Πώς
δια-Μορφώνεται
το πολιτικό
Σήμερα της Ελλάδας;
§1:
Πώς μπορούμε να σκεφτόμαστε την
παρούσα πολιτική πραγματικότητα της
νεοελληνικής κοινωνίας; Οι νέες κυβερνητικές δυνάμεις, που διαμορφώνουν βήμα
προς βήμα την καθίδρυση της δικής τους εξουσίας, πόσο πραγματικά νέες είναι; Εάν όντως επαγγέλλονται ένα αληθινά ριζοσπαστικό πολιτικό credo και πράττειν, ποια
είναι τα ειδοποιά του γνωρίσματα; Αυτά και αμέτρητα άλλα ερωτήματα γεννιούνται,
όταν κανείς επιχειρεί να κατανοεί ουσιωδώς και να ερμηνεύει στοιχειωδώς
αξιόπιστα το πολιτικό γίγνεσθαι του Ελλαδικού σήμερα. Από άποψη γενικής αρχής,
πριν απ’ όλα, η κατανόηση της
τρέχουσας πολιτικής πραγματικότητας είναι κάτι
εντελώς διαφορετικό από την ίδια την προς κατανόηση πραγματικότητα: η εν
λόγω πραγματικότητα είναι η επίφαση
της ουσίας της πολιτικής, ενώ η κατανόησή της είναι η εννοιολογική σύλληψη
αυτού που συμβαίνει πολιτικώς. Αυτή η διαφορά έχει εξάλλου την επαλήθευσή της
και στα σποραδικά φαινόμενα μαζικής
υστερίας υπέρ του νέου καθεστώτος από άκριτες,
εθελόδουλες ομάδες, συντεχνίες και
παράγοντες του μικροαστικού και
μεσοαστικού χώρου, όπως επίσης και από τις πιο φτηνές εκδοχές του ούτως ή
άλλως κούφιου δημοσιογραφισμού, της
άχαρης δημοσιογραφικής αχυροφαγίας.
Όλες αυτές οι αγελαίες αντιδράσεις αντιστοιχούν σε μια ανεστραμμένη, αν όχι διεστραμμένη, σύλληψη της εξελισσόμενης
πολιτικής πράξης. Συμβαίνει ακριβώς αυτό που λοιδορεί ο Νίτσε:
«Παλιοί
υπηρέτες κάτω από νέα αφεντικά ενθαρρύνονται αμοιβαία στο να δίνουν χαρά ο ένας
στον άλλο» (Ανθρώπινο, πολύ Ανθρώπινο, 311).
Η ίδια όμως η πολιτική πράξη είναι ετερογενής, πολυδιάσταστη, πολυδιάσπαστη
και άκρως αυτο-αντιφατική. Τα τελευταία τούτα γνωρίσματα ανήκουν στη χορεία των
ειδοποιών, ήτοι μορφικών της γνωρισμάτων και απαιτούν μια κατά το δυνατόν
μεθοδική ανάλυση σε αντιστοιχία προς τα προσδιορισμένα εκάστοτε, με
συγκεκριμένο τρόπο, περιεχόμενα.
§2:
Το
φάσμα της τρέχουσας κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας περιλαμβάνει πτυχές, που άλλες ανατρέχουν στο
παρελθόν, άλλες συντηρούνται στο
παρόν και άλλες εμφανίζονται να
υπερπηδούν τα όρια του τελευταίου. Σίγουρα όμως όλες εκδηλώνονται ή εκτυλίσσονται
μέσα στο πνεύμα της καθημερινότητας, όπου κυρίαρχο στοιχείο είναι το τετριμμένο, το κοινότοπο, το πεζό και
οι λάγνοι του πόθοι. Μια αληθινά νέα
πολιτική εκκινεί από την πρακτική συντριβή ετούτου του όλου της
κοινοτοπίας και της διαφθοράς και όχι από μια λεκτική υποτίθεται καταδίκη
του, που απλώς επιβεβαιώνει την απόλυτη σύγχυση των πολιτικών ιθυνόντων
ως προς το τι θέλουν να κάνουν. Τούτο παραπέμπει εν γένει στα εξής: α) ελλιπής γνώση και ανά-γνωση της ουσίας του Πολιτικού από τους
νέους αξιωματούχους της πολιτικής διαχείρισηςˑ β)
απόλυτη επικράτηση ενός ιδιότυπα ακροβατικού
εμπειρισμού, εκτεινόμενου ως εκείνο
το είδος επικοινωνιακού παλιμπαιδισμού, που εξολοθρεύει και τα ελάχιστα μόρια αναστοχασμού του λαούˑ γ) η υπαγωγή της πολιτικής υπό το γενικό πρόσταγμα της μαζικής κοινωνίας, ήτοι μαζικής «δημοκρατίας». Ολοζώντανες απεικονίσεις
αυτού του προστάγματος μας προσφέρει ο Χάιντεγκερ στο Είναι και Χρόνος. Γράφει μεταξύ άλλων:
«Το άτομο καθημερινά
βρίσκεται στην υποτέλεια των άλλων. Δεν είναι αυτό το ίδιο. Το Είναι του το
έχουν αρπάξει οι άλλοι. Οι καθημερινές δυνατότητες του Είναι του υπόκεινται στα
γούστα των άλλων. (…) Οι πολλοί εγκαθιδρύουν τη χαρακτηριστική τους δικτατορία.
Απολαμβάνουμε και διασκεδάζουμε όπως διασκεδάζουν οι πολλοίˑ βλέπουμε και κριτικάρουμε
λογοτεχνία και τέχνη, όπως πολλοί βλέπουν και κριτικάρουνˑ αλλά και αποτραβιόμαστε από τον “πολύ σωρό”, όπως πολλοί αποτραβιούνται»
§3: Η
μαζική «δημοκρατία» φαινομενικά εργάζεται για να απαλλάξει τις μάζες από τη γενικευμένη τους εξαθλίωση, κατ’ ουσία όμως τις υποχρεώνει να ζουν μόνιμα κάτω από
τη σκιά της πολιτικής, οικονομικής, πολιτισμικής κρίσης, δηλαδή να συμφιλιώνονται χαρωπά με την εξαθλίωσή τους. Ομόλογο αποτέλεσμα μιας τέτοιας
συμφιλίωσης είναι το αμφίβολης ποιότητας βουλευτικό και πολιτικό
προσωπικό: η μάζα επιλέγει τους
ομοίους της: τους άεργους πανηγυριώτες, τηρουμένων πάντοτε των εξαιρέσεων, με
πολύχρωμα ιδεολογικά ψιμύθιαˑ και οι κυβερνήτες θωπεύουν την αντίστοιχη μάζα που τους ταιριάζει: «ο κύριος διασκεδάζει με την ευθυμία των δούλων του»
μας υποψιάζει ο Νίτσε στον Ζαρατούστρα του. Έτσι
παρατηρείται το ιλαροτραγικό φαινόμενο: «η τραγωδία της πολιτικής να ξαναγυρίζει στη ζωή
μας ως κωμωδία» (Μαρξ) . Γατί; Επειδή ό,τι λέγεται και ό,τι
πράττεται στη σφαίρα του Πολιτικού υπηρετεί την κοινή ηθική κυρίων και δούλων, η οποία, σύμφωνα πάντα με τον Νίτσε,
είναι κατ’ εξοχήν ωφελιμιστική. Γι’ αυτό
και οι νέοι εμπειροτέχνες του σημερινού πολιτικού status, όπως ακριβώς και οι προηγούμενοι, δεν διστάζουν να συνδέουν τη δική τους
αξίωση για εξ-ουσία με την επιδίωξη
της προόδου. Οποιοσδήποτε όμως φιλολαϊκός προσανατολισμός δεν είναι
ποτέ λαϊκός, αλλά πάντοτε
σκοταδιστικός. Μόνο μια ανιστόρητη
πολιτική σκέψη δεν μπορεί να διακρίνει ότι φιλολαϊκός και λαϊκός τρόπος του πολιτεύεσθαι
είναι ευθέως αντίθετα, εχθρικά μεγέθη:
φιλολαϊκός σημαίνει ότι ο πολιτικός οικτίρει
τη μάζα για την κατάστασή της, χωρίς να
ταυτίζεται θετικά μαζί της, δηλαδή τη βλέπει από θέση
ισχύος και χωρίς ούτε καν να συμπάσχει. Προκειμένου λοιπόν να διατηρεί την πολιτική
του ισχύ, αλλάζει τα πολιτικά στρατόπεδα ή τις ιδεολογικο-πολιτικές του
εξαγγελίες με ταχύτητα φωτός: «χωρίς
περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ» (Καβάφης). Και η μάζα, αντί να τον περιθωριοποεί,
τον εκλέγει ξανά και ξανά ως αντιπροσωπευτική
δύναμη «ήθους» ή έθους. Το νέο μπλοκ εξουσίας, παρόμοια σαν το παλαιό, κατακλύζεται από τέτοιους πλανόδιους πραματευτάδες της πολιτικής, έτοιμους για όλα τα δεινά. Απέναντι
σ’ αυτούς ορθώνεται ο Λαϊκός, που δεν
ξεχωρίζει το δικό του πάσχειν από εκείνο της μάζας: είναι ο ίδιος πάσχειν και όχι απλώς συμπάσχειν. Και όταν είναι πάσχειν είναι και ποιείν, δηλαδή δημιουργικός νους του
πολιτικώς πράττειν, που αρνείται να γίνει σημαία ευκαιρίας. Ο κυνικός Διογένης τέτοιους ανθρώπους έψαχνε
με το φανάρι του μέρα μεσημέρι! Αλλ' αυτοί, δυστυχώς για τα πολύχρωμα "κοράκια" του βουλευτηρίου, δεν βρίσκονται ανάμεσα στους χεροκροτητές.