Μάρτιν Χάιντεγκερ
1889-1976
«…Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να φιλοσοφείς…»
§1
Είναι κοινώς παραδεκτό πως ο Χάιντεγκερ ανήκει στους πιο χαρισματικούς διανοητές της σύγχρονης σκέψης. Δεν υπάρχει άλλος φιλόσοφος του εικοστού αιώνα, που να κατόρθωσε να αναπτύξει μια τόσο σαφή συνείδηση σχετικά με το ότι η σύγχρονη εποχή είναι μια μεταβατική εποχή, που υπαγορεύει επιτακτικά στη σκέψη να θέτει ερωτήματα παρά να δίνει έτοιμες απαντήσεις. Το ερωτάν τώρα επιχειρεί να θέσει υπό μια κριτική διερεύνηση την παραδοσιακή φιλοσοφία και να διανοίξει στην ως τώρα μεταφυσική σκέψη την οδό της μη μεταφυσικής στοχαστικής της δυνατότητας. Στην ουσία ο Χάιντεγκερ κοπιάζει σαν τον ξυλοκόπο (κατά τη δική του έκφραση) να συγκροτήσει μια ανοικτή σκέψη, που να μπορεί να αυτοσυγκεντρώνεται στο πρόβλημα της μεταφυσικής και στο ερώτημα του Είναι. Αυτό τον ανοικτό χαρακτήρα της σκέψης αποτυπώνει με τη φράση: Wege‒nicht Werke[1]. Με τη λέξη Wege [=δρόμοι, οδοί] θέλει να μας πει πως δεν υπάρχει μια αποκλειστική στοχαστική οδός, πως η σκέψη του δεν σχετίζεται με μια και μοναδική οδό, αλλά διανοίγεται σε πολλές και ενίοτε χάνεται εδώ μέσα. Γι’ αυτό και nicht Werke [=όχι έργα]: όχι αποτελματωμένα και αποστεωμένα σχήματα σκέψης. Τίτλοι των έργων του είναι ενδεικτικοί αυτής της πολυκύμαντης σκέψης: Holzwege[2] είναι οι δρόμοι του δάσους, που παραπέμπουν σε ένα είδος λανθασμένων δρόμων, σε αδιάβατα μονοπάτια. Wegmarken[3] είναι οι οδοδείκτες, που κάποιος προπορευόμενος άφησε πίσω του στο δρόμο, προκειμένου να βοηθήσει εκείνους που ακολουθούν και θέλουν να βρουν τον δρόμο τους. Unterwegs zur Sprache[4]: καθ’ οδόν προς τη γλώσσα είναι η όδευση προς τον πυρήνα της σκέψης του, προς τη φιλοσοφική του αλήθεια. der Feldweg[5]: το αγροτικό μονοπάτι είναι το μονοπάτι που αναζωογονεί την ψυχή του φιλοσόφου.
§2
Το να βρει κανείς έγκαιρα
τον δρόμο που του ταιριάζει στη ζωή και
στην ψυχή δεν είναι εύκολη υπόθεση. Να γιατί η περιπέτεια της σκέψης του
Χάιντεγκερ δεν έχει αρχή και τέλος. Στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος,
η σκέψη των ολύμπιων «θεών» της φιλοσοφίας, τέτοιων όπως ο Χάιντεγκερ ο Πλάτων,
ο Χέγκελ κ.λπ., δεν παύει να είναι η περιπλάνηση, ως το
χαρακτηριστικό πάθος μιας τέτοιας φιλοσοφίας που γνωρίζει, στον ένα ή τον
άλλο βαθμό, μια αυθεντική ερμηνεία από σπουδαίους μελετητές μοναδικής
ευαισθησίας και απαράμιλλης επιστημονικής αφοσίωσης· όχι σπάνια όμως συμβαίνει
να έρχεται αντιμέτωπη και με την κακοποίησή της
από κάποιους τσαρλατάνους, εντός ή εκτός μορφωτικών ιδρυμάτων, που οι
«φιλοσοφικές» τους δυνατότητες εξαντλούνται στο να μιμούνται ή
να αναπαράγουν, με νηπιακό τρόπο, διάφορα ιδεολογικά στερεότυπα.
Ιδεολογία, σύμφωνα με τον Χέγκελ, σημαίνει αχυροφαγία. Μόνο που η
κάθε είδους ιδεολογική αχυροφαγία αποθρασύνεται πολλάκις και αξιώνει να
καταβροχθίζει τη δημιουργική σκέψη. Στην περίπτωση του Χάιντεγκερ, η
δημιουργική του σκέψη έμελλε να αναπτυχθεί σε πολύ δύσκολους καιρούς, έμπλεους
άλυτων ή δυσεπίλυτων αντιφάσεων, και αναλογικά να προκαλέσει τις πιο
αντιθετικές αντιδράσεις. Η ανεκτίμητη πάντως αξία του, ως του μεγαλύτερου
φιλοσόφου του εικοστού αιώνα, έγκειται, μεταξύ άλλων, στο ότι συνδυάζει βαθύτητα σκέψης και αστείρευτη ερμηνευτική δύναμη,
που του επιτρέπει να διακρίνει ότι η νεωτερκότητα, ήτοι η μετανεωτερικότητα,
δεν μπορεί να υφίσταται παρά μόνο ως μια αδιάκοπη ρήξη με τον
παραδοσιακό τρόπο σκέψης και ως άνοιγμα σε εκείνη τη σκέψη,
που τελεί σε εγγύτητα με το μονοπάτι της ζωής και με τα πεπρωμένα των ανθρώπων.
Ένα δείγμα μιας τέτοιας σκέψης μας παρέχει ο φιλόσοφος με τα ερμηνευτικά του
εγχειρήματα γύρω από το Είναι, την τεχνική αλλά
και τη γλώσσα.
§3
Όσο περισσότερο ήθελε να βλέπει μπροστά,
τόσο πιο πολύ γύριζε πίσω στη φιλοσοφική παράδοση:
θέλοντας να αντιμετωπίσει την ιδεολογική καταστροφή του Λόγου και
όσες πλείστες άλλες μορφές σκοταδισμού της εποχής
του, συζητούσε με τους μεγάλους φιλοσόφους της ιστορικής
παράδοσης, αφετηρία της οποίας ήταν οι πρώτοι Έλληνες στοχαστές. Εκκινώντας από
εδώ όριζε τον γενικό προσανατολισμό της φιλοσοφίας του ως ακολούθως:
«Για να μάθουμε κάποτε να αποκτούμε καθαρή εμπειρία
της υπό συζήτηση ουσίας της σκέψης και τούτο σημαίνει συγχρόνως να την
πραγματοποιούμε, πρέπει πρώτα να απελευθερωθούμε από την τεχνική διερμήνευση
της σκέψης· μια διερμήνευση που ανάγει τις απαρχές της πίσω στον Πλάτωνα και
τον Αριστοτέλη. Η ίδια η σκέψη λογίζεται εκεί ως μια τέχνη*, ως
μεθόδευση διαλογισμού στην υπηρεσία του πράττειν και του ποιείν. Ο διαλογισμός
όμως θεωρείται εδώ ήδη από τη σκοπιά της πράξεως* και της ποιήσεως*.
Γι’ αυτό, όταν η σκέψη λαμβάνεται διεαυτήν, δεν είναι “πρακτική”. Ο
χαρακτηρισμός της σκέψης ως θεωρίας* και ο προσδιορισμός της
γνωσιακής διεργασίας ως “θεωρητικής” συμπεριφοράς συμβαίνει ήδη στο πλαίσιο της
“τεχνικής” ερμηνείας της σκέψης. Είναι μια απόπειρα αντενέργειας για να
διασωθεί η σκέψη και ακόμη να διατηρήσει την αυτονομία της απέναντι στο
ενεργείν και το πράττειν. Έκτοτε, η “φιλοσοφία” βρίσκεται μόνιμα στην ανάγκη να
δικαιολογεί την ύπαρξή της έναντι των επιστημών. Πιστεύει πως αυτό μπορεί να
συμβεί ασφαλέστερα, εάν η ίδια ανυψωθεί στην τάξη της επιστήμης. Μια τέτοια
προσπάθεια όμως είναι η εγκατάλειψη της ουσίας της σκέψης»[6].
Εκθέτοντας πιο πάνω τον δικό του
μετασχηματιστικό τρόπο σκέψης, ο Χάιντεγκερ αποφαίνεται πως η φιλοσοφία, στο
πλαίσιο της ιστορίας του Είναι και καθ’ όλη την αντίστοιχη εξέλιξή της από την
εποχή του Πλάτωνος και εντεύθεν, έλαβε τον χαρακτήρα της επιστήμης,
γιατί πίστευε και πιστεύει πως έτσι θα διασώσει το κύρος και την υπόληψή της
ως διαστοχαστικής πράξης και επιστημονικής σκέψης. Ο Πλάτων
πράγματι έκανε λόγο για τη φιλοσοφική γνώση ως επιστήμη, όπως και ο
Αριστοτέλης· με την ίδια ένταση ακολούθησαν στη συνέχεια και όλοι σχεδόν οι
μεγάλοι φιλόσοφοι έως και τη σύγχρονη εποχή. Έτσι βλέπουμε π.χ. τον Καντ να
έχει θέσει ως σκοπό της κριτικής του Λόγου, το να μεταδώσει στη φιλοσοφία, να
της διδάξει, την “ασφαλή πορεία μιας επιστήμης”. Ο Χέγκελ επίσης πρόταξε ως σκοπό
του στη Φαινομενολογία του πνεύματος να υψώσει τη φιλοσοφία σε
επιστήμη.
§4
Όλες όμως αυτές οι προσπάθειες δεν
επιτυγχάνουν να απελευθερώσουν την ουσία της σκέψης από τον τεχνικό,
επινοητικό, εργαλειακό της χαρακτήρα παρά να την καταπνίξουν, να
την εγκαταλείψουν στην ανοικειότητα, στην ψυχρότητα των
υπολογιστικών σχέσεων:
«η επιστήμη δεν σκέπτεται. Δεν σκέπτεται, γιατί
με τον τρόπο που εργάζεται και με τα βοηθητικά μέσα που χρησιμοποιεί ποτέ δεν
μπορεί να σκεφτεί»[7].
Επιστήμη και σκέψη βρίσκονται τώρα σε αντιπαράθεση.
Η επιστήμη εργάζεται με μεταφυσικό τρόπο και αποστεγνώνει άκαρδα τον
Λόγο. Η σκέψη, απεναντίας, είναι διαλογιστική σκέψη και
προχωρεί πέραν της λογιστικής και υπολογιστικής σκέψης
της επιστήμης. Στον Χάιντεγκερ της περιόδου του Είναι και Χρόνου η
σκέψη υποδηλώνει τον μεταστοχασμό γύρω από το νόημα του Είναι.
Στον Χάιντεγκερ της περιόδου μετά τη λεγόμενη «στροφή» η σκέψη εκδιπλώνεται
ως μεταστοχασμός πάνω στο «Είναι και τη γλώσσα». Στη
συνάφεια τούτη
«η φιλοσοφία είναι καθ’ οδόν προς το Είναι του όντος,
δηλ. προς το ον από τη σκοπιά του Είναι»[8].
Κατ’ αυτό το πνεύμα, η φιλοσοφία δεν μπορεί να
ταυτιστεί με καμιά ιστοριογραφικής υφής συσσώρευση αποφάνσεων ή ορισμών, αλλά
είναι η ομο-λογία, που φτάνει στην ιδιάζουσα στην ουσία της
ολοκλήρωση και έχει λόγο, ομιλεί σε ευθεία αναλογία με το γεγονός ότι δίνει
βάση στην προσαγόρευση που της απευθύνει το Είναι του όντος.
Τούτη λοιπόν η φιλοσοφική σκέψη ως ομο-λογείν (Ent-sprechen) «είναι ένα
ομιλείν. Είναι στην υπηρεσία της γλώσσας»[9].
§5
Τούτο σημαίνει περαιτέρω πως η σκέψη
του Είναι (γενική αντικειμενική και υποκειμενική) δεν είναι κάτι
διαφορετικό από τη σκέψη της γλώσσας (γενική αντικειμενική και
υποκειμενική). Και τούτο, επειδή η γλώσσα δεν μπορεί να είναι ένα απλό
όργανο έκφρασης, αλλά βρίσκεται στην υπηρεσία της σκέψης του ανθρώπου. Με την
ως άνω ερμηνεία του, ο Χάιντεγκερ αφήνει πίσω του πολλούς ακαδημαϊκούς
φιλοσόφους, που θεωρούσαν και θεωρούν πως η φιλοσοφία μπορεί να διδαχθεί και να
ερευνηθεί, εν είδει επαγγέλματος, στις σκονισμένες αίθουσες του
ενός ή του άλλου μορφωτικού ιδρύματος ή στο πλαίσιο μιας ομάδας επιστημόνων που
πρόθυμα υπηρετεί/ούν τον επαγγελματικό τους προσανατολισμό.
Μια τέτοια μορφή σκέψης έγκειται στην παράσταση και στον υπολογισμό, κάτι που
υποδηλώνεται και με την εξάρτηση από υπολογιστές, και συμπίπτει με «τη διάλυση
της φιλοσοφίας σε τεχνολογικές επιστήμες»[10].
Έτσι, στο βαθμό που η επιστήμη δεν σκέπτεται, δεν πρέπει να ταυτίζεται ή
να συγχέεται με την αυθεντική σκέψη. Η
τελευταία δεν ασχολείται με την επίλυση κοσμικών γρίφων ούτε
με την παραγωγή εφήμερης, πρακτικής σοφίας ή με την πλήρη υποταγή του
κόσμου σε έναν άνευ νοήματος επαγγελματισμό. Απεναντίας
ενδιαφέρεται για το ακριβώς αντίθετο: η σκέψη του παρόντος και του μέλλοντος,
έτσι όπως τη συλλαμβάνει ο Χάιντεγκερ, διεξάγει έναν πόλεμο μέχρις
εσχάτων ενάντια στις υποχθόνιες θεωρίες και κοσμοθεωρίες της παρακμής των
καιρών μας και δεν αφήνει περιθώρια στο ανθρώπινο Dasein να παραδοθεί άνευ όρων
σε ό,τι καταψύχει το Είναι του· το παρωθεί να αναζητεί την οδό
προς τη δημιουργική σκέψη, το προσ[ς]-καλεί σε ένα άνοιγμα προς τα μπρος και
προς τα πίσω, στην ανάληψη ενός αγώνα ενάντια στον ανεξέλεγκτο διασκορπισμό
του, στην απόλυτη ανεστιότητά του και συνακόλουθα στον εξ αυτής πνευματικό
και υπαρξιακό μαρασμό, που του επιφυλάσσει η παρακμή του σύγχρονου
κόσμου:
«Πάνω στη γη και γύρω της συμβαίνει ένα
σκοτείνιασμα του κόσμου. Τα πιο ουσιαστικά συμβάντα του εν λόγω σκοτεινιάσματος
είναι: η φυγή των θεών, η καταστροφή της γης, η μαζοποίηση του ανθρώπου,
η προβολή των μετριοτήτων. Τι σημαίνει κόσμος, όταν μιλάμε για το σκοτείνιασμα
του κόσμου; Κόσμος είναι πάντοτε ο πνευματικός κόσμος. Το ζώο
δεν έχει κόσμο ούτε πνευματικό περιβάλλον. Το σκοτείνιασμα του κόσμου κλείνει
μέσα του μια αποδυνάμωση του πνεύματος, τη διάλυσή του, τον μαρασμό
του, τον παραμερισμό του και την παρανόησή του. Θα δοκιμάσουμε να ερμηνεύσουμε
αυτή την αποδυνάμωση του πνεύματος από μια άποψη και
μάλιστα αυτήν της παρανόησης του πνεύματος. Είπαμε: η Ευρώπη
βρίσκεται ανάμεσα στις λαβίδες της Ρωσίας και της Αμερικής, που μεταφυσικά
είναι το ίδιο πράγμα, δηλ. σε σχέση με τον παγκόσμιο χαρακτήρα τους και στη
σχέση τους με το πνεύμα»[11].
§6
Το πνεύμα εκφράζει την πνευματική
δύναμη του ανθρώπου που στο έδαφος της ιστορίας προσλαμβάνει τη μορφή
του εναρμονισμένου με το ερώτημα του Είναι φιλοσοφικού στοχασμού· με το ερώτημα του
Είναι, ως θεμελιώδες ερώτημα της μεταφυσικής,
στην εσωτερική συναλληλία της ιστορικότητάς του με την παγκόσμια
ιστορία της γης. Γι’ αυτό και η αποδυνάμωση τούτης της δύναμης
σημαίνει ολική και καθολική παρερμηνεία της
ιστορικότητας του Είναι ως αυτού που συμβαίνει στην κατ’ ιδίαν του αλήθεια και
επηρεάζει καθοριστικά την ιστορία του κόσμου πάνω στη γη. Η έννοια του
κόσμου, στον Χάιντεγκερ, λαμβάνει τη σημασία του πιο δημιουργικού
επιτεύγματος του ανθρώπου. Όταν επομένως σκοτεινιάζει αυτός
ο κόσμος σημαίνει πως αλλάζει δραματικά για να βυθιστεί μέσα στη νύχτα του
μηδενός. Μια τέτοια νύχτα του μηδενός βίωσε ο κόσμος, στην
πρόσφατη ιστορία του, όταν κατά τον εικοστό αιώνα διήλθε
δραματικές-δραματικότατες στιγμές ‒εθνικοσοσιαλισμός,
φασισμός, μπολσεβικισμός, έωλη δημοκρατία κ.λπ.‒ και συνεχίζει να διέρχεται, με δριμύτητα ως συνέχεια και συνέπεια αυτής της δραματικής του
ιστορίας.
[1] Martin Heidegger, Frühe Schriften,
GA1, σ. .IV.
[2] GA 5.
[3] GA 9.
[4] GA 12.
[5] GA 13.
[6] GA 9, 314.
[7] GA 7,
133.
[8] Τι
είναι η φιλοσοφία;, 45
[9] Ό.π.,
72
[10] GA 14,
73.
[11] GA 40,
48-49. (ελλ. μτφρ. Χρ. Μαλεβίτση, σ. 75)