MARTIN HEIDEGGER
Από την εμπειρία της σκέψης II
(Aus der Erfahrung des Denkens)
μτφρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος
μτφρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος
VI
Όταν ο αγέρας, αλλάζοντας γρήγορα, μουρμουρίζει στις ξυλώσεις
της καλύβας και ο καιρός απειλεί να γίνει άσχημος …
Τρεις κίνδυνοι απειλούν το σκέπτεσθαι.
Ο καλός και συνεπώς ο σωτήριος κίνδυνος είναι
η γειτνίαση του άδοντος ποιητή.
Ο κακός και συνεπώς ο πιο οξύς κίνδυνος είναι το ίδιο το σκέπτεσθαι. Πρέπει να σκέπτεται ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του, πράγμα που σπάνια μόνο το μπορεί.
Ο άσχημος και συνεπώς ο συγκεχυμένος κίνδυνος είναι
το φιλοσοφείν.
το φιλοσοφείν.
VII
Όταν μια καλοκαιριάτικη μέρα η πεταλούδα κάθεται πάνω
στο λουλούδι και με κλεισμένα τα φτερά λικνίζεται μαζί του
στον αγέρα του λιβαδιού ….
Όλο το θάρρος της καρδιάς είναι η αντηχούσα ανταπόκριση στην
αξίωση του Είναι, η οποία συλλέγει τη σκέψη μας στο παιχνίδι
του κόσμου.
Μέσα στο σκέπτεσθαι κάθε πράγμα γίνεται μοναχικά και αργά.
Στη μακροθυμία ευδοκιμεί η μεγαθυμία.
Αυτός που σκέπτεται μεγάλως, πρέπει και μεγάλως
να σφάλλει.
VIII
Όταν ο χείμαρρος στο βουνό, μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά,
ιστορεί τις πτώσεις του πάνω στους συμπαγείς βράχους …
Το αρχαιότερο από τα αρχαία μάς ακολουθεί στον τρόπο
σκέψης μας και όμως έρχεται να μας συναντήσει.
Να γιατί το σκέπτεσθαι συνάπτεται με την έλευση του
γεγονότος-όντος και είναι ανάμνηση.
Να είσαι αρχαίος σημαίνει: έγκαιρα να σταματάς εκεί
όπου η μοναδική σκέψη μιας οδού του σκέπτεσθαι
έχει διευθετηθεί στη δομή της.
Μπορούμε να αποτολμήσουμε το βήμα προς τα πίσω: από τη φιλοσοφία στη σκέψη του Είναι, στο μέτρο που μέσα στην προέλευση του σκέπτεσθαι έχουμε βρει την πάτρια εστία μας.
ΙΧ
Όταν οι χιονοθύελλες, τις νύχτες του χειμώνα,
τραντάζουν την καλύβα και ένα πρωί το τοπίο
βρίσκει τη γαλήνη του στη χιονισμένη του επένδυση …
Ο λόγος του σκέπτεσθαι θα εφησύχαζε στην ουσία του,
μόνο εάν γινόταν ανήμπορος να πει εκείνο που
πρέπει να μείνει ανείπωτο.
Μια τέτοια ανημποριά θα έφερνε το σκέπτεσθαι
ενώπιον του Πράγματος.
Ποτέ δεν υπάρχει ό,τι ομιλείται και σε καμιά γλώσσα
δεν υπάρχει ό,τι λέγεται.
Ότι υπάρχει πάντοτε και αιφνίδια ένα σκέπτεσθαι, ποιος εκπλησσόμενος θα ήθελε να διερευνήσει;
Χ
Όταν στις πλαγιές της ορεινής κοιλάδας, όπου οι
αγέλες προχωρούν αργά, τα κουδούνια ηχούν αδιάκοπα …
Ο ποιητικός χαρακτήρας του σκέπτεσθαι είναι ακόμα
συγκαλυμμένος.
Όπου αυτός φανερώνεται, εξισώνεται για πολύ καιρό με
την ουτοπία μιας ημιποιητικής διάνοιας.
Αλλά η σκεπτόμενη ποίηση είναι στην πραγματικότητα
η τοπολογία του Είναι.
Αυτή λέγει στο Είναι τον τόπο διαμονής της ουσίας του.
XI
Όταν το εσπέριο φως, γέρνοντας κάπου μέσα στο δάσος,
χρυσίζει τους κορμούς των δέντρων …
Το να τραγουδάμε και να σκεπτόμαστε είναι οι γειτονικοί
κορμοί της ποίησης.
Εκφύονται από το Είναι και φτάνουν στην αλήθεια του.
Η σχέση τους μας κάνει να σκεφτούμε ό,τι ο Hölderlin
τραγουδά για τα δέντρα του δάσους:
«Και άγνωστοι μεταξύ τους παραμένουν,
όσο στέκουν, οι γειτονικοί κορμοί».
Δάση απλώνονται
Χείμαρροι ορμούν
Βράχια διαρκούν
Βροχή ρέει
Λειμώνες αναμένουν
Πηγάδια αναβρύζουν
Άνεμοι κατοικούν
Ευ-λογία βρίσκει το νόημά της.