Γεώργιος Σεφέρης
1900–1971
Όταν μια χώρα στενάζει από έλλειμμα πολιτικής και με ταχύτητα φωτός οδηγείται από τους «δημοκράτες» στον όλεθρο· όταν ορισμένως ουκ ολίγοι διανοούμενοι, και μάλιστα υπό τον αστερισμό της φιλοσοφίας, δίνουν γη και ύδωρ και αναλαμβάνουν το ρόλο του απολογητή της «αθώας» εξουσίας· όταν τα πάντα πλακώνει η σκλαβιά και τα σκιάζει η φοβέρα, τότε για να ατενίσει κανείς με λιγότερες ψευδαισθήσεις το παρόν και το μέλλον χρειάζεται μάλλον να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω, καταπώς λέει και ο Χάιντεγκερ. Αυτή η οπισθοβασία δεν είναι και δεν πρέπει να είναι απόσυρση, λόγω απόγνωσης, από το παρόν, αλλά μια αστείρευτη στοχαστική και ποιητική πηγή λόγου, που διαμεσολαβεί εποπτικά και προφητικά το παρόν Μας. Από τούτη την πηγή προέρχεται το ποίημα του Σεφέρη: Ο Τελευταίος Σταθμός που έχει πολλά να μας πει. Για τον ποιητή ο τίτλος υπαινίσσεται τον τελευταίο του σταθμό πριν την επιστροφή· για τον Νέο Ελληνισμό του παρόντος τι μπορεί να υποτυπώνει; Μήπως τον τελευταίο σταθμό πριν τη μετατροπή της ελλαδικής γης σε «τόπο βοσκής για τις γκαμούζες»; (Σεφέρης)
Ο Τελευταίος Σταθμός
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χα-
ράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη·
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χα-
ράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι·
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.
Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.
Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
τη Συρία·
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής πού 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θά 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους.
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο.
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν.
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι.
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και νά ΄θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες.
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και νά ΄θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες.
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.
Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44
§ 1
Βασικά γνωρίσματα της σεφερικής ποίησης
- Ο Σεφέρης ανήκει στη γενιά του ’30 και ευθύς με την πρώτη του ποιητική συλλογή επιχειρεί ένα νέο προσανατολισμό στη νεοελληνική ποίηση.
- Ο νέος αυτός προσανατολισμός σχετίζεται με τον λεγόμενο ποιητικό μοντερνισμό.
- Κύριο γνώρισμα αυτού του μοντερνισμού είναι ο χαρακτήρας της ποιητικής γραφής.
- Τα ποιήματα δηλαδή δεν γράφονται πλέον στον παραδοσιακό έμμετρο στίχο, αλλά σε ελεύθερο.
- Συνακόλουθο αυτής της γραφής είναι να μην υπάρχει στο ποίημα μέτρο, ομοιοκαταληξία, ισοσυλλαβία στίχων, ισόστιχες στροφές.
- Ο ποιητικός λόγος του Σεφέρη όχι σπάνια εκφέρεται με αποφθεγματικές αποστροφές, δίνοντας έτσι καθολικότερη ισχύ σε γνώμες που διαφορετικά θα μπορούσαν να μείνουν αναξιοποίητες.
- Επίσης παρατηρείται στα ποιήματά του μια αίσθηση πολυφωνίας, ώστε να εμπλουτίζεται η ποιητική αφήγηση, αλλά και να έχει συγκεκριμένη απεύθυνση.
- Η πολυφωνία συνήθως εκδηλώνεται ή με ορισμένα πρόσωπα που έχουν θέση σε συγκεκριμένα ποιητικά επεισόδια ή με στίχους και φράσεις από άλλους δημιουργούς.
- Πρόκειται κατ’ ουσία για λεκτικά ή φραστικά θραύσματα, τα οποία δεν λειτουργούν μεμονωμένα μέσα στο ποιητικό κείμενο, αλλά ενσωματώνονται στη νοηματική ροή του και διανοίγουν τον ορίζοντά του σε δοκιμασμένες ποιητικές ή διανοηματικές εμπειρίες άλλων δημιουργών.
§ 2
Ερμηνευτική Προσέγγιση
Ι. Εισαγωγικά:
- Ο Τελευταίος σταθμός κλείνει, σε θεματικό και βιογραφικό επίπεδο, το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄.
- Το συγκεκριμένο ποίημα αθροίζει συνολικά την εμπειρία του πολέμου αλλά και τις αντίστοιχες επιπτώσεις πάνω στον άνθρωπο.
- Χαρακτηρίστηκε ως το πιο σεφερικό ποίημα του ποιητή (Τίμος Μαλάνος).
- Θεωρείται ως ένα από τα ανοιχτά ποιήματα της πιο πάνω συλλογής, γιατί εμφανίζει σαφή και καθαρά νοήματα, ενώ δεν απουσιάζει και ο εξομολογητικός τόνος του ποιητή για τις προσωπικές του εμπειρίες σε όλα τα χρόνια του πολέμου που ζούσε σε αναγκαστική εξορία.
- Βέβαια χρειάζεται να επισημανθεί ότι ο ποιητής δε βίωσε τη φοβερή εμπειρία του πολέμου και των συνεπειών του με τόσο οδυνηρά, όπως το ανώνυμο πλήθος.
- Οι δικές του δραματικές εμπειρίες θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα εξής: βίαιος εκπατρισμός, πικρή γεύση του ξενιτεμού, η πολεμική ατμόσφαιρα και το γενικό πολεμικό κλίμα εκεί που βρισκόταν με την εξόριστη κυβέρνηση, η θλίψη του για τα δεινά που περνούσαν οι άνθρωποι στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τις μικροπρέπειες και τις μηχανορραφίες των πολιτικών στο εξωτερικό. Επίσης η αίσθηση του γενικού παραλογισμού και της σύγχυσης που προκάλεσε ο φρικαλέος πόλεμος.
- Ο Σεφέρης δεν έζησε το δράμα της Ελλάδας και των ανθρώπων της από κοντά.
- Δεν απέκτησε άμεση εμπειρία της πείνας, της στέρησης, του θρήνου των μανάδων που έχαναν τα παιδιά τους, της δυστυχίας, των εικόνων γύρω από εκτελέσεις, κρεμάλες, δολοφονίες κ.λπ.
- Παρ’ όλα αυτά στον Τελευταίο Σταθμό παρουσιάζει μια συνολική εικόνα της ανθρώπινης τραγωδίας, αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε εκείνες τις στιγμές που λόγω του πολέμου κυριαρχεί απόλυτη ταραχή και αβεβαιότητα.
- Την παρουσιάζει μάλιστα υπό τη μορφή μιας άμεσα βιωμένης τραγικότητας και δραματικότητας.
- Το ποίημα δεν παρουσιάζει ένα μόνο θέμα από πολλές απόψεις, αλλά πολλά θέματα υπό έναν ενιαίο ειρμό, υπό μια αδιαίρετη νοηματική συνοχή, υπό ένα κεντρικό άξονα.
- Αυτός ο κεντρικός άξονας είναι ο πόλεμος.
- Σύνολο στίχων: 96. Διακρίνονται για μεγάλο ποιητικό ανάπτυγμα: περιέχουν πολλές λέξεις.
- Το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να ομιλεί με διαφορετικά γραμματικά πρόσωπα.
- Τα πιο συχνά είναι: το πρώτο ενικό και το πρώτο πληθυντικό.
- Άλλοτε ομιλεί το ατομικό Εγώ και άλλοτε το συλλογικό εμείς ή με άλλα λόγια: άλλοτε το ατομικό υποκείμενο και άλλοτε το συλλογικό υποκείμενο.
- Ορισμένες φορές απαντά το δεύτερο ενικό πρόσωπο. Τότε το υποκείμενο απευθύνεται σε έναν υποθετικό ακροατή ή αποδέκτη της ποιητικής του σκέψης και του ποιητικού του λόγου ή θέλει να απευθυνθεί στον εαυτό του: (εσωτερικός) διάλογος με τον εαυτό του (π.χ. στ. 4-6 ή στ. 64).
- Επίσης παρατηρείται και χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, όταν ο ποιητικός λόγος εκφέρεται αποφθεγματικά και με πνεύμα καθολικής ισχύος.
- Στο ποίημα ακούγονται και ορισμένες άλλες φωνές εν είδει φράσεων ή στίχων που ανήκουν σε άλλους δημιουργούς.
- Στ. 6 και 44: φωνή-έκφραση του Μακρυγιάννη.
- Στ. 23: Βιργίλιος.
- Στ. 87-88: Αισχύλος Αγαμέμνων (στ. 179-180).
- Υπάρχουν βέβαια και άλλοι στίχοι, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα παραπέμπουν στον Όμηρο ή στον Εκκλησιαστή ή στον Καβάφη.
- Άλλο χαρακτηριστικό του ποιήματος: αρχίζει και κλείνει με τον ίδιο στίχο, την ίδια στιγμή που ο κορμός του κύριου ποιήματος παρουσιάζει κλιμακούμενες δραματικές εντάσεις.
- Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι πειθαρχημένη, ακριβής, βιωματική.
- Ο λόγος του είναι πυκνός: με ένα στίχο εκφράζει πολλά νοήματα, εμπειρίες ή καταστάσεις.
- Το ποίημα σκηνοθετείται με ή πάνω σε εικόνες, στις οποίες δεσπόζει ο συμβολισμός και η ομηρική παρομοίωση.
- Το ύφος του είναι εξομολογητικό, στοχαστικό και διδακτικό.
ΙΙ. Ερμηνεία:
- Στην πρώτη ενότητα κυριαρχεί το μοτίβο του φεγγαριού και η εικόνα της επικείμενης επιστροφής.
- Ο ποιητής εμφανίζεται να περνάει ώρες μοναξιάς και να γίνεται εξομολογητικός σε μια υποτιθέμενη συνομιλία με κάποιον φίλο, στην ουσία με τον εαυτό του.
- Η δική του οδυνηρή περιπέτεια μοιάζει να φτάνει στο τέλος της και του δημιουργεί την ανάγκη για έναν απολογισμό σχετικά με εμπειρίες και εκτιμήσεις του.
- Το θέμα που τον απασχολεί είναι ο αναμενόμενος νόστος.
- Η νύχτα στο ιταλικό λιμάνι, όπου ο ποιητής προσμένει την ώρα της επιστροφής, είναι φεγγαρόλουστη.
- Ανάμειχτα συναισθήματα εν όψει των νέων συμφορών που ίσως διαβλέπει να ενσκήπτουν στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ήδη τις μηχανορραφίες πολλών πολιτικών.
- Φεγγάρι και αλφαβητάρι: ο ποιητής προσλαμβάνει ή βιώνει αντιθετικά μέσα του αυτές τις δύο έννοιες.
- Η πρώτη τον γαληνεύει, τον ηρεμεί, τον φέρνει πιο κοντά στην ευαισθησία και στη γλυκύτητα της φύσης, του ανακαλεί ωραίες εικόνες αισθητικής ικανοποίησης και ψυχικής ευφορίας.
- Και αυτά συγκριτικά με τις τρικυμίες που επιφέρουν και θα συνεχίσουν να επιφέρουν οι πολιτικοί και οι περί αυτούς με τον καιροσκοπισμό και την ιδιοτέλειά τους.
- Η δεύτερη υποδηλώνει ότι ο ποιητής διαβάζει τα άστρα, δηλαδή κάνει έναν απολογισμό των πρόσφατων εμπειριών, αποκρυπτογραφεί τα συμβάντα και τα συμβαίνοντα και οδηγείται σε άλλα νοήματα και ελπίδες.
- Αυτά τα νοήματα δεν αφήνουν περιθώρια για αναπόληση και ρέμβη.
- Έτσι το φεγγάρι δείχνεται για τον ποιητή να του κρύβει την πραγματική όψη των πραγμάτων, να του θολώνει τον ορίζοντα της υπάρχουσας πραγματικότητας.
- Άραγε να λειτουργεί με δόλο για τον ποιητή, να τον εξαπατά; Αυτό μάλλον αισθάνεται ο ίδιος σε σχέση με την τωρινή κατάσταση, γι’ αυτό και είναι λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που του αρέσουν.
- Ο Σεφέρης δεν αναθεματίζει τις φεγγαρόλουστες νύχτες, αλλά αντίθετα τις θεωρεί ως τις κατ’ εξοχήν αισθηματολογικές στιγμές.
- Τέτοιες όμως στιγμές σε αυτές τις αβέβαιες χρονικές περιόδους μπορεί να λειτουργούν απατηλά, όπως εκείνοι οι πολιτικοί που κατεβαίνουν στην Ελλάδα ως σωτήρες, ως φωτοδότες, αλλά πίσω από το φωταδιστικό τους βλέμμα κρύβεται ο σκοταδιστικός τους ρόλος.
- Χρησιμοποιούν δόλο για να εξαπατήσουν και να καρπωθούν τον αγώνα που έκαναν οι πολλοί.
- Γι’ αυτό τώρα αγαπά τον έναστρο ουρανό.
- Στ. 6: όσο είναι άνεργος, στοχάζεται αναμένοντας. Τι στοχάζεται; Αφήνει τον νου του ελεύθερο εν αγωνία να προβαίνει σε απολογισμούς και υπολογισμούς.
- Η λέξη μέρας (στ. 3) παραπέμπει στη διάσταση του χρόνου και δεν πρέπει να λαμβάνεται μόνο στην ονομαστική της τιμή.
- Το ίδιο και η λέξη φεγγάρια: υποδηλώνει περιόδους ζωής που ξαναζωντανεύουν μέσα του και χαρακτηρίζονται είτε από κατάνυξη και ρεμβασμό (στ. 8) είτε από χαλασμούς και εγκατάλειψη (στ. 10-11).
- Στ. 12-14: γίνεται μετάβαση από παλαιές νοσταλγίες της άμεσης ή προσωπικής ζωής στην παρούσα νοσταλγία της Ελλάδας.
- Η επιστροφή για πολλούς ανθρώπους αποτελεί εξόφληση χρέους με τη θετική ή την αρνητική σημασία, ανάλογα με την ποιότητα και την αρετή του ανθρώπου.
- Για τον ποιητή π.χ. η επιστροφή είναι η εξόφληση του χρέους που οφείλει ο ίδιος στην πατρίδα, μετά από τόσα χρόνια αναγκαστικής εξορίας.
- Στ. 15-17: Για άλλους, σαν τους πολιτικούς που ετοιμάζονται να επιστρέψουν, η επιστροφή λογίζεται ως είδος συναλλαγής προς ίδιον όφελος.
- Αισθάνονται πως η Ελλάδα τους οφείλει και όχι αυτοί στην Ελλάδα.
- Τις ταπεινώσεις, την αδράνειά τους, ίσως και τους ποικίλους ευτελισμούς που υπέστησαν στην ξένη χώρα προτίθενται τώρα να τις αναπληρώσουν ή να τις ανταλλάξουν με κάθε είδους –θεμιτή ή αθέμιτη– ανταμοιβή.
- Πρόκειται για καθαρή περίπτωση αμοραλιστικής συμπεριφοράς από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν άλλη αρχή έξω από εκείνη της αρχομανίας.
- Στ. 18-22: επανέρχεται στον ποιητικό ρεμβασμό, με τον οποίο είχε ξεκινήσει, περιγράφοντας το τοπίο, έστω και ελλειπτικά.
- Στ. 23: μας γνωρίζει με μια εικόνα, όπου είναι εμφανής κάποια μελαγχολική διάθεση:
- Παρεμβάλλεται η σιωπή, η οποία ως προς την πρώτη ενότητα υποδηλώνει περισυλλογή, αναστοχασμό και ως προς την δεύτερη που ακολουθεί πιο συγκεκριμένα, ορατά βήματα ποιητικής πρόσληψης περιεχομένων.
- Στην δεύτερη ενότητα ο ποιητικός λόγος γίνεται ουσιαστικά διάλογος του ποιητή με τον εαυτό του.
- Αυτός ο διάλογος παρουσιάζεται να γίνεται με έναν υποθετικό φίλο που ήρθε κρυφά από την Ελλάδα.
- Στ. 24-25: ο ποιητής δικαιολογείται για την μακρά εισαγωγή που προηγήθηκε. Θεωρεί πως ήταν ένας ειρμός της σκέψης που χρειαζόταν να συμβεί, προκειμένου να μιλήσει για πράγματα που τα χαρακτηρίζει δύσκολα.
- Στ. 25-30: Γιατί δύσκολα; Επειδή δεν μπορεί να βρεθεί κανένας έμπιστος, μέσα στη γενική φθορά και διαφθορά των δημόσιων προσώπων που υποτίθεται αποτελούσαν την εξόριστη κυβέρνηση, να του εκμυστηρευθεί όσα είδε και έζησε.
- Γι’ αυτό βιάζεται να εξωτερικεύσει όλα του τα βιώματα σε ένα φίλο που έρχεται από την Ελλάδα, πριν τον αλλάξει η ξενιτιά, προτού δηλαδή προλάβουν και τον εξαγοράσουν ή τον διαφθείρουν οι άνθρωποι της πολιτικής και των άνομων συναλλαγών.
- Ο ποιητής δεν είχε καλή γνώμη ούτε για τα πολιτικά πρόσωπα που ζούσαν στην ξενιτιά και έπαιρναν εντολές από τους ξένους για το τι και πώς πρέπει να πράξουν στα ζητήματα διακυβέρνησης της Ελλάδας ούτε για αυτούς που τους επισκέπτονταν από την Ελλάδα ως συνομιλητές τους.
- Γι’ αυτό και ο υποτιθέμενος διάλογος στο βάθος είναι δραματικός μονόλογος.
- Η δραματικότητα αυτή εκφράζεται και με τη βιασύνη του ποιητή να ταξινομήσει τον όγκο των πληροφοριών που τον βασανίζουν και με βάση αυτές να απαντήσει σε εύλογες ερωτήσεις, που δεν του έχουν τεθεί αλλά εγείρονται μέσα του κατά την εξέλιξη του δραματικού του μονόλογου και συνέχουν νοηματικά το όλο ποιητικό σώμα.
- Έτσι αυτές οι ερωτήσεις λογίζονται λανθάνουσες ερωτήσεις ενός λανθάνοντος διαλόγου και έχουν αντικειμενική αξία.
- Στ. 31-48: στην υποτιθέμενη ερώτηση λοιπόν από πού έρχονται ο Σεφέρης απαντά, αναφέροντας όλα τα μέρη που επισκέφτηκε ή αναγκάστηκε να ζήσει μαζί με την εξόριστη κυβέρνηση.
- Όλοι αυτοί οι στίχοι απηχούν μια αίσθηση διασποράς, διασκορπισμού, ακόμη και ανεστιότητας με κοινό παρονομαστή το θέμα της ξενιτιάς.
- Από την άλλη πλευρά οι εν λόγω στίχοι παραπέμπουν και σε μια γεωγραφική εξάπλωση του Ελληνισμού σε αντίστοιχες ιστορικές περιόδους.
- Συγχρόνως, όπως αφήνει να διαφαίνεται στο στ. 33, ο ποιητής συγκλονίζεται σύγκορμα από το φόβο μήπως οι μικρότητες και οι μηχανορραφίες ξένων και ντόπιων παραγόντων οδηγήσουν την πατρίδα του σε πλήρη εξαφανισμό, όπως συνέβη με το ελληνικό κρατίδιο της Κομμαγηνής.
- Αλλά ποια είναι η αληθινή ταυτότητα των εξόριστων, αυτών δηλαδή που περιμένουν στο τυρρηνικό χωριό να γυρίσουν πίσω; Ποια είναι η συμπεριφορά τους;
- Στ. 39-42: οι εξόριστοι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα εκεί στην ξενιτιά, άκαπνοι συγκριτικά με τους αγωνιζόμενους στην Ελλάδα Έλληνες, είναι άνθρωποι φθαρμένοι ψυχικά από τον πόλεμο και διεφθαρμένοι από τις δικές τους δολοπλοκίες και πολιτικές βλέψεις.
- Αυτό που τους ενδιαφέρει πρωτίστως είναι πώς θα καταλάβουν αξιώματα, αυτοπαγιδευόμενοι έτσι «σαν το πουλί μες στο κλουβί του», χωρίς να εμπνέονται από άλλα, ανώτερα πολιτικά ιδεώδη.
- Ο ίδιος ο ποιητής γράφει σχετικά με το περιβάλλον των αξιωματούχων στην Cava: « … διόλου ευχαριστημένος που είμαι εδώ· είμαι σαν το ξένο παραμύθι μέσα σε τούτη εδώ τη σκηνοθεσία και τους κουμπάρσους» (Μέρες Δ΄).
- Σε άλλο σημείο του κειμένου του Μέρες Δ΄, ο ποιητής χαρακτηρίζει τους συντρόφους «πληγή, σαν τις αράπικες μύγες».
- Αυτοί οι σύντροφοι είναι πράγματι η ηθική πληγή που κακοφορμίζει:
- Στ. 43-63: τους έχει μάθει από κοντά, ξέρει όλες τους τις συνήθειες, μπορεί να διαβάσει τη συμπεριφορά τους, δεν πέφτει έξω στους χαρακτηρισμούς του γι’ αυτούς.
- Η ανθρώπινη αδυναμία και συναφώς η μικρότητα, η ποταπότητα, η ευτέλεια περιγράφονται με δωρική λιτότητα, με ζωηρές εικόνες, γεμάτες ένταση και χρώμα, με παραδειγματική παραστατικότητα.
- Έτσι ο ποιητής μιλάει για ερωτικές επιθυμίες (στ. 48-49), για απληστία (53), έμμονη διάθεση ή τάση για το κακώς εννοούμενο συμφέρον, για κερδοσκοπία (50-51), για καθετί που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε πράγμα, σε αντικείμενο.
- Για τον στίχο 45 χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο Μ. Vitti (Φθορά και Λόγος· εισαγωγή στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, σ. 161) για τον ποιητή: «τον κυνηγά η σκέψη για τους πολιτικούς τυχοδιώκτες, που αύριο θα επιδιώξουν αδίστακτα να πιάσουν ένα πόστο στην εξουσία και θα σφετεριστούν το αίμα που άλλοι έχυσαν για την πατρίδα».
- Γενικότερα ο άνθρωπος παρουσιάζει μια ευμετάβλητη συμπεριφορά, ανάλογα με τις περιστάσεις και με τους πειρασμούς που τον καθιστούν ευάλωτο (στ. 46-47, 52-53).
- Στους στ. 54-60 συναντούμε το μοτίβο της φθοράς κατά την σεφερική ποιητική –η εικόνα του θανάτου και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι– διατυπωμένο με λεπτή ειρωνεία.
- Με δραματικό τόνο παρουσιάζεται η αγάπη για τη ζωή, ιδιοτελώς εκδηλωνόμενη από τους ανθρώπους: ο καθένας κοιτάζει πώς να σώσει τον εαυτό του.
- Εύστοχα ο ποιητής παριστά την εικόνα του πανικού που παρατηρείται συνήθως, όταν απουσιάζει η οργανωμένη δράση και αλληλεγγύη του συλλογικού μας Είναι.
- Ο πανικός αυτός υποδηλώνεται πολύ ηχηρά με τα ρήματα: φωνάζουνε, μπερδεύονται, ρητορεύουν:
- Φωνάζουνε: μια κατηγορία ανθρώπων καταφεύγει σε μεταφυσικές λύσεις ή δυνάμεις (=για να ξορκίσουν).
- Μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους: μια άλλη κατηγορία ανθρώπων κλείνεται στον κόσμο του υλικού του πλούτου, ελπίζοντας να βρει ασφάλεια και σιγουριά. Ουσιαστικά αυτοί οι άνθρωποι καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
- Ρητορεύουν: μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων αναλώνεται σε ρητορικές–ιδεοληπτικές εξηγήσεις και επεξηγήσεις, σε κενολογίες τις οποίες προβάλλει ως περισσή αλήθεια, έχοντας ανύποπτη αυτοπεποίθηση για την ικανότητα και το ταλέντο της.
- Τι νόημα όμως έχουν όλα τούτα, όταν δεν μπορούν να αποτρέψουν τον χαμό των ανθρώπων (στ. 60);
- Στους τρεις τελευταίους στίχους της ενότητας (στ. 61-63), ο ποιητής οδηγείται σε ένα καθολικό συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει ως μια φυσική κατάληξη της έσχατης κατάπτωσης του ανθρώπου που μας περιέγραψε στους προηγούμενους στίχους.
- Με ερωτηματική μορφή ή με τρόπους διερώτησης εν τέλει αποφαίνεται: μήπως ο άνθρωπος δεν έχει ανυψωθεί ποτέ πάνω από το επίπεδο του φυτικού και ζωικού όντος, αλλά η μόνη του δραστηριότητα είναι η απλή αναπαραγωγή και διαιώνιση του είδους;
- Σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς της ολικής κατάπτωσης της ανθρώπινης ουσίας, της έκπτωσης των ανθρώπινων αξιών, οι ρητορείες και τα λόγια είναι όχι μόνο περιττά αλλά και επικίνδυνα, γιατί οι καιροί άλλα επιτάσσουν.
- Τις επιταγές των καιρών ο ποιητής τις συνοψίζει στο καίριο νόημα του στ. 63:
- Οι καιροί επιβάλλουν, ο καθένας να αρθεί πάνω από ιδιοτελείς βλέψεις, από κοντόθωρες πολιτικές και άλλες φιλοδοξίες, από αναξιοπρεπείς συμπεριφορές, προκειμένου να πράξει τα δέοντα.
- Τότε η ιστορία και η ουσία της ανθρώπινης ζωής δεν θα περιορίζεται μόνο στις δύο στιγμές της γέννησης και του θανάτου.
- Στ. 64-88: στην παρούσα ενότητα ο ποιητής σκηνοθετεί με τον στ. 64 μια ποιητική συνομιλία με τον φίλο, για να μιλήσει για τους άλλους ανθρώπους:
- τον πρόσφυγα, τον αιχμάλωτο και όλους εκείνους που μέσα στη δίνη του πολέμου οι συνθήκες και οι δημόσιες αμαρτίες των επιτήδειων τους μεταποίησαν σε εμπορεύσιμο είδος, σε αντικείμενο αγοροπωλησίας.
- Αυτούς τους άλλους ο Σεφέρης τους τοποθετεί απέναντι στους ανθρώπους της κερδοσκοπίας, της πολιτικής ματαιοδοξίας, της δολοπλοκίας, της φιληδονίας που μας παρουσίασε στην προηγούμενη ενότητα.
- Περαιτέρω δεν μπορεί να ξεχάσει το αποτρόπαιο θέαμα της κατεστραμμένης πατρίδας:
- ξένα συμφέροντα και ντόπιοι υποτελείς τους συνεχίζουν να την πελεκούν και να την καίνε σαν το πεύκο.
- Αυτή η κατάσταση δεν αφήνει χώρο για μια πιο αισιόδοξη προοπτική: επιτείνει τον πόνο του ποιητή και δι’ αυτού του κάθε υποψιασμένου και ακέραιου ανθρώπου.
- Χρονικά βέβαια δεν άργησαν να επαληθευτούν στην πράξη τα παραπάνω λόγια του ποιητή: δυο μήνες μετά τη σύνθεση του ποιήματος η Ελλάδα αιματοκυλίστηκε ξανά με τα Δεκεμβριανά και αργότερα με τον Εμφύλιο.
- Πώς μπορεί λοιπόν ο ποιητικός νους να ξεχάσει τους σκοτωμένους φίλους (στ. 82) και όλες τις άλλες φρικιαστικές εικόνες;
- Η φρίκη είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο ποιητής προτιμά να την απεικονίζει με παραβολές (στ. 83), γενικότερα με ποιητικά σχήματα.
- Τώρα (στ. 83-88) ο ποιητικός λόγος γίνεται πιο εύηχος, πιο γενικευμένος και περισσότερο στοχαστικός.
- Η φρίκη όμως σε κάθε περίπτωση παραμένει ζωντανή και προχωράει:
- εκφεύγει των ορίων του καθημερινού λόγου και των δυνατοτήτων μιας καλοπροαίρετης συνομιλίας.
- προχωρεί ασταμάτητα: απλώνεται ολοένα και σε περισσότερα επίπεδα ζωής· νέα έργα και ημέρες της φρίκης βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
- Το αποκορύφωμα αυτής της ερημωμένης κατάστασης είναι ο καημός της συμφοράς (στ. 87-88).
- Αυτός ο καημός φαρμακώνει την ψυχή του ποιητή, όχι ως ενός απομονωμένου Εγώ αλλά ως του συμπαντικού Εμείς.
- Στην τελευταία ενότητα (στ. 89-95) το ποιητικό θέμα δικαιούται και δύναται να αναφέρεται σε ήρωες:
- Οι ήρωες έρχονται να ολοκληρώσουν το σκηνικό μιας προηγούμενης ποιητικής ανάδειξης από τη μια πλευρά των ιδιοτελών ανθρώπων και από την άλλη πλευρά των αδύνατων, των ακούσιων θυμάτων του πολέμου και της φθαρμένης ή διεφθαρμένης δημόσιας ζωής.
- Η ιστορία του Μιχάλη έχει πραγματική βάση.
- Αλλά και η παρουσία της ηρωικής εκδοχής δεν μεταβάλλει ουσιαστικά τη γενική κατάσταση.
- Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά: δρουν ανώνυμα, ανυστερόβουλα και όχι για να κερδίσουν μια θέση στα έδρανα της δημοσιότητας.
- Παράλληλα οι ηρωικές πράξεις και στάσεις είναι ξεχωριστές περιπτώσεις και δεν αγκαλιάζουν όλο το φάσμα της συλλογικής δράσης. Γι’ αυτό και αδυνατούν συνήθως να ανατρέψουν ή να εξαλείψουν την κατάσταση της οδύνης, της φρίκης και του παραλογισμού.
- Στον τελευταίο στίχο, ο οποίος είναι επανάληψη του πρώτου στίχου σε χρόνο ενεστώτα: στ. 1: μ’ αρέσαν, στ. 96: μ’ αρέσουν, ο ποιητής εκφράζει μια συγκρατημένη αισιοδοξία.
- Μετά από αυτά που έζησε, με νωπές τις μνήμες από τις φοβερές εμπειρίες του πολέμου και από τη φθορά του ανθρώπου μέσα στην πολεμική δίνη καταλήγει σε «άλλα νοήματα και άλλες ελπίδες».
- Ο Μ. Vitti (ό.π., σ. 168) δίνει την εξής εξήγηση: «ύστερα από όσα μεσολάβησαν, μοιάζει να διατυπώνει σε τόνο σκοτεινό το προαίσθημα ότι άλλες νύχτες με φεγγάρι που θα έρθουν στη ζωή του δεν θα είναι καλύτερες από αυτές που θυμάται τούτη τη νύχτα, προσμένοντας να χαράξει η ώρα της επιστροφής».