ΚΙΡΚΕΓΚΑΡΝΤ:
Η ανακάλυψη του αληθινού ατόμου
§1
Το ερώτημα: Το ανθρώπινο άτομο έχει μεγαλύτερη αξία ή το είδος; Η συγκεκριμένη εκάστοτε ατομική ύπαρξη τίθεται πάνω από τη γενικότητα, από την καθολικότητα ή το αντίστροφο; Με βάση τη δυναμική του ερωτήματος, από την αρχαία εποχή έως και σήμερα έχει αναπτυχθεί ένας πλούσιος, όχι σπάνια αντιθετικός, φιλοσοφικός προβληματισμός χωρίς αρχή και τέλος. Αυτό δείχνει ότι η ουσία του ατόμου δεν είναι κάτι το αυτονόητο και προφανές. Απασχολεί σοβαρά τη φιλοσοφία και κάθε αντίστοιχη θεώρηση αποτελεί έναν σχετικό, όχι απόλυτο οδοδείκτη. Το να καταλαβαίνουμε νωρίς τον προορισμό μας, το να βρίσκουμε την αλήθεια που προσιδιάζει σε μας, την ιδέα που μας «κατευθύνει προς ένα αστέρι» (Χάιντεγκερ), όλα αυτά είναι στοιχεία που δεν αντιπροσωπεύουν τα πράγματα, την εξωτερική πραγματικότητα, αλλά τη μοναδικότητα της ατομικότητάς μας, την οντολογική μας συνθήκη και συνδέονται με μια καθορισμένη εκάστοτε μαρτυρία ζωής.
§2
Μια τέτοια μαρτυρία ζωής είναι ο ίδιος ο Κίρκεγκαρντ (1813–1855). Τι μαρτυρεί η ζωή του; Πως είχε μαζέψει όλη την καταιγίδα, τη σχετική με τον αφανισμό της ανθρώπινης-ατομικής ύπαρξης. Η ανθρώπινη ύπαρξη κινδυνεύει καθημερινά να αφανιστεί μέσα στην ανεξέλεγκτη εξωτερικότητα. Η ζωή μας είναι παγιδευμένη στη διχαστική και πολωτική αντίθεση υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας. Ο Χέγκελ επιχείρησε να υπερβεί αυτή την αντίθεση μέσα από τον διαλεκτικό Λόγο του πνεύματος, του απόλυτου: η αλήθεια είναι το όλο. Ο Κίρκεγκαρντ επιδίδεται σε έναν ενδοσκοπικό συλλογισμό γύρω από το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης: ο άνθρωπος δεν προορίζεται να είναι οικονομικό μέγεθος, εξάρτημα μηχανών και μηχανισμών, υπήκοος ενός σιδερόφρακτου συστήματος του κόσμου. Απεναντίας ανάγει την ουσία του στο άτομο, μέσα από το οποίο πρέπει να περάσει η ιστορία, ο χρόνος, ο ανθρώπινος κόσμος ως ολότητα.
§ 3
Ο Κίργκεγκαρντ τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στην αγωνία, έτσι όπως τη βίωνε ως αγωνία έναντι στο μηδέν και έναντι στο υπάρχειν. Τον διαχώριζε από το Εγώ άλλων φιλοσόφων που ύψωναν/υψώνουν συστήματα για θέα και όχι για οίκηση. Όπως έλεγε, δεν ωφελεί να κτίζει κανείς λαμπρά οικοδομήματα, όπως κάνουν οι φιλόσοφοι, και να μένει σε καλύβα. Με αυτό ήθελε να πει ότι πρέπει να οικούμε την αλήθεια άμεσα, βιωματικά και όχι να ομιλούμε αφηρημένα για αυτή. Πρέπει να έχουμε κοινό πεπρωμένο με την αλήθεια, να γινόμαστε οι ίδιοι αλήθεια. Αλλά ποια αλήθεια; Εκείνη του ζην όχι ως μιας βιολογικής διαπόρευσης, αλλά ως υποστασιακής εγρήγορσης, ως υψηλής αυτοσυνειδησίας, ως υπόστασης που τείνει διαρκώς να υπερβαίνει τον εαυτό της ως προφάνεια, ως αντι-κειμενικότητα. Η αλήθεια επομένως, για τον φιλόσοφο, δεν αφορά σε κάποιο διανοητικό, ιδεολογικό ή κοσμοθεωρητικό σχήμα που καθιστά το άτομο αντι-κείμενο, πράγμα, αλλά στον εαυτό της ως εκείνον τον εαυτό που το ανθρώπινο άτομο καλείται κάθε φορά να προτάσσει ως αίτημα ζωής.