ανεξάρτητα από εξ ετέρων καθορισμούς, επομένως όχι αρχομανή, δύσμορφα, βίαια, παραφουσκωμένα πολιτικά βατράχια, σαν αυτά που βλέπουμε καθημερινά να παίζουν στα ζάρια το ιστορικό Είναι ενός πολύπαθου και πάντα προδομένου λαού. Η αληθινή φιλοσοφία, οι πραγματικοί φίλοι της σοφίας, κατά Πλάτωνα, δεν μπορούν να συμβιβάζονται με μίσθαρνους πολιτικούς, δεν ξέρουν πού βρίσκεται το βουλευτήριο [=κοινοβούλιο] ούτε δέχονται να κάθονται εκεί μέσα και να χειροκροτούν εντελώς άκριτα τα πιο ανάξια όντα, που έχουν ταυτίσει την πολιτική με τη δική τους απληστία, φιληδονία, φιλαρχία και όλα τα συναφή, συγκαλύπτοντας ωστόσο όλο τούτο το οντολογικό τους βιαιο-πραγείν με τον μαύρο επενδύτη αντι-αισθητικών και αμοραλιστικών συνάμα ρητορισμών περί "δημοκρατίας", "σοσιαλισμού", "κομμουνισμού", μαζί και "εθνικο-σοσιαλισμού". Ιστορικά εξάλλου όλα αυτά τα καθεστωτικά συν-τάγματα, σε πλανητικό επίπεδο, έχουν υπάρξει αλληλέγγυα, με τις λελογισμένες βέβαια εξαιρέσεις κάποιες στιγμές σε επίπεδο αυθεντικής, αγνής και άδολης δημο-κρατίας [=κράτους του Δήμου].





[1] Χέγκελ, Φαινομενολογία του πνεύμαος Ι, μτφρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Δωδώνη 1993, σ. 205.
[2] Ό.π., σ. 206.
[3] G. Hegel: Ποιος σκέπτεται αφηρημένα; Εκδ. Gutenberg 2011, σ. 324.
[4] Φαινομενολογία του πνεύματος, ό.π., σ. 206.