Ηράκλειτος ο Εφέσιος
Λήθη και πλάνη
§1
Είναι κοινώς παραδεκτό πως o Ηράκλειτος
έχει αποτιμηθεί ως ένας από τους πιο κραταιούς
στοχαστές της πρώιμης φάσης, της προσωκρατικής περιόδου, της ελληνικής σκέψης,
που ασχολήθηκε όχι μόνο με τη συγκρότηση
και λειτουργία του φιλοσοφικού Λόγου αλλά και με τα πράγματα
της πόλεως, δηλ. με την πολιτική. Η τελευταία με την έννοια ότι αφορά τον άνθρωπο-πολίτη, όπως συγχρόνως και την πόλη εν γένει. Άνθρωπος και Πόλη δεν
μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορο τον κορυφαίο Εφέσιο στοχαστή, καθώς το σύνολο σχεδόν της σκέψης του, όπως το γνωρίζουμε από τα διασωθέντα αποσπάσματα,
περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, και την ερμηνεία
της σχέσης του ανθρώπου με την πόλη και τους
νόμους. Αυτό που προκύπτει από τις ως τώρα μελέτες των ειδικών είναι πως ο
Ηράκλειτος διέκρινε στα πολιτικά πράγματα της πόλεώς του μια ανεπανόρθωτη φθορά, που άγγιζε τα όρια της διαφθοράς και της παρακμής, όσο κι αν έρχονταν στην εξουσία νέες πολιτικές δυνάμεις,
οι λεγόμενες δημοκρατικές. Το πολιτικό πρόβλημα, για τον Ηράκλειτο, ήταν καθαρά
πρόβλημα που πρέπει να απασχολεί πρωτίστως
τη σκέψη και όχι απλώς τους πολιτικούς και την εναλλαγή τους στην εξουσία είτε με το προσωπείο της αριστοκρατίας
είτε με εκείνο της δημοκρατίας κ.λπ. Πραγματικά η πρωταρχική σχέση του ανθρώπου
είναι η σχέση του με τον κατανοητικό Λόγο και σε συνδυασμό με την ορθή λειτουργία τούτης της σχέσης μπορεί
να βαίνει καλώς και οποιαδήποτε άλλη σχέση του: πολιτική, νομοθετική,
θρησκευτική κ.λπ. ήδη στο απόσπασμα Β1
ο Ηράκλειτος θέτει την ως άνω προβληματική και καταφάσκει τη γνωσιοντολογική
αδυναμία της ευρείας μάζας να ενεργήσει σωστά, όταν είναι αποκομμένη από τον
Λόγο που διέπει τα πράγματα:
«Αν και ο λόγος αυτός υπάρχει αιώνια, οι άνθρωποι
είναι ανίκανοι να τον καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν
για πρώτη φορά. Γιατί, ενώ τα πάντα γίνονται σύμφωνα μ' αυτόν το λόγο, αυτοί
μοιάζουν με άπειρους, κι ας αποκτούν εμπειρία και από λόγια και από έργα τέτοια
σαν αυτά που εγώ εξηγώ, διαιρώντας το καθένα σύμφωνα με τη φύση του και
λέγοντας πώς έχει. Όμως οι άλλοι άνθρωποι λησμονούν όσα κάμνουν ξυπνητοί,
ακριβώς όπως λησμονούν κι όσα κάμνουν όταν κοιμούνται».
§2
Σ’ αυτούς τους κοιμισμένους, που κυβερνά όλο τους το Είναι η λήθη, δηλ.η λησμονιά και
συγχρόνως το λάθος/η πλάνη, ανήκουν συνήθως και τα πολιτικά πρόσωπα ή ομάδες από
τότε μέχρι σήμερα με ορισμένες βέβαια φωτεινές εξαιρέσεις προικισμένων
διοικούντων που ως εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα των πολιτικά και
στοχαστικά ανίκανων και κατ’
επέκταση διεφθαρμένων πολιτικών. Αν
δει κανείς διαχρονικά τον σύγχρονο κόσμο, ισχύει αναλογικά ό,τι και τότε: η πολιτική παρακμή διάγει τον πιο βαρύ της
χειμώνα. Η οξυμένη μορφή του πολιτικού-κοινωνικού χειμώνα αποτελεί
απλώς μια από τις τελευταίες φάσεις του ιστορικού χειμώνα της πολιτικής και του βιωμένου πολιτισμού της.
Πρόκειται λοιπόν για την ιστορικότητα ενός πολιτικού
ολέθρου, που στον έναν ή τον άλλο
βαθμό ήταν και είναι πανταχού παρών και για τον οποίο συνήθως πρώτοι κάνουν
λιτανείες οι αποτυχημένοι
πολιτικοί. Μια τέτοια ιστορικότητα ωστόσο δεν προβάλλει ούτε
οφείλει να προβάλλει εκάστοτε ως άλλοθι, προκειμένου να μην αισθάνεται κανείς,
μέσα στο δικό του παρόν, την πνοή
ενός Πολιτικού οικοδομήματος, κενού σε περιεχόμενο και μορφές. Έχει γίνει τόσο σύμφυτο με
την τρέχουσα ζωή αυτό το κενό, ώστε οι λέξεις, πολιτική κρίση, σήψη, παρακμή και
παρόμοιες εκφράσεις να έχουν καταντήσει αφηρημένα και ακίνδυνα συνθήματα χωρίς
να αποκαλύπτουν τίποτα ή χωρίς να παραπέμπουν σε κάποιο αυθεντικό περιεχόμενο.
Μάλιστα, οι ανίκανοι πολιτικοί, αυτοί οι καθ’ όλα υπεύθυνοι για την παρούσα
καταστροφή, ενσωματώνουν μέσα
στην πολιτική τους φλυαρία τέτοιες φράσεις και εκφράσεις για να
επικαλύπτουν με το πέπλο της λήθης τις δικές τους εγκληματικές πολιτικές και να
ανανεώνουν τον οδηγητικό τους ρόλο επί της αγελαίας μάζας. Πιο παραπλανητική
γίνεται η συνθηματολογική φρασεολογία, όταν υπηρετεί εξουσιαστικές βλέψεις
άκαπνων καθεστωτικών με «δημοκρατικό» ή στις εποχές μας με «σοσιαλιστικό»,
«ριζοσπαστικό», «αριστερό» προσωπείο. Τον πιο δίκαιο λόγο για όλο τούτο
το γένος των βάρβαρων καθεστωτικών της
«αριστεράς», τον έχει διατυπώσει με πολλή ευστοχία ο Κοστάντσο Πρέβε:
«ποτέ δεν έμαθαν να εφαρμόζουν τον μαρξισμό στον
εαυτό τους και πίστεψαν ότι ο δικός τους μαρξισμός χρησίμευε μόνο για να
ερμηνεύσει τους αστούς, τους καπιταλιστές, τους αιρετικούς κ.λπ.»
(Κριτική ιστορία του μαρξισμού. Εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα 2010, σ. 16).
§3
Η μνημονευθείσα
καθεστωτική λογική δείχνει περίτρανα ότι οι βάρβαροι της
Πολιτείας, ήγουν της πολιτικής, δεν βρίσκονται έξω από την πόλη, αλλά είναι
εγκατεστημένοι εντός των τειχών. Ίδιον αυτών των «βαρβάρων» είναι η δυσαρμονία ιδιωτικού και δημόσιου βίου.
Ως άρχοντες επικαλούνται το δημόσιο συμφέρον, για να υπηρετήσουν τα ιδιωτικά
τους συμφέροντα. Αποδεικνύονται έτσι ότι είναι ένα συνονθύλευμα σκληροτράχηλων συντεχνιών, συνωμοτικών φατριών, που ως
νέο-βάρβαροι έχουν καταλάβει την Πόλη. Για να επιβιώσει όμως στην εξουσία μια
τέτοια κάστα χρειάζεται να μεταποιήσει και τους αρχόμενους σε παρόμοιο
συνονθύλευμα. Τότε συμβαίνει η
πλήρης ιδιωτικοποίηση της Πολιτείας: καμιά ειλικρινής δημόσια φωνή
δεν μπορεί να αντισταθεί στην παραταξιακή, συντεχνιακή, δημοσιογραφική,
φιλαθλο-υστερική αποβαρβάρωση μεγάλου μέρους των μαζών. Στο ως άνω απόσπασμα
Β1, ο Ηράκλειτος μιλάει για την ανεξάντλητη
δυναμική του κοινού-δημόσιου λόγου που κυβερνά τον κόσμο, μηδέ
εξαιρουμένου και αυτού του πολιτικού κόσμου: ενώ όμως αυτός ο κοινός λόγος
είναι παρών και καθιστά και τον, κατά λόγο, κόσμο παρόντα, οι άνθρωποι δεν
έχουν καμιά πρόσβαση σε τούτη την κοινότητα λόγου και κόσμου· δηλαδή τους διαφεύγει
από τον νου ο
κοινός, δημόσιος λόγος και κόσμος, που είναι προσβάσιμος σε όλους, επειδή
καθεύδουν. Τι εννοεί καθεύδουν; Ότι κινούνται από ελατήρια, από όνειρα,
οπτασίες, οράματα ιδιωτικά και απατηλά. Μια τέτοια αποβαρβάρωση
αρχόντων και αρχομένων δεν έχει αρχή και τέλος. Συντελεί στην καθίδρυση ενός «ανεστραμμένου κόσμου για τον κοινό νου»
(Χέγκελ), που όμως περνάει για λογικός. Άρχουσα δύναμη είναι η ύβρις
[(=αλαζονεία της εξουσίας) απ. Β43], η κοιλιοδουλεία (απ. Β29), η
συμπεριφορά «όνων που προτιμούν το άχυρο από
το χρυσάφι» (απ.Β9), με μια λέξη: «οι
βάρβαρες ψυχές» (απ. Β107).