Ο Χάιντεγκερ ερμηνεύει Μαρξ
§1
Μια
από τις πιο γνωστές και μεστές νοήματος ρήση του Μαρξ είναι η ενδέκατη θέση από
τις θέσεις
για τον Φόυερμπαχ. Η ρήση αυτή έχει ως εξής:
«Οι φιλόσοφοι ως τώρα έχουν μόνο ερμηνεύσει τον κόσμο με
διάφορους
τρόπους. Το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».
Ποιον
προβληματισμό καταθέτει ο Μαρξ με αυτή τη θέση; Πρώτον προσδιορίζει την κοινωνική
αποστολή της φιλοσοφίας· στη συνάφεια τούτη, δεύτερον, θεωρεί ότι το ανθρώπινο άτομο δεν είναι ένα
αφηρημένο ον, αλλά κατ’ εξοχήν κοινωνικό, όπως και η ίδια η κοινωνία
δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως ένα αφηρημένο αντικείμενο μιας εποπτικής θέασης,
αλλά ως συγκεκριμένο πεδίο συνεννόησης και ταξικών συγκρούσεων. Στο βάθος του
χρόνου, η πιο πάνω θέση έχει υποστεί αμέτρητες καταχρηστικές ερμηνείες ή
εφαρμογές από τους πιο απρόβλεπτους πρακτικιστές της καθεστωτικής «αριστεράς»,
χωρίς βέβαια να παραβλέπονται και παραδειγματικές χρήσεις της. Οι παρερμηνείες
αυτές και οι κατά καιρούς στρεψόδικες εφαρμογές της όχι μόνο αντιστρατεύονται
ευθέως αυτό που εννοούσε ο ίδιος ο Μαρξ, αλλά καθαγιάζουν, και άνευ όρων,
σκοταδιστικούς ιδεολογισμούς της εν λόγω καθεστωτικής «αριστεράς», οι οποίοι
θεμελιώνουν με ενισχυμένο μπετόν-αρμέ ό,τι ακριβώς –ιδεολογικά, πολιτικά και
κοινωνικά– υποτίθεται πως αυτή πασχίζει να ξεθεμελιώσει. Η επωδός των εν λόγω
ερμηνευτικών στρεβλώσεων συνοψίζεται περίπου σε τούτο: τα προϊόντα του πνευματικού
πολιτισμού που προηγήθηκαν της μαρξικής σκέψης είναι αστική κουλτούρα και ως
τέτοια έχουν μόνο μια ιστοριογραφική αξία. Εάν θέλει κανείς να αλλάξει τον
κόσμο, πρέπει να αφήσει πίσω του αυτές τις θεωρίες και να ασχοληθεί με την «πράξη». Ποια πράξη; Προφανώς τη δική
τους, απόλυτα υποκειμενική κυριαρχία: η «σοφή» θεωρητικο-πρακτική συμπεριφορά του
καθοδηγητή, του ισνστρούχτορα που, ως άλλος απεσταλμένος του θεού, δεν
επιτρέπει καμιά παρέκκλιση. Για του λόγου το ασφαλές ας κοιτάξει κανείς: α)
πόσο έχει εντρυφήσει και πόσο εντρυφά η καθεστωτική «αριστερά» –εδώ δεν
περιλαμβάνονται τα πλατιά κοινωνικά στρώματα της εργασίας με τον ανυστερόβουλο
και γι’ αυτό αγωνιστικό τους μόχθο– στη σκέψη των μεγάλων φιλοσόφων, όπως
Προσωκρατικοί, Πλάτων, Αριστοτέλης, Καρτέσιος, Σπινόζα, Καντ, Χέγκελ,
Χάιντεγκερ κ.ά. Αυτοί οι καθεστωτικοί αρνούνται ως αντιμαρξικό ακριβώς αυτό που
έπραξε ο Μαρξ για να γίνει Μαρξ, δηλαδή τη βαθιά διείσδυση στα μεγάλα ρεύματα
της σκέψης ως προϋπόθεση για τη ριζοσπαστική πράξη.
§ 2
Επιχειρώντας
ο Χάιντεγκερ να απαντήσει στο ερώτημα για την κοινωνική αποστολή της φιλοσοφίας,
δηλαδή για ό,τι ακριβώς θέτει ως πρόταγμα η πιο πάνω ρήση του Μαρξ, παρατηρεί
τα εξής:
«Εάν θέλει κανείς να απαντήσει σ’ αυτό το
ερώτημα, πρέπει πρώτα να ρωτήσει: “τι είναι κοινωνία;” και να μεταστοχαστεί
σχετικά ότι η σημερινή κοινωνία δεν είναι παρά η απολυτοποίηση της σύγχρονης
υποκειμενικότητας και ότι αυτή
εδώ δεν αφήνει διόλου περιθώρια να διαδραματίσει ρόλο, να έχει λόγο, μια
φιλοσοφία που έχει υπερβεί τη σκοπιά της υποκειμενικότητας. Ένα άλλο ερώτημα
είναι κατά πόσο μπορεί κανείς να ομιλεί γενικώς για μια αλλαγή της κοινωνίας.
Το ερώτημα για την απαίτηση της αλλαγής του κόσμου μας οδηγεί πίσω σε μια περιλάλητη
ρήση του Μαρξ από τις «θέσεις για τον Φόυερμπαχ»:
«Οι
φιλόσοφοι ως τώρα έχουν μόνο ερμηνεύσει τον κόσμο με
διάφορους τρόπους. Το
ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε».
Όταν
επικαλείται
κανείς αυτή τη ρήση και την εφαρμόζει, παραβλέπει ότι μια
αλλαγή του κόσμου προϋποθέτει μια αλλαγή της παράστασης για τον κόσμο και
μπορεί να αποκτήσει κανείς μια τέτοια παράσταση, μόνο όταν ερμηνεύει τον κόσμο
επαρκώς... Ο Μαρξ δημιουργεί την εντύπωση ότι ομιλεί αποφασιστικά
ενάντια στη φιλοσοφία, ωστόσο στο δεύτερο μέρος της ρήσης προϋποθέτει ακριβώς,
χωρίς να το αναφέρει ρητά, την απαίτηση για μια φιλοσοφία» (Martin Heidegger im Gespräch, σ.22).
§ 3
Αντί σχολίου: Ο Χάιντεγκερ έχει στο νου του τη μαζική
κοινωνία της νεωτερικής, ήτοι μετανεωτερικής εποχής, όπου τα άτομα υπάρχουν ως
αφηρημένα όντα, ως γυμνά υποκείμενα, πλήρως ανέστια και αποξενωμένα από
απελευθερωτική σκέψη και δράση. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή η ίδια η
κοινωνία έχει εκφυλιστεί σε μια αφηρημένη συντεχνία συμφερόντων και πολιτικών
δολοπλοκιών. Ο διευθυντής της συντεχνιακής αυτής ορχήστρας είναι πάντοτε η αυθαίρετη υποκειμενικότητα.
Αυθαίρετη υποκειμενικότητα αφενός με το νόημα της μιας ή της άλλης
ατομικότητας, η οποία όσο κενή είναι από περιεχόμενα και νοήματα, τόσο αναλαμβάνει
τον
ρόλο του δήμιου ή του θεόσταλτου, και γι’ αυτό «αλάθητου», πολιτικού ή
πνευματικού ηγεμόνα· αφετέρου με το νόημα μιας εκφυλιστικής μαζοποίησης
των πάντων –ανθρώπων, αξιών και πραγμάτων– που δεν επιτρέπει τη διάνοιξη σε μια
σκεπτόμενη συλλογικότητα. Έτσι παρατηρούμε στην περιοχή της παιδείας και της
επιστήμης, στα διάφορα μορφωτικά μας ιδρύματα: πανεπιστήμια, σχολεία κ.λπ.,
αντί για σκεπτόμενη συλλογικότητα, να κυριαρχεί συλλογική αμορφωσιά που
εκφράζεται προς τα έξω με σιδερόφρακτες μειοψηφίες, ήτοι στείρες
υποκειμενικότητες παραταξιακά φανατισμένων καθηγητών, φοιτητών κ.λπ. Παρόμοια
συμβαίνει και στο πεδίο της πολιτικής, της οικονομίας, του κομματικού
ανταγωνισμού και σε κάθε παρόμοια σφαίρα της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Επομένως κάθε αλλαγή της κοινωνίας προϋποθέτει παράλληλα και πρωτίστως αλλαγή,
μεταβολή στον τρόπο σκέψης και στάσης, δηλαδή απάρνηση, αποδόμηση όλου του
προαναφερθέντος συρφετού, που αυτοχαρακτηρίζεται συλλογικότητα αλλά στην πράξη
αποδεικνύεται σκληροτράχηλος οργανωτής και συνάμα μέχρι «αυτοθυσίας»
υπερασπιστής συντεχνιακών συμφερόντων. Τι άλλο υπηρετούν, για
παράδειγμα, οργανωμένες συντεχνίες διδασκόντων στα ελληνικά πανεπιστήμια που
παίζουν κλεφτοπόλεμο με τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, με κύρια θύματα τους
φοιτητές και γενικότερα των νέων;