Ηράκλειτος ο Εφέσιος
⁓540 ‒⁓480 π.Χ.
Οι πολλοί, οι άριστοι και οι
φιλόσοφοι
§1
Εισαγωγικά ‒ κείμενο ‒ μετάφραση
Ι. Εισαγωγικά:
α) Ο Ηράκλειτος συγκεντρώνει όλα
τα χαρακτηριστικά ενός από τους πιο σημαντικούς στοχαστές ανάμεσα
στους Προσωκρατικούς αλλά και ανάμεσα στο σύνολο των στοχαστών έως σήμερα. Η
σπουδαιότητά του, στον κύκλο των Προσωκρατικών, είναι ευθέως ανάλογη με
την εκπληκτική άνθηση της σκέψης που βρίσκουμε στα σωζόμενα
αποσπάσματα των μεγάλων εκείνων στοχαστών, ομαδοποιημένων ως Προσωκρατικών.
Με την ευκαιρία αξίζει να τονιστεί ότι η εν λόγω ομαδοποίηση δεν πρέπει να
νοείται ως μια συμπερίληψη διανοητών με ομοιογένεια στον τρόπο
και τα περιεχόμενα του στοχασμού τους, στον τρόπο ζωής, σε χρονολογικές και
γεωγραφικές ομοιότητες. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο συνιστούν τα πρώτα
γενναία βήματα, αλλά εξίσου ανυπέρβλητα
μέχρι τις ημέρες μας, του φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά και της
ιστορίας των επιστημών.
β) Όσο για τον Ηράκλειτο,
η σκέψη του δεν έφτασε να γοητεύσει μόνο τους αρχαίους
φιλοσόφους, αλλά εξίσου εκπληκτικά και τους νεότερους και σύγχρονους.
Ο Σωκράτης, ως γνωστόν, είπε τα παρακάτω λόγια, όταν ο Ευριπίδης του χάρισε το
βιβλίο του Ηράκλειτου περί Φύσεως:
«όσα κατάλαβα είναι εξαιρετικά, μα και για όσα δεν
κατάλαβα το ίδιο, νομίζω, ισχύει· θα ’πρεπε όμως να είμαι τουλάχιστον
δήλιος κολυμβητής».
Πρώτος, ως βλέπουμε, ο Σωκράτης μας
προειδοποιεί: ο θησαυρός της ηρακλείτειας σκέψης δεν βρίσκεται
στην επιφάνεια, στα ρηχά αλλά στον αεί ανεξερεύνητο βυθό. Προς
αυτόν τον ηρακλείτειο βυθό επιχείρησαν τη δική τους κατάδυση,
οι μέγιστοι φιλόσοφοι της νεοτερικής και μετανεοτερικής σκέψης, όπως είναι ο
Χέγκελ, ο Νίτσε και ο Χάιντεγκερ. Είναι γνωστή εξάλλου η ρήση του Χέγκελ:
«δεν υπάρχει ούτε μια λέξη του Ηράκλειτου, που δεν
έχω συμπεριλάβει στη Λογική μου».
Και με τη Λογική του
εννοεί, σε επίπεδο επεξεργασμένης διάταξης του φιλοσοφικού του λόγου και
σκέπτεσθαι, την Επιστήμη της Λογικής, αλλά και σε επίπεδο γενικότερης
διαλεκτικής όλα τα μεγάλα έργα του, πρωτίστως δίπλα στην Επιστήμη της Λογικής τη Φαινομενολογία
του πνεύματος. Γι’ αυτό
και από μια άποψη έχει μέγιστη σημασία, ως προς τη Φαινομενολογία του πνεύματος, να
διαβάζεται σωστά: ως εισαγωγή στη φιλοσοφική διαλεκτική της Επιστήμης της Λογικής και
συγχρόνως, για να είναι κατορθωτή η ανάγνωσή της σε ενδοσυνάφεια με την Επιστήμη της Λογικής, ως μεταστοχαστική
αυτοκατεύθυνση, ήτοι αυτοδιεύθυνση του πνεύματος. Κάθε μηχανιστική
παρερμηνεία, με όρους κατασκευής εννοιών έξωθεν προερχόμενης,
αποβαίνει άκρως ωφελιμιστική και υπηρετική ιδεολογικών
και πολιτικών σκοτεινών θαλάμων, όπου συγκεντρώνεται όλη η ηθική-πνευματική
παραλυσία των καιρών μας. Τέτοιες παρερμηνείες είχε, μεταξύ άλλων, ο Χέγκελ
κατά νου να συντρίψει στη ρίζα τους με τη φαινομενολογική πορεία του
πνεύματος.
ΙΙ. αρχαίο κείμενο ‒ μετάφραση: απ. Β 20
Ἡράκλειτος γοῦν κακίζων φαίνεται
τὴν γένεσιν, ἐπειδάν φῇ· γενόμενοι
ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ᾽ ἔχειν μᾶλλον δὲ ἀναπαύεσθαι
καὶ παῖδας
καταλείπουσι μόρους γενέσθαι.
Ο Ηράκλειτος λοιπόν φαίνεται να κακίζει τη
γέννηση, όταν λέει: αφού γεννηθούν θέλουν να ζήσουν και να υποστούν τη
μοίρα του θανάτου ή μάλλον ν' αναπαύονται· κι αφήνουν πίσω τους παιδιά για να γίνουν
κι αυτά θύματα του θανάτου.
§2
Ερμηνεία ‒ κατανόηση
α) γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι
μόρους τ᾽ ἔχειν:
Ο Ηράκλειτος φαίνεται να έχει κατά νου εδώ
τους πολλούς, οι οποίοι, αφού μπουν στον κύκλο της ζωής, προτιμούν
να ζουν την καθημερινή τους ζωή και μόνο αυτή, με νωθρότητα και
μέσα στη φιληδονία, δηλαδή κτηνωδώς (απ. 29), περιμένοντας παθητικά την
αναπόφευκτη μοίρα και μέρα του θανάτου.
β) μᾶλλον δὲ ἀναπαύεσθαι:
Ι. Η ανάπαυση για τον Ηράκλειτο
αποτελεί στοιχείο όχι ξένο προς την αλλαγή, προς την κίνηση και τον
περιδινούμενο κύκλο της ζωής. Είναι η ανάπαυση μετά την αλλαγή ή η ανάπαυση εκ
της μεταβολής (απ. 84α). Στο πλαίσιο της εγελιανής διαλεκτικής είναι η
κατάφαση, μετά τη θέση και την αντίθεση. Είναι η κατάφαση και όχι η
σύνθεση, όπως γελοιωδώς παρερμηνεύουν τον Χέγκελ ορισμένοι προφεσόροι ασύλληπτης αμορφωσιάς, που
του αποδίδουν το γνωστό αντιεγελιανό σχήμα: θέση ‒ αντίθεση ‒ σύνθεση.
ΙΙ. Οι πολλοί, απεναντίας,
εννοούν την ανάπαυση ως ακινησία, ως αδρανοποίηση:
επαναλαμβάνουν τα ίδια καθημερινά και δεν σπάνε τον κύκλο
της απλής διαβίωσης, για να δώσουν ένα ανώτερο νόημα στη ζωή τους: να
αγωνιστούν για την αιώνια δόξα, για «ανώτερους σκοπούς» (απ. 25),
όπως κάνουν οι άριστοι, ή για την αλήθεια, όπως κάνουν
οι φιλόσοφοι, ξεπερνώντας έτσι το θάνατο. Αρκούνται σε μια παθητική
ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου της ζωής τους, με αποτέλεσμα
να αφήνονται στην τυχαία εξωτερικότητα και να εξουσιάζονται από
τα ίδια τα πράγματα (απ. 84β): είναι ζωντανοί νεκροί.
γ) καὶ παῖδας
καταλείπουσι μόρους γενέσθαι: διαχωρίζοντας
λοιπόν τους πολλούς από τους φιλοσόφους ο Ηράκλειτος επισημαίνει πως κατά
την κυκλική κίνηση της ζωής από τη γέννηση προς το θάνατο δεν κάνουν άλλο από
το να γεννούν απλώς παιδιά, τα οποία κι αυτά, με τη σειρά τους, προορίζονται να
επαναλάβουν τον ίδιο κύκλο της αναπαραγωγής και της αδρανούς ζωής.
Αυτοί που γεννιούνται είναι ήδη νεκροί: όχι με το νόημα της γένεσης
και της φθοράς, του αναπόφευκτου βιολογικού θανάτου δηλαδή, αλλά ως όντα, που ενώ
εκ φύσεως είναι προορισμένα να σκέπτονται, παρ’ όλα αυτά έχουν παραιτηθεί στη
ζωή τους από τον αγώνα για δημιουργία, για ανύψωση πάνω από το θνητό σαρκίο και
διάγουν το βίο τους σαν κοιμισμένοι, σαν νεκροί (απ. 73). Έτσι δεν μπορούν να απαλλάξουν τις ψυχές τους από τις συμφορές
της γέννησης (απ. 68) και μαθαίνουν να ζουν δια βίου εξαπατώντας και
εξαπατώμενοι. Τούτο σημαίνει περαιτέρω πως σε αντίθεση με τους άριστους,
που αγωνίζονται για να υψωθούν, οι
πολλοί μένουν βουτηγμένοι στο βόρβορο (απ. 13) και αρκούνται να χορταίνουν σαν τα ζώα απ. 29),
διαιωνίζοντας έτσι τον κύκλο μιας εντελώς αποστεωμένης ζωής, όπου όλοι και όλα
γίνονται βορά του θανάτου.