MARTIN HEIDEGGER
Η ΑΠΟYΣΙΑ ΙΕΡΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ
(DER FEHL HEILIGER NAMEN)
μτφρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος
Ι
I Στην προτελευταία στροφή της ωδής του
«Η αποστολή του ποιητή» ο Hölderlin ομολογεί:
«Και πρόθυμα, για να εννοούν αυτοί
Να βοηθήσουν, τους άλλους πλησιάζει ένας ποιητής.»
Ποιοι είναι αυτοί «οι άλλοι»; Είναι οι άλλοι ποιητές;
Είναι εκείνοι πού μιλούν μ’ έναν άλλο τρόπο απ’ αυτόν
των ποιητών; Ίσως σκεπτόμενοι; Οφείλουν
«να εννοούν να βοηθήσουν». Τι σημαίνει εδώ εννοούν;
Πώς μπορεί εδώ να παρέχεται βοήθεια; Προ
πάντων - τι χρειάζεται να εννοούμε εδώ;
Τον λόγο του Hölderlin, ή τελείως Εκείνο, που τον ποιητή
πριν άπ’ όλα και αδιάκοπα εξαναγκάζει
στο δικό του λέγειν;
Ερωτήσεις επί ερωτήσεων, που έρχονται μόνο
σε σαφήνεια, όταν μεταστοχαστικά ακούμε
τον λόγο του Hölderlin που εκ των προτέρων
βλέπει πολύ μακριά:
Κυριαρχία και κράτος των Τιτάνων.
Οι Τιτάνες
«Δεν είναι όμως
ο Χρόνος. Ακόμη είναι
ά-δετοι αυτοί.
Το θείο τούς μη-μετέχοντες
δεν αγγίζει.»
Ό,τι οδηγεί τον ποιητή αναγκαίως στο λέγειν, είναι μία
Ανάγκη. Αποκρύπτεται στην απ-ουσία της παρ-
ουσίας του θείου.
Στην τελευταία στροφή του ελεγείου «Παλιννόστηση»
φτάνει η απουσία αυτή στον απλό, τα πάντα
διασαφηνίζοντα και όμως γεμάτο μυστήριο λόγο:
«απουσιάζουν ονόματα ιερά.»
Η μεγάλη συνδρομή, που θα μπορούσε να βοηθήσει σε μια
κατανόηση της ανάγκης, θα ήταν ίσως η διεισδυτική ματιά
στο Ιδιόμορφο αυτής της «απουσίας» μέσω της εμπειρίας
της προέλευσής της, που πιθανώς κρύβεται σε μια
στέρηση του ιερού και εμποδίζει μια εύστοχη
ονομασία με το όνομα που του ταιριάζει και φωτίζει την
ίδια τούτη.
Αν μπορούσε ο αιώνας της τεχνολογίας να βιώσει τη
δύναμη του συστήματος που τον καθορίζει, και μάλιστα έτσι,
δύναμη του συστήματος που τον καθορίζει, και μάλιστα έτσι,
ώστε να καταδειχθεί, πώς - δηλαδή μ’ έναν τρόπο εσφαλμένο –
η «απουσία» άρχει μέσα του, τότε θα ήταν δυνατόν να
χορηγηθεί στο Dasein του ανθρώπου η περιοχή του σωτήριου
ως ανοιχτή στη συμμετοχή.
χορηγηθεί στο Dasein του ανθρώπου η περιοχή του σωτήριου
ως ανοιχτή στη συμμετοχή.
Άραγε όμως γνωρίζουμε ήδη το πεδίο όδευσης μιας τέτοιας
εμπειρίας; Γνωρίζουμε με τρόπο επαρκή το Ιδιόμορφο της οδού
που θα ’πρεπε να πάρει ένα σωστό σκέπτεσθαι ως βιωματική
που θα ’πρεπε να πάρει ένα σωστό σκέπτεσθαι ως βιωματική
διαπορεία;
Αυτό φαίνεται να συμβαίνει.
Γιατί στην έναρξη του νεωτερικού σκέπτεσθαι
Γιατί στην έναρξη του νεωτερικού σκέπτεσθαι
στέκονται στη
σειρά, πριν από κάθε τοποσήμανση
της υπόθεσης του
σκέπτεσθαι, πραγματείες περί της
μεθόδου: Discours de la methode»
και
«Regulae ad directionen ingenii» του Descartes.
Και την εποχή της ολοκλήρωσης αυτού του σκέπτεσθαι
–στο τελευταίο
τμήμα της «Επιστήμης της Λογικής» του
Hegel– η μέθοδος και η υπόθεση του σκέπτεσθαι γίνονται
σαφώς ταυτόσημα.
Όμως –μέθοδος και οδός του σκέπτεσθαι είναι το Ίδιο;
Ωστόσο δεν είναι ακριβώς στην τεχνολογική εποχή
καιρός
να διαλογιστούμε την
ιδιομορφία της οδού σε διάκριση
προς τη μέθοδο; Πράγματι
–είναι ανάγκη να εξετάσουμε
το ζήτημα αυτό. Σαφέστατα
μπορούμε στην Ελληνική
γλώσσα να κατονομάσουμε, αν και η
ακόλουθη φράση δεν
βρίσκεται
πουθενά στη σκέψη των Ελλήνων:
ἡ ὁδός –μήποτε μέθοδος
η οδός δεν είναι ποτέ μέθοδος.