Μπαρούχ Σπινόζα
1632–1677
Δεισιδαιμονία:
Δύναμη εξουσιασμού των μαζών
§1
Στο έργο του Tractatus theolocico-politicus (1670) ο Σπινόζα
επιχειρεί, μεταξύ των άλλων, να ερμηνεύσει τη δεισιδαιμονία ως
εργαλείο στα χέρια της εξουσίας για την υποδούλωση του φρονήματος των μαζών.
Ό,τι σχετικό πραγματεύεται στο εν λόγω έργο του ο φιλόσοφος απηχεί ένα σύνολο
στοχασμών του, διάσπαρτων και στα άλλα κείμενά του. Πρόσφορο έδαφος για τη
διάδοση της δεισιδαιμονίας αποτελεί, κατ’ αρχήν, η γενική κατάσταση του ανθρώπινου όχλου:
είναι βυθισμένος στην άγνοια και
ως εκ τούτου στην ψευδαίσθηση.
Εξίσου ωστόσο καθοριστικό ρόλο στη διάδοση αυτή αναλαμβάνουν και τα πάθη, που συνδέονται με τα
συναισθήματα της ψυχής και νοούνται ως η συναισθηματική πτυχή της γνώσης.
Όσο λείπει μια σαφής γνώση
της πραγματικότητας, οι άνθρωποι καταδικάζονται μέσα στο έρεβος της
ψευδαίσθησης, της αυταπάτης και της δεισιδαιμονίας: μπερδεύονται μέσα στους συλλογισμούς τους και
δεν μπορούν να ακολουθήσουν κάποια τάξη –πόσο μάλλον να ατενίσουν την
αιώνια τάξη– να αναζητήσουν κάποιες αρχές και εν τέλει να εναρμονιστούν με τον
εαυτό τους. Η γνώση που μπορούν να διαθέτουν είναι συναισθηματική και αφηρημένη, με αποτέλεσμα να
σχηματίζουν μόνο φαντασιακές
εικόνες των γενικών αρχών, συγχρόνως δε να συμπεριφέρονται
μόνιμα ως παραπαίοντες, ως θρασύδειλοι και ως υποτακτικοί. Στο ευρύτερο πεδίο
του καθημερινού βίου, κατ’ επέκταση, τα πάντα κυριαρχούνται από τον φόβο και
από την καθήλωση στο παραδοσιακά τυποποιημένο. Κάθε άνθρωπος, αν κοιτάξει γύρω
του, βλέπει ένα αναρίθμητο
πλήθος από δειλούς· κι αν κοιτάξει μέσα του, αντικρίζει έναν φοβισμένο εαυτό, έρμαιο της
δεισιδαιμονίας και της ατολμίας. Οι χαρές που συναντά είναι σαθρές και σάπιες.
Καθώς όμως τις βιώνει ως αυτοσκοπό και μάλιστα αβλαβή και άκακο, του αλυσοδένουν το πνεύμα του
και τον οδηγούν στη θρηνώδη απο-γοήτευση.
§2
Ενώ ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τη δυναμική του σώματος, του πνεύματος και της ψυχής [=του συναισθηματικού κόσμου] ,
οι περιστάσεις της πολιτείας, η γενική της κατάσταση: η νομική και όλη η εξωτερική της τάξη δεν
του επιφυλάσσουν ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτής της εξωτερικής τάξης, η πολιτεία
διατηρεί το απόλυτο δικαίωμα να ποδηγετεί τα
θέματα της θρησκείας, βασικά της εξωτερικής θρησκείας, όπως λέει ο φιλόσοφος,
και να επηρεάζει ουσιωδώς τις θρησκευτικές πρακτικές. Οι ηγεμόνες λοιπόν που
έχουν τη δυνατότητα να διατάζουν ανακαλύπτουν
στην πιο χαμηλή κλίμακα της θρησκείας τη δεισιδαιμονία και την
θέτουν στην υπηρεσία χειραγώγησης των μαζών. Εφόσον οι μάζες στερούνται τη
γνώση, άρα δεν έχουν καλλιεργημένη νόηση, και τη βούληση, άρα άγονται και
φέρονται από τα πάθη, είναι ευάλωτες στη δεισιδαιμονία. Την αισθάνονται ως την
πιο αυθόρμητη θρησκεία της
«φυσικής» τους ύπαρξης· γι’ αυτό και εμφανίζονται σαν να είναι από τη φύση τους δεισιδαίμονες.
Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για τη δική τους συνθήκη ζωής όσο και για τη
συμπεριφορά των ηγεμόνων. Ως προς τη δική τους συνθήκη ζωής, οι γνώμες της
μάζας κινούνται στο επίπεδο
της φαντασίας και συνήθως εξαρτώνται από την ως άνω «φυσική» τους ύπαρξη.
Οι γνώμες αυτές λογίζονται ορθές και τις ωθούν στην ευσέβεια προς τον θεό. Από την άλλη πλευρά, η εξουσία παρουσιάζεται μπρος στη μάζα ως ερμηνευτής της θρησκείας και της εν λόγω ευσέβειας και προσδίδει στον εαυτό της έναν χαρακτήρα ιεροπρεπή, θεουργικό, δεισιδαίμονα, προσαρμοσμένο στις αντίστοιχες γνώμες των μαζών. Κατ’ αυτό τον τρόπο δεν χρειάζεται να καταφεύγει στη χρήση φυσικής βίας για την άσκηση της εξουσίας και τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, αλλά χρησιμοποιεί την πρόληψη και τη δεισιδαιμονία των μαζών, ήτοι τον προληπτικό φόβο και τρόμο για το άγνωστο και το υπερφυσικό. Με άλλα λόγια, η εξουσία χειραγωγεί τους ανθρώπους εξαπατώντας τους. Πώς τους εξαπατά; Με το να τους καλλιεργεί στο όνομα της θρησκείας ‒και δίπλα δίπλα της πολιτικής ιδεολογίας ως της ύψιστης θρησκείας του όχλου‒ το φόβο και να τους σπρώχνει στην εθελοδουλεία: να δίνουν την ψυχή και τη ζωή τους για τη νομιμότητα της εξουσίας του ηγεμόνα. Τέτοιους ηγεμόνες, φεουδαρχικής υφής, συναντάμε σήμερα κατά κόρον μέσα στον εσμό της φασιστικής αριστεράς κυρίως, όπου οι μόνες καθαρές τους ιδέες είναι μια ύψιστης θεολογικής υφής ψευδής ιδεολογία: όσο πιο αγράμματοι, απαίδευτοι, ανυπόληπτοι, ανίκανοι είναι ως ατομικές οντότητες, τόσο χλιδάτοι, φανατικοί λάτρεις της πολιτικής απάτης, ανενδοίαστοι τυχοδιώκτες αποδεικνύονται, όταν καταλαμβάνουν την εξουσία· κι όλα τούτα τα διοχετεύουν στις μάζες και δηλητηριάζουν τις συνειδήσεις τους ‒όσο βέβαια κι απ’ αυτές έχει μείνει κάτι όρθιο‒ με το προσωπείο της κοινωνικής δικαιοσύνης, της «δημοκρατικής ευαισθησίας», της αλληλεγγύης, της συμπόρευσης με τους πολλούς κ.λπ. Οι βλάκες της εξουσίας συμπεριφέρονται ως βλάκες απέναντι στους βλάκες υποτελείς. Πρώτος μίλησε, με βροντερή φωνή, για κάτι τέτοιο ο Ολύμπιος Δίας της φιλοσοφικής σκέψης, ο διαλεκτικός Ηράκλειτος:
Οι γνώμες αυτές λογίζονται ορθές και τις ωθούν στην ευσέβεια προς τον θεό. Από την άλλη πλευρά, η εξουσία παρουσιάζεται μπρος στη μάζα ως ερμηνευτής της θρησκείας και της εν λόγω ευσέβειας και προσδίδει στον εαυτό της έναν χαρακτήρα ιεροπρεπή, θεουργικό, δεισιδαίμονα, προσαρμοσμένο στις αντίστοιχες γνώμες των μαζών. Κατ’ αυτό τον τρόπο δεν χρειάζεται να καταφεύγει στη χρήση φυσικής βίας για την άσκηση της εξουσίας και τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, αλλά χρησιμοποιεί την πρόληψη και τη δεισιδαιμονία των μαζών, ήτοι τον προληπτικό φόβο και τρόμο για το άγνωστο και το υπερφυσικό. Με άλλα λόγια, η εξουσία χειραγωγεί τους ανθρώπους εξαπατώντας τους. Πώς τους εξαπατά; Με το να τους καλλιεργεί στο όνομα της θρησκείας ‒και δίπλα δίπλα της πολιτικής ιδεολογίας ως της ύψιστης θρησκείας του όχλου‒ το φόβο και να τους σπρώχνει στην εθελοδουλεία: να δίνουν την ψυχή και τη ζωή τους για τη νομιμότητα της εξουσίας του ηγεμόνα. Τέτοιους ηγεμόνες, φεουδαρχικής υφής, συναντάμε σήμερα κατά κόρον μέσα στον εσμό της φασιστικής αριστεράς κυρίως, όπου οι μόνες καθαρές τους ιδέες είναι μια ύψιστης θεολογικής υφής ψευδής ιδεολογία: όσο πιο αγράμματοι, απαίδευτοι, ανυπόληπτοι, ανίκανοι είναι ως ατομικές οντότητες, τόσο χλιδάτοι, φανατικοί λάτρεις της πολιτικής απάτης, ανενδοίαστοι τυχοδιώκτες αποδεικνύονται, όταν καταλαμβάνουν την εξουσία· κι όλα τούτα τα διοχετεύουν στις μάζες και δηλητηριάζουν τις συνειδήσεις τους ‒όσο βέβαια κι απ’ αυτές έχει μείνει κάτι όρθιο‒ με το προσωπείο της κοινωνικής δικαιοσύνης, της «δημοκρατικής ευαισθησίας», της αλληλεγγύης, της συμπόρευσης με τους πολλούς κ.λπ. Οι βλάκες της εξουσίας συμπεριφέρονται ως βλάκες απέναντι στους βλάκες υποτελείς. Πρώτος μίλησε, με βροντερή φωνή, για κάτι τέτοιο ο Ολύμπιος Δίας της φιλοσοφικής σκέψης, ο διαλεκτικός Ηράκλειτος:
«Ο βλάκας
τρομάζει συνήθως μπροστά σε κάθε Λόγο» (Β87).
Ποιον
τρομοκρατεί ο Λόγος; Τους βλάκες
τόσο της εξουσίας, που προσπαθούν να επιβιώσουν στα κυβερνεία τους με τα
όπλα της δεισιδαιμονίας και
συνακόλουθα του φανατισμού, της θρασυδειλίας, της δογματικής ακαμψίας κ.ο.κ., όσο και εκείνης της μάζας από τους πολλούς,
που διάγει τον βίο της με τον τρόμο και τον φόβο μπροστά την αλήθεια· μια
αλήθεια που δεν γνώρισε ποτέ, καθώς κείτεται ακρωτηριασμένη ‒συναισθηματικά,
διανοητικά, ψυχικά‒ στα κοινωνικο-πολιτικά σπήλαια της αισθητής πραγματικότητας,
και εξαντλεί την ενέργειά της σε μια φοβισμένη επιβίωση, την ίδια στιγμή που ο ένας ή ο άλλος
εσμός εξουσίας διαιωνίζει την κυριαρχία του.