Ludwig Wittgenstein
1889–1951
Tractatus logico-Philosophicus
Εικόνα και σκέψη
§ 1
Κείμενο–Μετάφραση
3 Das logische Bild der Tatsachen
ist der Gedanke.
Η
λογική εικόνα των γεγονότων είναι η σκέψη.
§ 2
Σχόλιο
- Η πιο πάνω
πρόταση μαζί με το περιεχόμενό της είναι μια εικόνα. Αυτή η εικόνα όπως
και κάθε άλλη εικόνα, πέρα από το γεγονός ότι ονομάζεται εικόνα, είναι και
σκέψη. Τούτο μας διανοίγει στον εξής συλλογισμό: όταν σχηματίζουμε
λογικές εικόνες των γεγονότων, σημαίνει ότι σκεπτόμαστε τα γεγονότα. Με
ποιο τρόπο τα σκεπτόμαστε; Με τον τρόπο των προτάσεων ως εικόνων. Οι
προτάσεις είναι εικόνες, αλλά οι εικόνες δεν είναι ταυτές με τις
προτάσεις. Τούτο υποδηλώνει ότι η εικόνα, ειλημμένη στην έννοιά της,
αποτελεί κάτι πιο ευρύτερο από την πρόταση, η οποία έτσι αποδεικνύεται ότι
αποτελεί ένα μόνο τμήμα του εννοιακού όλου της εικόνας. Στο μέτρο,
συνακόλουθα, που οι προτάσεις είναι εικόνες, μας επιτρέπουν να αποκτούμε
αίσθηση του αληθούς ή του ψευδούς Είναι τους. Είτε αληθές είτε ψευδές
Είναι δεν λογίζεται ξένο στο έργο της σκέψης. Ποιο είναι λοιπόν το έργο
της σκέψης; Να απεικονίζει τον κόσμο στην κοσμικότητά του, στην
αντικειμενικότητά του. Πώς κατανοείται πιο ειδικά τούτη η
απεικόνιση; Εάν «η λογική εικόνα μπορεί να απεικονίζει
τον κόσμο» (2.19), τότε η σκέψη, που είναι η λογική εικόνα,
απεικονίζει τον κόσμο· και ως
λογική εικόνα των γεγονότων απεικονίζει τον τελευταίο έτσι όπως είναι
τεμαχισμένος σε γεγονότα (1.2), τα οποία έχουν μεταξύ τους μια
σχετική αυτονομία, αλλά πάντοτε στο πλαίσιο του λογικού χώρου.
- Γιατί πρέπει να
ενδιαφέρει τον άνθρωπο η πιο πάνω νοηματική πρόταση του Wittgenstein ότι οι σκέψεις είναι λογικές εικόνες των γεγονότων; Επειδή ως
σκεπτόμενο ον ο άνθρωπος χρειάζεται να ξέρει, να γνωρίζει τι σκέπτεται
εκάστοτε. Στη συνάφεια τούτη, εάν σκέπτεται μια συγκεκριμένη
κατάσταση, τότε πρέπει κατ’ αναγκαιότητα να υπάρχει
κάτι στο νου του που συνάπτεται με την εν λόγω κατάσταση. Είναι
βέβαια αυτονόητο ότι αυτή τούτη η κατάσταση δεν υπάρχει μέσα στο νου
του/μας. Τι υπάρχει ή μάλλον πρέπει να υπάρχει; Θα πρέπει να
υπάρχει κάποιο υποκατάστατο για εκείνη την κατάσταση, με βάση το
οποίο δυνάμεθα να ανακατασκευάσουμε, να αναπαραστήσουμε ή να απεικονίσουμε
την πραγματική κατάσταση. Ό,τι συνεπώς μπορούμε να σκεφτούμε –και μπορούμε
να σκεφτούμε μόνο λογικά (3.
03)– αυτό μπορούμε και να το
απεικονίσουμε. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε παράλογα, γιατί δεν μπορούμε να
πούμε με τι θα έμοιαζε ένας παράλογος κόσμος. Στο ερώτημα, κατά συνέπεια, ποια είναι η
ουσία ή η φύση του ανθρώπου, ο Wittgenstein απαντά:
η
ουσία του είναι το να σκέπτεται τον κόσμο. Οι φιλόσοφοι, κατ’ αυτό
το πνεύμα, καλούνται να βλέπουν σωστά τον κόσμο. Κατ’ επέκταση δε και οι
άνθρωποι εν γένει. Εν τέλει, οι σκέψεις ως λογικές εικόνες των γεγονότων
επιτρέπουν στον σκεπτόμενο άνθρωπο να μεταβαίνει, δηλαδή να διαμεσολαβείται,
να μετα-κινείται λογικά από την πλάνη
της ιστορικά διαμορφωμένης και κυρίαρχης κοσμοθεωρίας ως μη-ουσίας του
στην ουσία του: να βλέπει σωστά τον κόσμο.