Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

M. Foucault: το συμβάν της εξουσίας




Μισέλ Φουκώ
1926–1984


Εξ-ουσία:
γενεαλογικές σχέσεις μικρο-εξουσιών


§1. Σε ένα κείμενό του από τα Dits et écrits γράφει σχετικά ο Φουκώ:

«Ο ναζισμός δεν εφευρέθηκε από τους μεγάλους τρελούς του ερωτισμού του 20ου αιώνα, αλλά από τους πλέον απεχθείς, ανιαρούς, απωθητικούς μικροαστούς που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ο Himmler (Χίμλερ) ήταν γενικώς ένας αγρονόμος, που είχε παντρευτεί μια νοσοκόμα. Πρέπει να καταλάβουμε πως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης γεννήθηκαν μέσα από τη συζυγική φαντασία μιας αδελφής νοσοκόμας και ενός μελετητή κοτετσιών. Νοσοκομείο συν ορνιθώνας: ιδού η φαντασίωση που υπάρχει πίσω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης»[1].


Εάν επιχειρήσει να αποκρυπτογραφήσει κανείς το ως άνω κείμενο, θα διακρίνει βασικά γνωρίσματα της ισχύουσας στις εποχές μας: νεωτερικές-μετανεωτερικές‒   θεωρίας και πράξης της εξ-ουσίας. Πρωτίστως, ο ναζισμός δεν αποτελεί απλώς ένα συγκυριακό κακό, κατά την ιστορική ανάπτυξη του Πολιτικού με τις γνωστές ως τώρα μορφές εξουσίας: Δημοκρατία, Σοσιαλισμός, Κομμουνισμός, παρά το αποκορύφωμα της ιστορικής έκρηξης της εξουσίας ως τέτοιας. Της εξουσίας, με άλλα λόγια, ως απ-Ουσίας της ανθρώπινης Ουσίας και ως παρ-Ουσίας μιας απόλυτης, ολοκληρωτικής κυριαρχίας της νεωτερικής υποκειμενικότητας[2], η οποία με την αντίστοιχη οικοδόμηση των εξουσιαστικών της μηχανισμών ντύνει τον εαυτό της με μια αντικειμενικότητα αδιαμφισβήτητη γι’ αυτή την την εξουσιαστική υποκειμενικότητα. Όποιος τολμήσει να αμφισβητήσει αυτή την απατηλή αντικειμενικότητα, γίνεται τρόφιμος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή σε παρόμοιους χώρους ψυχιατρικής υφής· δηλαδή εξαφανίζεται ως ανθρώπινη ατομικότητα, προσωπικότητα. Ποιος απεργάζεται τέτοιες και άλλες μορφές εξαφάνισης μη συμβιβασμένων με το κακό ανθρώπινων υπάρξεων; Οι προαναφερθέντες εξουσιαστικοί μηχανισμοί, δηλαδή  «ο δεσποτισμός των ολίγων»[3] με τις φαντασιώσεις του.

§2. Αυτοί οι μηχανισμοί απαρτίζονται από τους λιγοστούς έμπιστους και εν πολλοίς ανώνυμους, που κάποια στιγμή γίνονται κι επώνυμοι, όπως οι εν Ελλάδι κλεφτοκοτάδες. Πρόκειται για τους κάθε είδους ορνιθοτρόφους, τσαγκάρηδες, αφισοκολλητές, μαουνιέρηδες κ.λπ., που όλοι τους εκβάλλουν στην ίδια μανιακή όχθη της εξουσίας: είτε λέγονται Himmler με τις νοσοκόμες είτε πολιτικοί απατεώνες του Ελλαδιστάν με τις συμβίες τους, οι οποίες ελέω εξουσίας ανταλλάσσουν το ταγάρι με την ακαδημαϊκή τήβεννο,. Πώς λοιπόν αποτιμάται πιο ειδικά η αντίληψη του Φουκώ για την εξ-ουσία και η συμβολή του στην ανά-λυση των πολυδαίδαλων δομών της; Με δεδομένο ότι ο ίδιος διήλθε μέσα από τις μεγάλες λεωφόρους του «Δομισμού» και του «μετα-Δομισμού», ξέρει να αναγιγνώσκει την Ουσία της εξ-Ουσίας όχι με τον μονοσήμαντο παραδοσιακό τρόπο: μια χούφτα εξουσιαστές από τη μια πλευρά και τα πληβειακά στρώματα και σώματα των εξουσιαζομένων από την άλλη, αλλά μέσα από την αναλυτική προσέγγιση της εξουσίας ως της Λερναίας Ύδρας με τα πολλά κεφάλια και τα άπειρα ψεύδη, στο οποία συχνά-πυκνά αντιστοιχεί όχι μόνο η δεδομένη χούφτα, αλλά και βλέψεις πολλών πληβείων. Εξάλλου, η καθημερινή πρακτική διδάσκει πως οι πιο σκληροί και επικίνδυνοι εκπρόσωποι της εξ-ουσίας προέρχονται από πρώην «πεινασμένους» και «εξαθλιωμένους», που εισέρχονται στον πολιτικό στίβο με τα λεγόμενα «προοδευτικά»-«δημοκρατικά», «σοσαλδημοκρατικά», «σοσιαλριζοσπαστικά», «σοσιαλιστικά» ή «κομμουνιστικά» ιδεοληπτικά προσωπεία. Η μορφή του υποκειμένου, που κρύπτεται πίσω από τέτοιου είδους προσωπεία, αφορά το ναρκισσιστικό υποκείμενοˑ εκείνο δηλαδή που προτάσσει την πρωτοκαθεδρία  –γνωσιακή, συνειδησιακή, πρακτικιστική κ.λπ.– της δικής του υποκειμενικότητας και επιδιώκει, μέσω της εξουσίας, την απεριόριστη απόλαυση αυτής της πρωτοκαθεδρίας. Ο Φουκώ αναζητεί όχι μόνο τους συνειδητούς, αλλά κυρίως τους μη-συνειδητούς, τους ασυνείδητους παράγοντες επικαθορισμού αυτής της υποκειμενικότητας.

§3. Έτσι εκκινεί από τη γνώση ως εξουσία για να προχωρήσει μέσα στο λαβύρινθο των μικρο-εξουσιών και ευρύτερα των πειθαρχικών μηχανισμών και τεχνικών. Όταν λοιπόν συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του σε μια πολιτική ανάγνωση της κοινωνίας, αναγνωρίζει ρητά την ανάγκη ουσιαστικής πολιτικοποίησης της γνώσης. Πώς κατανοεί αυτή την ανάγνωση και αυτή την πολιτικοποίηση; Προφανώς όχι υπό τη μορφή μυωπικών αντιπαραθέσεων, παραδοσιακής υφής, ανάμεσα σε «συντηρητισμό» και «προοδευτισμό», ή ασφυκτικού εναγκαλισμού της θεωρίας από έναν ακίνδυνο πρακτικισμό και ακτιβισμό, αλλά υπό την προοπτική της προβολής μιας σκέψης, που τελεί πάντοτε σε κίνηση, δηλαδή αναπροσανατολίζεται μέσα σε ένα περιβάλλον διαρκώς μεταβαλλόμενων καταστάσεων και επιζητεί να εισχωρεί στο πεδίο κατανόησης αυτών των καταστάσεων και γενικότερα της κάθε ύποπτης ή ανύποπτης συγκυρίας.  Αυτός ο τρόπος σκέψης του επιτρέπει να μην αναλώνεται σε υιοθετήσεις αφηρημένων προτύπων ζωής και να μην αναλαμβάνει να ομιλεί ως εκπρόσωπος λογής-λογής ομαδοποιημένων συμφερόντων. Κατ’ αυτό το πνεύμα χωρεί πέρα από την καθεστηκυία πρακτική της εκπροσώπησης ή αντιπροσώπευσης και προσηλώνει το στοχαστικό του βλέμμα στην ενικότητα του παρόντος, στη μοναδικότητά του. Έτσι ξαναδιαβάζει το καθολικό, π.χ. την κοινωνία, την πολιτική κ.λπ. όχι ως ένα αφηρημένο όλο, αλλά ως εκείνο που μέσα του περιέχει το ενικό· ως την κοινωνία, ας πούμε, που περιέχει συγκεκριμένους χώρους εγκλεισμού, καθορισμένες δομές πειθαρχίας κ.α.

§4.  Δυνάμει αυτής της γραμμής σκέψης απομυθοποιεί τον ρόλο των διανοουμένων και τον ρόλο της θεωρίας σε σχέση με την ανάγκη διαφώτισης και δράσης των μαζών. Γνώση, αλήθεια και λόγος αποτελούν μορφές εξουσίας, στις οποίες θα χρειαζόταν να αντιστέκεται ο διανοούμενος. Η ως τώρα καθιερωμένη θεωρητική πρακτική του τελευταίου δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια δυστυχισμένη πρακτική, κατά το πρότυπο της δυστυχισμένης συνείδησης στον Χέγκελ.  Τούτο σημαίνει, πέραν των άλλων, ότι η σκέψη του Φουκώ δεν φυλακίζεται στην παραγωγή ολοποιητικών μορφωμάτων γνώσης, ενταγμένων στην εξελικτική εκδίπλωση μιας καθολικής ιστορίας, μονοσήμαντα προσανατολισμένης, αλλά διανοίγεται στην ανάδειξη του συμβάντος, φιλοσοφεί επ’ αυτού: εκτυλίσσεται ως σκέψη του ενικού· του ενικού που απηχεί μια καθορισμένη εκάστοτε κατάσταση, π.χ. την κατάσταση στις επιχειρήσεις, στο σχολείο, στην εκπαίδευση, στη φυλακή κ.α.,  και το οποίο δεν ανάγεται σε κάποια διαμεσολάβηση. Κατ’ αυτό τον τρόπο αναδεικνύει τον ενδεχόμενο, τον δυνάμενο να ισχύει, χαρακτήρα των συστημάτων γνώσης και εξουσίας και κινείται στα όρια των δομήσεων και αποδομήσεών τους. Η κίνηση τούτη της σκέψης (του) μεταμορφώνεται έτσι σε κίνηση απελευθέρωσης, σε πράξη ελευθερίας, γιατί επιχειρεί να καταδείξει χώρους ελευθερίας ανάμεσα σ’ αυτά τα συστήματα, ανάμεσα στα διάκενά τους, στις συνάφειές τους, στις δομήσεις και αποδομήσεις τους.

§5.  Οι εν λόγω χώροι ελευθερίας καθιδρύουν μια άλλη λογική θεώρησης εκ μέρους του ανθρώπινου υποκειμένου, αλλά και άλλη λογική θεώρησης των δομών και σχέσεων εξουσίας. Ως προς το πρώτο ζητούμενο, καθιδρύουν μια πρακτική του υποκειμένου ως Εαυτού. Πώς συμβαίνει αυτό; Ό,τι απηχεί τη λογική του συστήματος παραπέμπει σε ένα συμβάν, που θέτει σε κίνηση τη γνώση και τη δράση του Εαυτού. Εάν, για παράδειγμα, το σύστημα εξουσίας αποτελεί μια ολότητα και σχετίζεται με ιεραρχικές ολοποιήσεις, η λογική του εκφράζεται στο ένα ή άλλο σημείο ή πεδίο αυτής της εξουσίας, ας πούμε στο πεδίο της εκπαίδευσης, του εργοστασίου κ.λπ. Η δράση, ήτοι η αντί-δραση του Εαυτού απέναντι σε ένα τέτοιο πεδίο ανάγει το ερέθισμά της στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο πεδίο στην εκάστοτε λειτουργία ή εφαρμογή του λαμβάνει χώρα για το υποκείμενο ως συμβάν που προκαλεί την ενεργοποίηση, την κινητοποίηση του Εαυτού ως διαμαρτυρία, ως απεργία κ.λπ. Αυτή η ενεργοποίηση και κινητοποίηση αποτελεί μια έκρηξη των ίδιων των εμπλεκομένων και όχι κάποιων άλλων. Γενικότερα, σε επίπεδο μαζών, αυτή η θεώρηση του Γάλλου στοχαστή εγγράφει στη δράση τους το συμβάν ως πρακτική ελευθερίας, με το νόημα ότι ενεργοποιούνται αγωνιστικά ενάντια σε αυτό που τις βρίσκει, που τις συντυχαίνει και τις αλλάζει. Κάθε στάση βέβαια σε σχέση με το συμβάν της εξουσίας, για παράδειγμα, δεν είναι ή δεν γίνεται αυτόματα αγωνιστική, αλλά αρχίζει να στέκεται αγωνιστικά, όταν ο Εαυτός –το άτομο, η μάζα κ.λπ.– επιλέγει τις κατάλληλες μορφές αγώνα κάθε φορά. Πώς μπορεί να επιλέγει τις κατάλληλες μορφές; Όταν γνωρίζει τι σημαίνει εξουσία;  Έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο ζητούμενο: στην άλλη λογική θεώρησης των δομών και σχέσεων εξουσίας.

§6.  Πώς προσπαθεί να σκεφτεί την εξουσία ο Φουκώ; Χωρίς να παραγνωρίζει την παραδοσιακή θεωρία και πρακτική του κράτους, διαπιστώνει ότι το πεδίο άσκησης και λειτουργίας της εξουσίας είναι πολύ ευρύτερο από τις ως τώρα σχετικές εννοήσεις και κατανοήσεις. Η εξουσία με τις δομές, τους μηχανισμούς της, τις διευθυντικές ή πειθαρχικές και καταπιεστικές της δομές  και όλες τις παρόμοιες πτυχές δεν στοιχειοθετεί απλώς μια κατάσταση συντήρησης, με την κυριολεκτική και μεταφορική σημασία, αλλά και μια διαρκώς μετασχηματιζόμενη κατάσταση. Επομένως, κάθε αντίσταση ξεκινά από το δικό της πεδίο δράσης για να ενσωματωθεί σε ευρύτερες στρατηγικές. Όπως τονίζει ο φιλόσοφος, «κάθε αγώνας ξεδιπλώνεται γύρω από μια ιδιαίτερη εστία εξουσίας». Γι’ αυτό τον λόγο πρέπει να καταγγέλλονται αυτές οι εστίες, να καταδεικνύονται, να εντοπίζονται. Σε κάθε περίπτωση, η προβληματική γύρω από την ουσία της εξουσίας σχετίζεται με την εν τη πράξει κατανόηση πολυσύνθετων στρατηγικών καταστάσεων σε μια δεδομένη κοινωνία  και όχι μόνο με μια γενική κατονομασία ενός θεσμού ως εξουσίας. Απ’ αυτή την άποψη, η εξουσία δεν έρχεται μόνο από τα πάνω, αλλά και από τα κάτω. Παντού παρατηρούμε «πολλαπλές σχέσεις δύναμης που διαμορφώνονται και λειτουργούν στους μηχανισμούς της παραγωγής, στις οικογένειες, τις περιορισμένες ομάδες, στους θεσμούς». Στη συνάφεια τούτη, η σύλληψη της εξουσίας που προτείνει ο Φουκώ δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στις μικρο-εξουσίες που μας περικυκλώνουν και μας καθορίζουν καθημερινά: μικρο-εξουσίες πάνω στα σώματά μας, για να καθίστανται πιο παραγωγικά, πειθαρχημένα, εργασιομανή κ.λπ., και κατ’ επέκταση πάνω σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα.




[1] Επιλογή από τα dits et écrits. Εκδ. Στιγμή, σ. 77.
[2] Αναλυτικά περί αυτού βλ.: Δημ. Τζωρτζόπουλος, M. Heidegger: Ερμηνεία και Γλώσσα τ.1-Ερμηνευτική του Πολιτικού («Δημοκρατία»-«Σοσιαλισμός»-«Κομμουνισμός»). Εκδ. Ρώμη 2017, σσ. 11 κ.εξ.
[3] Ό.π., σ. 134.