Ένας φιλοσοφικός διά-λογος με την
Αρχαία Ελληνική Τέχνη
1. Η τέχνη της ελληνικής αρχαιότητας χαρακτηρίζεται από την ενδιάθετη ορμή ή τάση για τελειότητα στη μορφική έκφραση και ακρίβεια στα συστατικά της περιεχόμενα. Η τάση αυτή ωστόσο προς την τελειότητα δεν αποτελεί το απόλυτο μέτρο που καθιστά την ελληνική τέχνη υπέρτατη αρχή παντός χρόνου, αλλά μια ιστορικοκοινωνικά προσδιορισμένη πορεία προς πολιτισμικές αναπτύξεις, οι οποίες πάντοτε φιλοδοξούν να διασώζουν τη διαχρονική αξία του καλλιτεχνικού επιτεύγματος.
2. Πώς νοείται αυτή η πορεία; Ως δυνατότητα του καλλιτέχνη να σκέπτεται τη συνολική κίνηση του αισθητού εντός μιας ηθικής τάξης (Sittlichkeit), την οποία δεν διαχωρίζει από τη δική του ατομικότητα. Έτσι, η ελληνική τέχνη δεν παρέμεινε ποτέ υπόθεση ορισμένων καλλιτεχνών ή φιλότεχνων ομάδων, που επιχειρούσαν να αναπαραστήσουν για προσωπική ευχαρίστηση έναν εσωτερικό κόσμο της εφήμερης υποκειμενικότητας. Η ιδιοφυία του καλλιτέχνη δεν περιορίστηκε να αναπαριστά, με καλλιτεχνικό τρόπο, την ιδιωτική φρόνηση και δεν επιχείρησε ποτέ να καταπνίξει με σχηματικές απομιμήσεις την ευφροσύνη που αναδίδει η κατάφαση της ζωής. Αισθάνεται να είναι «η περί τα ανθρώπινα φρόνησις» (Αριστοτέλης), που ζητεί να πλάσει, με γνώση των γενικών αρχών αλλά και των επί μέρους, την ανθρώπινη μορφή και να ωθήσει το κοινωνικό Είναι του ανθρώπου σε μια ορθόφρονη ισορροπία προς τη φυσική αρμονία.
3. Κατ’ αυτό το πνεύμα, ο καλλιτέχνης επικοινωνεί συνειδητά με την εμπειρική πραγματικότητα, χωρίς να παραδίδεται στην επιτηδευμένη της ρευστότητα. Μέσα στο χάος των άκριτων δοξασιών δοκιμάζει, με το έργο τέχνης, να εγκαθιδρύσει μια εσωτερική σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο, στο λογικό και το πραγματικό, στο πεζό και το ποιητικό. Βιώνει τη σχέση του με τον πραγματικό κόσμο ως έντονη εμπειρία ενός νοήματος που καθιστά την καλλιτεχνική του πράξη αναγκαίο όσο και ρυθμικό πέρασμα για να στοχάζεται την ιδεώδη τάξη.
4. Όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης, το καλλιτεχνικό υπόδειγμα πρέπει να είναι ανώτερο από το πραγματικό. Τούτο σημαίνει ότι η ανάβαση προς το ιδεώδες πρέπει να αναπροσδιορίζεται αδιαλείπτως και συγκεκριμένα. Στη συνάφεια τούτη, η σύμβαση με την πρακτική άποψη της ζωής έχει νόημα να διασφαλίζει τις αγνές προθέσεις του καλλιτεχνήματος. Τούτο καθίσταται δυνατόν, όταν λειτουργεί ως προϋπόθεση για την αυτονομία της καλλιτεχνικής εμπειρίας.
5. Το έργο τέχνης έτσι αποκτά διαχρονική αξία ως πνευματικό δημιούργημα ενός ορισμένου χρόνου και μιας ορισμένης κοινωνίας. Διακρίνεται για τη χρονικότητά του χωρίς να χάνει την οικουμενικότητά του. Την τελευταία δεν μπορεί να την καθορίζει, όσο και αν το ίδιο περιέχει στοιχεία διαχρονικά. Αυτό που εγγυάται την οικουμενικότητά του είναι η περισυλλογή της αρμονίας, την οποία μπορεί να επιζητεί με το να «διατηρεί ανοικτή την ανοικτότητα του κόσμου» (Χάιντεγκερ). Η περισυλλογή τούτη δεν θεματοποιείται αποκλειστικά σε ένα περιορισμένο πλαίσιο που κατασκευάζει εγκεφαλικά ο καλλιτέχνης, αλλά είναι ριζωμένη στην ανορθωτική βλέψη που περιέχει το ίδιο το έργο τέχνης και η οποία μέλλει να εγκαταστήσει αυτό μέσα στον ορίζοντα του χρόνου ως ένα αξιακό υπόβαθρο της ανθρώπινης σχέσης.
6. Η ελληνική τέχνη, από μια τέτοια σκοπιά, δεν αποβλέπει μόνο στην αισθητική ικανοποίηση και σε μια αφηρημένη ομορφιά που μισεί τη νόηση, αλλά εκπληρώνει ευρύτερους κοινωνικούς ή θρησκευτικούς σκοπούς, οι οποίοι αναδεικνύουν την αισθητική του νοήματος. Το αισθητικό συναίσθημα που κατακλύζει τη μορφή δεν είναι αποκομμένο από το έργο, αλλά ενσωματώνεται στη δύναμη του αντικειμένου και στο κύρος του σκοπού. Γι’ αυτό, δεν αρκεί μια στάση θαυμασμού ή μια βαθειά συμπάθεια προς τον καλλιτέχνη και το έργο του, αλλά πρέπει να κατανοείται η φύση του έργου τέχνης και οι διαδικασίες -εσωτερικές κι εξωτερικές- παραγωγής του.
7. Το έργο τέχνης λοιπόν δεν είναι ένα απλό άθροισμα μεμονωμένων προσπαθειών του τεχνίτη ή ένα προϊόν επί μέρους γνωσιακών του ικανοτήτων και δεξιοτήτων αλλά μια φυσική εκπλήρωση, η οποία αναπέμπει στην αλήθεια ενός εμπρόσωπου λογισμού και κοσμεί την παροντική ύπαρξη του ανθρώπου με την οντολογική μέριμνα της καλλιτεχνικής συνείδησης. Είναι η οντολογική μέριμνα που ωθεί τον καλλιτέχνη να επιδιώκει πάντοτε το πιο ωραίο και προς τούτο να συλλέγει τα ωραιότερα γνωρίσματα από πολλές ανθρώπινες μορφές και όχι από μία, όπως τουλάχιστο μαρτυρεί η συζήτηση του Σωκράτη με τον ζωγράφο Παρράσιο (.. Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα, ΙΙΙ 10)
8. Ο καλλιτέχνης δεν κατανοεί την ιδιαιτερότητα της κοινωνικής του θέσης ως το «απόγευμα» της τέχνης του, αλλά ως έναν από εκείνους τους εξωτερικούς παράγοντες που ασυνείδητα ενεργοποιούν τους μηχανισμούς της καλλιτεχνικής του δημιουργίας και εφοδιάζουν το καλλιτεχνικό του υπάρχειν με μια συνείδηση ή επίγνωση της οντολογικής του αυτοσυγκρότησης: Συγκεντρώνει την υποκειμενικότητά του στην άποψη της εσωτερικότητας και την αποτρέπει από μάταιες βλέψεις για κοινωνική αποδοχή . αυτό του παρέχει τη δυνατότητα να ενισχύει τους δεσμούς του με την ιδιαίτερη ουσία της τέχνης του και να εργάζεται με συλλογικό πνεύμα για να φτάσει σε μια ποιοτική παραγωγή έργου.
9. Η ποιότητα των έργων είναι ανάλογη με την ανεκτίμητη σπουδαιότητα που απέδιδε η ηθική τάξη της ελληνικής κοινωνίας στην πεπερασμένη ύπαρξη του ανθρώπου. Γι’ αυτό δεν εξαντλείται σε μια κατασκευαστική περαίωση, αλλά αφορά την αποκάλυψη αυτής τούτης της ουσίας του ανθρώπου. Κατά συνέπεια καθοδηγεί το ήθος και το πνεύμα του καλλιτέχνη προς αυτή τη γραμμή και δείχνει πως αυτό το πνεύμα δεν αντιτίθεται σε εκείνο της κοινότητας, αλλά βιώνει την οντολογική του αυτοσυγκρότηση ως οντολογική δωρεά του προορισμού του. Πρόκειται για μια δωρεά που αποδυναμώνει όλους τους εξωτερικούς περιορισμούς, οι οποίοι θα απομόνωναν τον καλλιτέχνη ή θα εμπόδιζαν την ανάπτυξη της ελεύθερης έκφρασης και τη διαμόρφωση ανάλογης τεχνοτροπίας. Ακριβώς αυτή η δωρεά καθιστά το ιδεόγραμμα της εκάστοτε τεχνοτροπίας ανοικτό στην αφομοίωση κάθε καινοτομίας, αλλά και στην αξιοποίηση οποιασδήποτε κατασταλαγμένης εμπειρίας. Τα έργα τέχνης έτσι διατηρούν μια αξιολογική σχέση με την παράδοση: ούτε παραμένουν ακίνητα σε παλιές ακαμψίες ούτε απαρνούνται αναίτια τη γραμμή της κίνησης που έρχεται από το παρελθόν.