Παναγιώτης Κονδύλης
(1943-1998)
Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας
Κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Θεμέλιο ένα δοκίμιο του Π. Κονδύλη με τίτλο οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας. Το εν λόγω δοκίμιο πρωτοδημοσιεύτηκε το 1991 ως εισαγωγή με τίτλο: Η καχεξία του αστικού στοιχείου στην νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του: Η παρακμή του αστικού πολιτισμού. Εάν επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στο σύντομο αυτό δοκίμιο, θα διαπιστώσουμε ότι η ανίχνευση των αιτίων της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας από τον Π. Κονδύλη ηχεί προφητικά για τη σημερινή κατάρρευση της Ελλάδας. Συγχρόνως, η όλη ανάλυση –περιεκτική και στοχευμένη– δεν αφήνει περιθώρια για περαιτέρω αυταπάτες, όσο και αν οι κύριοι υπεύθυνοι της καταστροφής της Ελλάδας αυτοπαρουσιάζονται ως οι εξ ουρανού θεόσταλτοι σωτήρες μας. Ας παρακολουθήσουμε όμως τη συλλογιστική της ίδιας της σκέψης του Κονδύλη.
§1
Τις πταίει; Μέσα από μια κοινωνιολογική και πολιτική βασικά ανάλυση ο Κονδύλης επιχειρεί κατ’ αρχήν να προσδιορίσει τα όρια του αστικού χαρακτήρα της νεότερης Ελλάδας. Η λεγόμενη αστική τάξη της χώρας μας «ποτέ δεν κατάφερε να δημιουργήσει γηγενή και αυτοτελή αστικό πολιτισμό» (σ. 12). Η χρήση του όρου συνεπώς δεν ανταποκρίνεται σε κάποιο συγκεκριμένο μόρφωμα με καθορισμένο ιστορικό περιεχόμενο, παρά κατονομάζει όσους εχθρεύονται τον «σοσιαλισμό» ή θεωρούνται «πλουτοκράτες» και «αντιδραστικοί» (ό.π.). Σε κάθε περίπτωση, «για αστική τάξη μίλησαν … οι αριστεροί ή και οι φιλελεύθεροι εκσυγχρονιστές» (σ. 17), χωρίς βέβαια να προσδιορίσουν τα ενδογενή χαρακτηριστικά αυτής της τάξης με βάση την πλήρη γνώση των δεδομένων, έτσι ώστε να μπορέσουν να προσφέρουν μια πραγματική ερμηνεία του υπαρκτού αστισμού και να χαράξουν μια ανάλογη στρατηγική. Ως προκύπτει, ο Κονδύλης δεν αμφισβητεί τον όρο αστική τάξη, αλλά θίγει ουσιαστικά την ασάφεια που επικρατούσε και επικρατεί στους αναλυτές κυρίως της αριστεράς ως προς τον ακριβή προσδιορισμό της συγκεκριμένης τάξης με ιστορικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς όρους (σ. 17-18). Γενικώς, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μεταπρατικό χαρακτήρα της αστικής τάξης της Ελλάδας, χωρίς να μπορέσει να παίξει ρηξικέλευθους ιστορικά ρόλους (σ. 23). Της έλειπε και της λείπει «μια ουσιώδης διάσταση της αστικής οικονομίας, του αστικού πολιτισμού και της αστικής αυτοσυνείδησης» (σ. 24). Διερώτηση: πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει οποιοδήποτε μετα-αστικό πρόταγμα ή μια κοινωνία της ευημερίας, μια αυθεντική ανάπτυξη, όταν το αστικό στοιχείο είναι ή υποταγμένο στο προ-αστικό, φεουδαλικό ή ετερόφωτο ή βίαια εισαγμένο και επιβαλλόμενο, όταν η ίδια η κοινωνία συντηρεί «τις πιο εκλεπτυσμένες εκφάνσεις των πατριαρχικών ιδεολογιών και στάσεων»( σ. 25);
§2
Κατά δεύτερον, η παρακμή της Ελλάδας, σύμφωνα με τον Κονδύλη, δεν είναι άσχετη με τη δομή και λειτουργία του κράτους. Όπως αναφέρει, «ο μηχανισμός της λειτουργίας του κράτους διαμορφώθηκε ως εν μέρει τερατογενετικό και εν μέρει ιλαροτραγικό αποτέλεσμα της διασταύρωσης …του κοινοβουλευτισμού και της καθολικής ψηφοφορίας με μια κοινωνία που διέπεται από πατριαρχικές σχέσεις, στάσεις, νοοτροπίες κι αξίες» (σ. 26).Σε τι φταίνε κοινοβουλευτισμός και καθολική ψηφοφορία; Στο ότι συνετέλεσαν στη διόγκωση του κρατικού μηχανισμού μέσα από την καλλιέργεια πελατειακών σχέσεων με τον πολίτη. Τα κόμματα μοίραζαν και μοιράζουν τις κρατικές θέσεις στους ψηφοφόρους τους με στόχο την ενίσχυση της δύναμής τους σε βάρος μιας εύρυθμης λειτουργίας κοινωνίας και κράτους. Απ’ αυτή την άποψη, «πρώτο μέλημα του κόμματος ήταν η κατάκτηση και η νομή του κράτους, ειδάλλως θα έχανε την πίστη των οπαδών του στην ικανότητά του να υπερασπίσει τα συμφέροντά τους» (σ. 27). Ενώ στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης ο κρατικός μηχανισμός, ακόμη κι όταν διογκώνεται, έχει ως αντιστάθμισμα την αύξηση της οικονομικής απόδοσης, εδώ «την εκποίηση του κράτους, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού παιγνιδιού, την εγκαινίασαν και την καλλιέργησαν με τρόπους απείρως ευρηματικούς τα πολιτικά ‘‘τζάκια’’ με την παρασιτική-πατριαρχική νοοτροπία τους» (σ.29). Η αρνητική τούτη εξέλιξη του κράτους για το έθνος και την κοινότητα των ανθρώπων του ήταν «θετική» για την κομματικοκρατία, γιατί μετέτρεψε τις αντιθέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις σε αντιθέσεις ανάμεσα σε διάφορους «κλάδους», «καθένας από τους οποίους αγωνιζόταν να αποσπάσει τα περισσότερα από τον δημόσιο κορβανά» (σ. 36).
§3
Ο επίπλαστος αστισμός, όπως περιγράφηκε ακροθιγώς πιο πάνω, οδήγησε σε ένα «καθεστώς μιας εξίσου νόθας μαζικής δημοκρατίας» (σ. 57), η οποία ήταν ανίκανη να απαλλαγεί από πελατειακές σχέσεις και νοοτροπίες. Στην αναλογία αυτή νοθεύτηκε και το λεγόμενο «αστικό» στρώμα. «έτσι ώστε αυτό σήμερα να αποτελείται … από νεόπλουτους, και μάλιστα νεόπλουτους χάρη σε εργολαβικές και μεταπρατικές δραστηριότητες» (σ.58). Η κρίση συναφώς καθίσταται πρωτοφανής, γιατί «η κομματική εκποίηση του κρατικού μηχανισμού … πέρασε στο στάδιο της διαρκούς εκποίησης της χώρας» (σ. 64). Παράλληλα επήλθε «μια χαοτική ανάμιξη των πνευματικών προϊόντων που έρχονταν σε όλο και μεγαλύτερες μάζες απ’ έξω» (σ. 67) και το όλο πνευματικό τοπίο χαρακτηριζόταν και εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από «εξυπνακιδισμό και ημιμάθεια» (σ. 67). Τούτο δείχνει περαιτέρω πως η εξαμβλωτική μαζική δημοκρατία δεν αφήνει ανεπηρέαστο κανέναν τομέα, κανένα πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, αφού επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση του ήθους. Κατ’ αυτό το πνεύμα «το αστικό εργασιακό ήθος είναι ουσιαστικά άγνωστο όχι μόνο στον τομέα της υλικής παραγωγής, αλλά και στον τομέα του πνεύματος, … όπου οι μίμοι και οι γελωτοποιοί εκπροσωπούνται με ποσοστά ιδιαιτέρως υψηλά στους κύκλους των διανοουμένων, στα πανεπιστήμια και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης» (σ. 67). Τελικά όταν νοσεί ο υλικός τομέας παραγωγής, νοσεί και ο αντίστοιχος του πνεύματος και αντίστροφα, γι’ αυτό και πολύ έγκυρα και έγκαιρα ο Κονδύλης αποφάνθηκε ότι «η εκποίηση του έθνους με την υλική έννοια θα συνοδευτεί και από την πλήρη πνευματική του στειρότητα» (σσ. 67-68).