Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Σοφιστές: "κίνημα" ιδεών (2)



Η επικαιρότητα της σοφιστικής σκέψης

§1

     Με το όνομα Σοφιστές αναφερόμαστε σε ένα δυναμικό ρεύμα διανοουμένων, που έκανε την εμφάνισή του στην Ελλάδα κατά τον 5ο αι. π.Χ. και έμελλε να απασχολήσει έκτοτε την ιστορική πορεία της σκέψης και των ιδεών μέχρι και σήμερα. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τα γραπτά τους κείμενα διαθέτουμε μόνο κάποια αποσπάσματα. Παρ’ όλα αυτά το ενδιαφέρον για τη σκέψη τους παραμένει αμείωτο. Το σοφιστικό κίνημα ανέπτυξε έναν ανεκτίμητο πλούτο ιδεών και διανοημάτων, ενώ συγχρόνως ορισμένοι σοφιστές  ενδιαφέρθηκαν και για επί μέρους επιστήμες. Τη σοφιστική Γνώση τη γνωρίζουμε, σε πολλές περιπτώσεις, όχι ως ένα μορφωτικό αγαθό, που αποτελεί αυτοσκοπό για την παιδεία του ανθρώπου, αλλά ως ένα μέσο ή εργαλείο ηθικής και πολιτικής σκοπιμότητας. Προφανώς αυτή η εργαλειοποίηση της γνώσης αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής από την πλευρά του Πλάτωνος και συνετέλεσε ως ένα βαθμό και σε αμφιλεγόμενες αποτιμήσεις της παρουσίας τους στο χώρο των ιδεών. Το σίγουρο πάντως είναι ότι δεν υπάρχει ομοιογένεια των δικών τους ιδεών, γιατί ποτέ δεν αποτέλεσαν μια ενιαία φιλοσοφική σχολή. Απεναντίας, ενεργούσαν ως μονάδες, ως ξεχωριστές προσωπικότητες, που κατάγονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Μεγάλης Ελλάδας, αλλά όχι σπάνια είχαν ζωντανή παρουσία στις ιδεολογικές ζυμώσεις που γίνονταν στην Αθηναϊκή κοινωνία μεταξύ των πολιτικών, των ρητόρων κ.λπ.


§2

     Υπάρχει όμως κι ένα στοιχείο, που θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι κοινό: πρόκειται για τον τρόπο που έκαμναν αισθητή την παρουσία τους:    
ήταν επαγγελματίες διανοούμενοι, που πήγαιναν από πόλη σε πόλη, παρέδιδαν μαθήματα και έδιναν διαλέξεις και πληρώνονταν αδρά για αυτό τους το έργο. Εδώ έγκειται και μια από τις εξωτερικές, αλλά ουσιαστικές διαφορές τους με τον Σωκράτη και την Πλατωνική φιλοσοφία. Μιλάμε για εξωτερικές διαφορές, γιατί υπήρχαν και οι κατ’ εξοχήν εσωτερικές διαφορές σε σχέση με τα περιεχόμενα και την αλήθεια των σοφιστικών ιδεών. Ως προς τις εξωτερικές διαφορές: ο Σωκράτης δεν θεωρεί τον εαυτό του δάσκαλο, που έχει να μεταδώσει κάτι στους «μαθητές του», αλλά συνομιλητή. Ως τέτοιος  συνομιλητής έχει κάνει αυτοσκοπό της ζωής του την καλλιέργεια του απορητικού Λόγου και την εφαρμογή ενός αντίστοιχου φιλοσοφικού τρόπου ζωής, που συνδυάζει θεωρητική σκέψη, π.χ να μαθαίνουν οι άνθρωποι και δη οι νέοι να ορίζουν έννοιες και να σκέπτονται με βάση αυτές, δηλ. διαλεκτικά και όχι αποσπασματικά, και πρακτική στάση ζωής· δηλ. να διάγουν μια ενάρετη, δίκαιη κ.λπ. ζωή σύμφωνα με τη θεωρητική πρόσληψη της αρετής, της δικαιοσύνης, της ανδρείας κ.λπ.

§3

     Από τον Πλάτωνα αντλούμε τις περισσότερες πληροφορίες για τους πιο επιφανείς Σοφιστές. Σκηνοθετεί στα έργα του έναν διάλογο με τον έναν ή τον άλλο σοφιστή και θέτει τις ιδέες τους υπό μια δυναμική κριτική εξέταση. Θεωρεί τον Πρωταγόρα ως τον επιφανέστερο, με οξεία σκέψη και ευρεία επιρροή. Στο έργο του Πρωταγόρας δείχνει την υποδοχή που του επιφύλαξε η Αθήνα αλλά και βασικές γραμμές της σκέψης του. Στον Θεαίτητο τον παρουσιάζει ως τον πιο σπουδαίο αλλά και όχι λιγότερο επικίνδυνο για τον σχετικισμό του, με τον οποίο πρέπει να αντιπαρατεθεί η φιλοσοφία. Η αντιπαράθεση της φιλοσοφίας με τον εν λόγω σχετικισμό συνιστά, κατά τον Πλάτωνα, ένα είδος αφορμής, προκειμένου η ίδια η φιλοσοφία να αναζητήσει τα θεμέλια της δικής της αυτογνωσίας. Από τα έργα του Πρωταγόρα ένα τιτλοφορείται Αλήθεια και αρχίζει με την περιώνυμη φράση: «Μέτρον πάντων χρημάτων άνθρωπος, των μεν όντων ως εστιν, των δε μη όντων ως ουκ εστιν».  Σε ένα άλλο με τίτλο Αντιλογίαι εξέθετε την αρχή του, σύμφωνα με την οποία «δύο λόγους είναι περί παντός πράγματος αντικειμένους αλλήλοις». Με δυο λέξεις: σχετικιστής και πραγματιστής συγχρόνως.

§4
     
     Άλλος σημαντικός σοφιστής, του ύψους του Πρωταγόρα και σύγχρονός του, ήταν ο Γοργίας ο Λεοντίνος. Ο Πλάτων ασχολείται μαζί του στο έργο του με τίτλο: Γοργίας. Λέγεται ότι έζησε πάνω από εκατό χρόνια. Θεωρούνταν έξοχος ρητορο-διδάσκαλος, συναρπαστικός ρήτορας και πραγματικός σοφιστής, υπό την έννοια ότι ενδιαφερόταν πρωτίστως να διαμορφώνει ικανούς ομιλητές, ανεξάρτητα από τα περιεχόμενα που θα τους απασχολούσαν. Με άλλα λόγια δεν προσέβλεπε στη διδασκαλία ή την προβολή της αρετής, άρα δεν εξέταζε αν  οι μαθητές του μιλούσαν για το καλό ή το κακό, αλλά αν διέθεταν ρητορική ικανότητα, αν χρησιμοποιούσαν με τέχνη τα εργαλεία της γλώσσας, με τα οποία τους είχε εξοικειώσει. Στα έργα του ανήκουν το Ελένης εγκώμιον, η υπέρ Παλαμήδους απολογία, περί του μη όντος ή φύσεως. Χρησιμοποιούσε τη γλώσσα με έναν τέτοιο χαρακτηριστικό  τρόπο, που στον πεζό λόγο εισήγαγε τα λεγόμενα γοργίεια σχήματα. Την ήθελε να λειτουργεί ως ένα εργαλείο ψυχολογικής υπόκρισης και όχι ως συνδεόμενη με τη μετάδοση αντικειμενικής γνώσης. Στην πραγματεία του περί του μη όντος διατύπωνε τις τρεις ακόλουθες θέσεις:



«πρώτον, δεν υπάρχει τίποτα, δεύτερον, κι αν υπάρχει, δεν μπορεί ο άνθρωπος να το αντιληφθεί, τρίτον, κι αν ακόμα το αντιληφθεί, δεν μπορεί να το μεταδώσει και να το εξηγήσει στον διπλανό του».                                                                                                                                                                                                                                                                                

Ο Γοργίας, ως προκύπτει, ερμηνεύει τη γλώσσα με έναν εντελώς άλλο τρόπο από τον συνήθη, συνυφασμένον με την αντίληψή του για την ύπαρξη του μη-όντος. Τι δεν μπορεί να υπάρχει; Οτιδήποτε αντικειμενικό δεν μπορεί να κοινοποιήσει η γλώσσα, οποιαδήποτε γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Και τούτη η αντίληψή του για τη γλώσσα απορρέει από το γεγονός ότι αναγνώριζε στη γλώσσα την υπεροχή του ρητορικού ύφους έναντι των περιεχομένων. Ενέτασσε την έννοια του περιεχομένου στο πλάτος της έννοιας του ύφους και έβλεπε τη γλώσσα αποκλειστικά ως εργαλείο και όχι ως ταυτή με τη σκέψη.