ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ
1724-1804
Φαινόμενο
και Πράγμα καθεαυτό
§1
Ο
Καντ κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στο
φαινόμενο και το πράγμα καθεαυτό. Υποστηρίζει πως
μπορούμε να αποκτήσουμε γνώση μόνο των φαινομένων και όχι των πραγμάτων, έτσι όπως υπάρχουν καθεαυτά. Το φαινόμενο δεν είναι μια απατηλή φαινομενικότητα αλλά ούτε και η απόλυτη
πραγματικότητα, που ιδιάζει στο πράγμα καθεαυτό, παρά μια εμπειρική
πραγματικότητα. Τα φαινόμενα δεν είναι παρά αντικείμενα δυνατής εμπειρίας:
«Ό,τι δεν
είναι φαινόμενο δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο της εμπειρίας»[1].
Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, το φαινόμενο είναι
μια πραγματικότητα, κατά κάποιο τρόπο εν
δυνάμει πραγματικότητα, σχετιζόμενη
με την αισθητότητα και τη νόηση, δηλ. με τον τρόπο που η
πραγματικότητα παριστάνεται υπό τη μορφή της κατ’ αίσθηση εποπτείας μας, ήτοι
στο χώρο και τον χρόνο, και της νόησης. Στην κριτική περίοδο της σκέψης του,
που αρχίζει με την κριτική του καθαρού Λόγου, ο Καντ προβαίνει σε σαφή διάκριση
ανάμεσα στην κατ’ αίσθηση γνώση των πραγμάτων, δηλ. στα φαινόμενα, και στη
γνώση που έχει η νόηση για τα πράγματα, δηλ. στις καθαρές έννοιες της νόησης, ήτοι
στα νοούμενα. Στη δεύτερη περίπτωση, η γνώση σχετίζεται με την ελεύθερη από
κάθε αισθητότητα γνώση γύρω από τα πράγματα καθεαυτά. Επειδή όμως τούτα δεν
μπορούν να γνωσθούν, η αντικειμενική γνώση περιορίζεται στην περιοχή της δυνατής
εμπειρίας.
§2
Αυτό
που μπορεί να γνωσθεί είναι μόνο το φαινόμενο και κανένα πράγμα καθεαυτό. Το τελευταίο δεν πρέπει να νοείται ως μια μεταφυσική έννοια παρά ως έννοια μεθόδου.
Ανήκει δηλ. στις έννοιες, που λογίζονται αναγκαίες, προκειμένου να
διαγιγνώσκεται επαρκώς η δυνατότητα να
παραχθεί εμπειρική γνώση. Σε αντίθεση με τη φιλοσοφική παράδοση, από τον
Παρμενίδη και εντεύθεν, που συνάπτει το αληθινό Είναι με την καθαρή νόηση, ενώ
τη διαμεσολαβημένη από τις αισθήσεις γνώση τη θεωρεί ως κάτι που κινείται στην
περιοχή των φαινομένων, ο Καντ αντιστρέφει τους όρους και υποστηρίζει πως το
μοναδικό αντικειμενικό αντι-κείμενο
είναι τα φαινόμενα που διαμεσολαβούν οι αισθήσεις και υπόκειται
στην εποπτεία μας. Η εν λόγω εποπτεία είναι χωρο-χρονική· γι’ αυτό, τέτοια αντικείμενα τα συναντούμε
αναγκαστικά στον χώρο και τον χρόνο. Ο χώρος λοιπόν και ο χρόνος
«είναι μόνο
όροι της ύπαρξης των πραγμάτων ως φαινομένων … και πως δεν έχουμε γνώση κανενός
αντι-κειμένουυ ως πράγματος αυτό καθεαυτό παρά μόνο ως αντικειμένου της κατ’
αίσθηση εποπτείας, δηλ. ως φαινομένου»[2].
Στο μεταξύ υπάρχουν κάποιες a priori αρχές, που διέπουν την
εφαρμογή των κατηγοριών στα φαινόμενα. Όταν ο Καντ μιλάει για φαινόμενα, εννοεί
τον φυσικό κόσμο που μας περιβάλλει. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε πως ορίζοντας
τέτοια αντικείμενα ως φαινόμενα δεν τα θεωρεί διόλου ως επίφαση, ως κάτι
απατηλό, ψευδές ή υποκειμενικό. Τα φαινόμενα, ως εκ τούτου, είναι φυσικά αντικείμενα, που υπάρχουν εξωτερικά προς το νου στον χώρο και το
χρόνο.
[1] Kant: Kritik der reinen Vernunft, hrsg. von R. Schmidt. Hamburg: Meiner 19903,
σ. 296.
[2] Ό.π., σ. 25.