HEGEL
1770-1831
Φιλοσοφία
και διαλεκτική του πνεύματος
§1
Προκαταρκτικές
υποτυπώσεις
Ι. Το ερώτημα που διαρκώς θέτει νέους
προβληματισμούς γύρω από την ουσία και την αλήθεια της Φαινομενολογίας του πνεύματος είναι το εξής: Πώς μπορεί να κατανοεί κανείς τελικά τη Φαινομενολογία του πνεύματος;
Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα ουσιαστικά συνιστά απάντηση σε δυο τινά: α) τι
είναι το πνεύμα και ποια η σχέση του με τη φιλοσοφία; και β) Η Φαινομενολογία
του πνεύματος, έτσι όπως τη γνωρίζουμε ως το πρώτο έργο της συστηματικής
σκέψης του Χέγκελ, είναι μια απλή Προπαιδευτική
εργασία στο όλο σύστημα της φιλοσοφίας
του πνεύματος του Χέγκελ και στην εγελιανή επιστήμη του Λόγου ή μια επιστημονική
εισαγωγή στο όλο Λογικό σύστημα και συγχρόνως ένα κραταιό μέλος αυτού του συστήματος; Καμιά απάντηση, ιστορικά
ιδωμένες όλες οι ως τώρα ερμηνευτικές
απόπειρες των μελετητών του Χέγκελ, δεν μπορεί να είναι οριστική. Είναι
ωστόσο μια ερμηνευτική προσπάθεια, που επιτρέπει περαιτέρω σε κάθε ευσυνείδητο
ερευνητή της εγελιανής φιλοσοφίας να γνωρίσει σε βάθος την αλήθεια του φαινομενολογικού πνεύματος του εν λόγω
έργου σε συνάφεια με την αλήθεια του σκεπτόμενου ανθρώπου.
ΙΙ. Ο ίδιος ο Χέγκελ στον Πρόλογο
και στην Εισαγωγή της Φαινομενολογίας του πνεύματος μιλάει
για το εν λόγω έργο ως μέθοδο της εμπειρίας της συνείδησης ή ως επιστήμης
της εμπειρίας της συνείδησης. Γενικώς ειπείν, η εγελιανή Φαινομενολογία
του πνεύματος δείχνει να προσφέρει μια σφαιρική εικόνα ολόκληρου του συστήματος φιλοσοφίας του
Χέγκελ και όχι απλώς μια προπαιδευτική
σύλληψη της φιλοσοφίας συγκριτικά με το επακόλουθο συστηματικό-επιστημονικό
μέρος της φιλοσοφικής αυτοκατανόησης του Λόγου. Η Φαινομενολογία του πνεύματος
αυτοκατανοείται κατ’ αρχάς, από μεθοδολογική άποψη, ως επιστήμη
της εμπειρίας της συνείδησης. Τουτέστι, η συνείδηση, όντας άμεση παρουσία
του πνεύματος, αποκτά συνείδηση του εαυτού της ως φιλοσοφικής συνείδησης ιστορικά και διαλεκτικά. Τούτο το
ιστορικό-διαλεκτικό στοιχείο γίνεται περισσότερο κατανοητό, αν λάβουμε υπόψη
ότι η Φαινομενολογία του πνεύματος, ως εμπειρία, από πλευράς μεθόδου,
δεν είναι μια απλή, καθημερινή εμπειρία· απεναντίας παραπέμπει στην εμπειρία υπό την ύψιστη φιλοσοφική εμβέλεια
της τελευταίας.
ΙΙΙ. Πρόκειται,
με άλλα λόγια, για την εμπειρία που
χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία του Όλου ή
ως Όλο· ήτοι ως φιλοσοφία της ζωής
και της ύπαρξης, της συνείδησης, της ιστορίας, της θρησκείας, του πνεύματος αλλά
και του απόλυτου πνεύματος, εν τέλει ως φιλοσοφική συνειδητοποίηση της Γνώσης.
Πώς προσλαμβάνεται η εν λόγω εμπειρία και πώς σχετίζεται με την ατομική αλλά
και καθολική πορεία του πνεύματος ως συνείδησης; Προσλαμβάνεται και
μορφοποιείται αντιστοίχως εν είδει διαλεκτικών βαθμίδων της κίνησης της συνείδησης·
μια κίνηση που ολοκληρώνεται ως μεταστοχαστικός Λογισμός της συνείδησης, ως
ανασκοπική της επιστροφή από την εξωτερική της περιπέτεια, από το άνοιγμά της στον
κόσμο, ιστορικά και Λογικά κατανοούμενο, στη γνωσι-οντο-λογική συνάντηση-ενότητα
του εαυτού της με τον ως τώρα αποξενωμένο της κόσμο, τον οποίο καθ’ όλη αυτή τη
διαλεκτική της εκδίπλωση η σκεπτόμενη συνείδηση γιγνώσκει και διαγιγνώκει ω το χαρακτηριστικό
της αντι-κείμενο. Αυτή η ενότητα, που επιτυγχάνει η συνείδηση, είναι μια
συγκεκριμένη ενότητα, μια διαλεκτικώς πεπληρωμένη περιεχομένου ολότητα και
συγχρόνως ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου, μορφής και περιεχομένου
§2
Πνεύμα:
φιλοσοφία του ενεργώς πραγματικού
«Η φιλοσοφία
αντίθετα δεν εξετάζει τον επουσιώδη προσδιορισμό αλλά τον προσδιορισμό, εφόσον
είναι ουσιώδης· το στοιχείο και το περιεχόμενό της δεν είναι το αφηρημένο ή το
μη πραγματικό, αλλά το ενεργώς-πραγματικό, το αυτο-τιθέμενο και το εντός εαυτού
ζωντανό, η ύπαρξη στην έννοιά της. Το στοιχείο της φιλοσοφίας είναι η
διεργασία, η προχωρητική πορεία, που γεννά και διατρέχει τις βαθμίδες της· και
αυτή η κίνηση στην ολότητά της συνιστά το θετικό και την αλήθεια του θετικού.
Τούτη η αλήθεια εγκλείει επίσης το αρνητικό, εκείνο που θα ονομάζαμε εσφαλμένο
ή ψευδές, αν αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα τέτοιο, από το οποίο θα έπρεπε
να κάνουμε αφαίρεση. Αυτό που οδηγείται στον εξαφανισμό, πρέπει πολύ
περισσότερο το ίδιο να το θεωρούμε ως ουσιαστικό, όχι ως κάτι το παγιωμένο, που
αποκομμένο από το αληθές θα έπρεπε να κείτεται έξω από αυτό, ποιος ξέρει πού·
και το αληθές, με τη σειρά του, δεν πρέπει να θεωρείται ως το νεκρό, στατικό
θετικό στην άλλη πλευρά. Η εμφάνιση ή το φαινόμενο είναι η κίνηση της γένεσης
και του αφανισμού, κίνηση η οποία δεν γεννιέται και δεν παρέρχεται αφ' εαυτής,
αλλά είναι καθεαυτήν [=εγγενής] και συνιστά την
ενεργό-πραγματικότητα (Wirklichkeit) και την
κίνηση της ζωής της αλήθειας. Το αληθές λοιπόν είναι η βακχική παραζάλη, όπου
κανένα μέλος δεν μένει αμέθυστο, και, επειδή το καθένα αυτοκαταλύεται ομοίως
άμεσα, όταν αποχωρίζεται από το όλο, αυτή η παραζαλη είναι σύγχρονα η διαυγής
και απλή ηρεμία. Στο δικαστήριο εκείνης της κίνησης [έχοντας κριθεί] οι ενικές
μορφές του πνεύματος δεν υφίστανται περισσότερο απ' ό,τι οι προσδιορισμένες
σκέψεις, αλλά είναι πτυχές τόσο θετικές και αναγκαίες, όσο αρνητικές και
παροδικές. ‒ Μέσα στην ολότητα της κίνησης, εννοημένην ως ηρεμία, εκείνο που διακρίνεται σ' αυτή και προσδίδει στον εαυτό του ιδιαίτερη ύπαρξη, διαφυλάσσεται ως κάτι, το οποίο αναμιμνήσκεται του εαυτού [= εσωτερικεύεται],
[ως κάτι] του οποίου η ύπαρξη είναι η γνώση του ίδιου του
εαυτού, όπως και η γνώση είναι εξίσου άμεσα ύπαρξη»[1].
Ερμηνεία
‒ κατανόηση
Ι. Είναι πρόδηλο πως εδώ ο Χέγκελ μας
δίνει μια μοναδικής ενάργειας αντιπροσωπευτική
εικόνα του διαλεκτικού φιλοσοφείν του πνεύματος. Ειδικότερα, επί του
συγκεκριμένου πεδίου του μέγιστου έργου του, της Φαινομενολογίας του πνεύματος,
η φιλοσοφία παρουσιάζει την ενύπαρκτη στα πράγματα διαλεκτική κίνησή τους, έτσι
όπως αυτή-εδώ εμπίπτει στη γνωσιακή διεργασία ως δια-νοηματικά δυναμική
αντιστοιχία ανάμεσα στην εξωτερική ύπαρξη των εν λόγω πραγμάτων και στην έννοιά
τους. Αυτή η αντιστοιχία είναι κυρίως ισοδύναμη με το ενεργώς-πραγματικό (das Wirkliche), με την ενεργό-πραγματικότητα
(die Wirklichkeit), δηλ. το πνεύμα, ενώ στα μετά τη Φαινομενολογία του πνεύματος έργα
του Χέγκελ, και δη στην Επιστήμη της Λογικής, φέρει, ως επί
το πλείστον, το όνομα της Ιδέας.
ΙΙ. Η φιλοσοφική διεργασία ή διαδικασία
(der Prozeß) εκτυλίσσεται υπό τη μορφή μιας συνεχώς μεταβαλλόμενης κίνησης, που παραπέμπει στη διαλεκτική εκδίπλωση του πνεύματος και ορισμένως συμπαρασύρει τους
πάντες και τα πάντα. Κατ’ αυτή τη διαλεκτική εκδίπλωση, οι βαθμίδες της είναι
τo ένα μετά το άλλο σχήμα, μορφή ή μόρφωμα (Gestalt) της συνείδησης, έτσι όπως
ο Χέγκελ την εννοεί πρωτίστως στο προαναφερθέν έργο του ως την άμεση ύπαρξη του
πνεύματος . Το φιλοσοφικό Όλο, όλη η
ακολουθία των σχημάτων της συνείδησης, δηλ. η Φαινομενολογία του πνεύματος
ως τέτοιο Όλο, είναι το θετικό και το αληθές· συνάμα περιέχει και το αρνητικό,
δηλαδή το κάθε εξατομικευμένο σχήμα της συνείδησης, που είναι μεταβατικό και
παροδικό, ενώ συγχρόνως αποδεικνύεται ανεπαρκές και τελεί σε αναντιστοιχία με
την έννοια των πραγμάτων. Αυτά τα καθέκαστα σχήματα ωστόσο, αν και ανεπαρκή
σχήματα γνώσης, δεν παύουν να αποτελούν αναγκαίο και ουσιώδες τμήμα ολόκληρου
του φιλοσοφικού γνωρίζειν.
ΙΙΙ. Έτσι, η εμφάνιση των εν λόγω
σχημάτων υποδηλώνει την εμφάνιση του
αληθούς, δηλ. της έννοιας, στην
ύπαρξη της οποίας ανήκουν και τα διαδοχικά σχήματα της συνείδησης. Αυτή η εμφάνιση
είναι η φαινόμενη ύπαρξη του πνεύματος και
γι’ αυτό συνιστά «την ενεργό πραγματικότητα και την κίνηση της ζωής της
αλήθειας». Τούτη η πραγματικότητα αποτυπώνεται πολύ παραστατικά με τη μορφή της
βακχικής παραζάλης, όπου κάθε σχήμα
της συνείδησης, κάθε ενικό άτομο μοιάζει να συμμετέχει και ως εξατομικευμένος
χαροκόπος να αποκόπτεται, όταν έρθει η
σειρά του, από τους άλλους χαροκόπους, με αποτέλεσμα να άγεται στην
αυτο-κατάλυσή του και να δίνει τη θέση του στον επόμενο, ο οποίος προορίζεται
να έχει την ίδια μοίρα. Υπ’ αυτή την έννοια, η βακχική παραζάλη, δηλ. η
ενεργός-πραγματικότητα ή η αλήθεια, ενσαρκώνει τη διαλεκτική στάσης, ακινησίας
και εν ταυτώ κίνησης: του Είναι και της
έννοιας.
ΙV. Είναι
ακριβώς τούτο το δικαστήριο του
διαλεκτικού Λόγου, που καταδικάζει τα καθέκαστα σχήματα της συνείδησης για
τον λόγο ότι ξεκόβουν από το φιλοσοφικό Όλο και συγχρόνως τα διατηρεί ως
αναγκαία συστατικά του τελευταίου. Πώς τα διατηρεί; Τα διατηρεί δυνάμει της
ανάμνησης, Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με την άρνηση του καθέκαστου
μορφώματος της συνείδησης και με την άρνηση
τούτης της άρνησης και επιστροφή
στην κατάφαση αλλά και με την περίφημη προσδιορισμένη
άρνηση (bestimmte Negation), κατά την οποία το ένα ή το άλλο μόρφωμα της
συνείδησης δεν υπόκειται σε μια τυπική, δηλ. μορφική και εξωτερική άρνηση, αλλά
σε εσωτερική άρνηση ορισμένων χαρακτηριστικών και στη διατήρηση του πνευματικού
πυρήνα ‒του πνευματικού στοιχείου‒ του κάθε συνειδησιακού μορφώματος. Η διατήρηση τούτη, με τη σειρά της, δεν είναι στατική, αλλά μια ποιοτικά ανώτερη,
φιλοσοφικά πληρέστερη κατάσταση της συνείδησης, η οποία (κατάσταση) λαμβάνει
τον χαρακτήρα του επόμενου σχήματος/μορφώματος, εντός του οποίου ενυπάρχει
αποκαθαρμένο, ήτοι ανηρημένο, το
προηγούμενό του.
V. Με την ολοκλήρωση της σειράς
των σχημάτων ή μορφωμάτων της συνείδησης έχουμε και μια καθολική, μια ολική ανάμνηση, δηλ. μεταστοχαστική εσωτερίκευση,
όλων των εν λόγω σχημάτων· πρόκειται για εκείνη την ανάμνηση/εσωτερίκευση που
συγκροτεί το ποιοτικό κεφάλαιο της φιλοσοφικής Γνώσης/μετα-Γνώσης. Είναι κάτι σαν
τον άνθρωπο, που από την πρώτη του ηλικία ως τα ύστερά του εξελίσσεται σε
πνευματικό ον, μέσα από μορφώσεις, διαμορφώσεις
και μεταλλάξεις της συνειδησιακής του ολότητας, ήτοι της
γνωσι-οντο-λογικής του κατάστασης ως Όλου, και κατά την προχωρημένη ηλικία
αναμιμνήσκεται του πραγματοποιημένου εαυτού του, κατά τρόπο που η εν λόγω
ανάμνηση να παραπέμπει στον ολοκληρωμένο φιλοσοφικά Εαυτό, στην έννοια της
υπαρκτικής του οντότητας και στην
εννοιολογική, ήτοι κατανοητική, συγκρότηση της σκέψης του ως πνεύματος.
§4
Η
φαινομενολογική κίνηση του πνεύματος
«Στη
Φαινομενολογία του Πνεύματος, το πνεύμα εξετάζεται στην εμφάνισή του ως
συνείδηση· ακόμη εξετάζεται η αναγκαιότητα της προχωρητικής του πορείας έως την
απόλυτη άποψη. Εδώ εξετάζονται τα σχήματα του πνεύματος, οι βαθμίδες, που το
ίδιο δημιουργεί, έτσι όπως εισέρχονται στη συνείδησή του. Ό,τι όμως το πνεύμα
γνωρίζει, ό,τι είναι ως συνείδηση, είναι το ένα· η αναγκαιότητα του τι γνωρίζει
το πνεύμα και του τι υπάρχει γι’ αυτό είναι κάτι άλλο. Πράγματι, το πρώτο, δηλ. ότι για το πνεύμα
υπάρχει ο κόσμος του, είναι ακριβώς κάτι απλώς υπαρκτό και εμφανίζεται ως
τυχαίο· το άλλο, η αναγκαιότητα δυνάμει της οποίας αυτός ο κόσμος έχει
δημιουργηθεί γι’ αυτό, δεν υπάρχει για το πνεύμα σε τούτη τη βαθμίδα της
συνείδησης αλλά λαμβάνει χώρα κρυφά απ’ αυτό· υπάρχει μόνο για τη φιλοσοφική
θεώρηση και ιδιάζει στην ανάπτυξη αυτού που το πνεύμα είναι σύμφωνα με την
έννοιά του. Σε τούτη την ανάπτυξη επιτυγχάνεται μια βαθμίδα, όπου το πνεύμα
φτάνει στην απόλυτη συνείδησή του· μια βαθμίδα, κατά την οποία η Λογικότητα
υπάρχει για το πνεύμα ως ένας κόσμος· και καθώς από την άλλη πλευρά, ως
συνείδηση, αναπτύσσεται σε συνείδηση του καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι του κόσμου,
τούτο είναι το σημείο, όπου συμπίπτουν οι δυο, αρχικά διαφορετικές, προσεγγίσεις.
Η τελείωση της συνείδησης έγκειται στο ότι το αληθινό αντι-κείμενο [πρέπει να]
υπάρχει γι’ αυτήν, ενώ η τελείωση του αντι-κειμένου, του υποστασιακού, της
υπόστασης, στο ότι τούτη πρέπει να υπάρχει διεαυτήν, ήτοι να διακρίνεται από
τον εαυτό της και να έχει για αντι-κείμενο τον ίδιο τον εαυτό της. Η συνείδηση
ωθείται περαιτέρω ώστε να γίνει συνείδηση του υποστασιακού, τούτο δε το
τελευταίο, η έννοια του πνεύματος, ωθείται περαιτέρω ώστε να γίνει
φαινόμενο και σχέση, στην οποία υπάρχει
για τον εαυτό του. Τούτο το τελευταίο σημείο, όπου η κίνηση αμφοτέρων των
πλευρών συμπίπτει, είναι ο κοινωνικά ηθικός κόσμος (die sittliche Welt), η
πολιτεία»[2].
§5
Ερμηνεία
‒ κατανόηση
Ι. Το πνεύμα, όπως ρητά
αποφαίνεται ο Χέγκελ, είναι το ίδιο δημιουργός
της μοίρας του: από τη μια πλευρά, στην υπαρκτική του σύσταση, είναι το καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι, ήτοι το
Απόλυτο ή το απόλυτο πνεύμα, η Ιδέα· ως τέτοιο είναι ταυτό με τον εαυτό του και
δεν υπάρχει άμεσα για τη συνείδηση παρά
εμφανίζεται να υπάρχει γι’ αυτήν με τη μορφή ενός Άλλου. Το τελευταίο
τούτο σημαίνει πως είναι άμεσα παρόν για τον ίδιο τον εαυτό του, νοούμενον ως
συνείδηση, με τη μορφή ενός Άλλου.
Αλλά το πνεύμα εν γένει δεν είναι παρά η νόηση
που θεωρεί, εποπτεύει και εξετάζει. Από την άλλη πλευρά, εν τούτοις, οι δυο
γνωσι-οντο-λογικές εκφάνσεις του πνεύματος, συνείδηση και πνεύμα, διαφορετικές
στις αρχικές βαθμίδες της φαινομενολογικής
του κίνησης, αποδεικνύονται βαθμιαία να είναι τόσο αλληλένδετες μεταξύ
τους, ώστε όσο προχωρεί και εξελίσσεται η συνείδηση, τόσο το πνεύμα, ως τέτοια
κατ’ αρχήν συνείδηση, να μορφώνεται και να δια-μορφώνεται περαιτέρω σε απόλυτη Γνώση, σε απόλυτα ελεύθερη συνείδηση του Εαυτού, σε απόλυτη αυτογνωσία του Λόγου.
ΙΙ. Μια τέτοια συγκρότηση
ανταποκρίνεται πλήρως στον άνθρωπο,
που προορίζεται να είναι ο ίδιος, ως σκεπτόμενο ον, δημιουργός του ζωτικού του χώρου,
της πολιτείας. Η τελευταία είναι ο τόπος, όπου ενδημεί η ελευθερία του πνεύματος ως αναγκαιότητα
του προσδιορισμένου-Είναι, της καθορισμένης ύπαρξης (Dasein). του ανθρώπινου κόσμου.
Ειδικότερα λοιπόν είναι ο κόσμος της ελευθερίας και σε σχέση με το πνεύμα
αντιστοιχεί στην ενδιάμεση βαθμίδα του αντικειμενικού πνεύματος με τις δυο άλλες βαθμίδες να είναι το
υποκειμενικό και το απόλυτο πνεύμα. Η διαλλαγή ανάμεσα στο υποκειμενικό και το
αντικειμενικό στοιχείο καθίσταται δυνατή με την πραγματοποίηση του διαλεκτικού
κύκλου του πνεύματος και με φόντο πάντα την κοινωνική ηθική (Sittlichkeit), ήτοι την ηθική τάξη και ζωή, νοούμενη όχι τόσο με τη στενή έννοια της τάξης
που υπαγορεύουν κάποιοι ηθικοί κανόνες και αντίστοιχες ηθικολογικές ή
αξιολογικές θεωρίες, αλλά θεμελιωδώς με τα συλλεγμένα
ήθη της ανθρώπινης κοινότητας και τον αντίστοιχο συλλογικό τρόπο ζωής των
ανθρώπινων ατόμων. Την καθολική έκφραση των ατόμων, στο μεταξύ, πραγματώνει ως
πνευματική ενότητα η πολιτεία, αυτό τούτο το αντικειμενικό πνεύμα. Έτσι δεν
πρόκειται για μια απλή εξωτερική σύναξη ετερόκλιτων ατόμων και συμφερόντων αλλά
για εσωτερική ανταπόκριση ανθρώπινης ατομικότητας, αυτοσυνείδητης υποκειμενικότητας
και υποστασιακής ουσίας της πολιτείας.
[1] Φαινομενολογία
του πνεύματος Ι, εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Αθήνα: εκδ. Δωδώνη
1993, σσ. 168-169.
[2] W16,
111-112