Κωνσταντίνος Καβάφης
1863-1933
Ανεστιότητα και πολιτικός αμοραλισμός
§1
Αντί προοιμίου
1.
Στη
συνέχεια παρουσιάζουμε το ποίημα του Καβάφη Ας φρόντιζαν με
περιεκτικό σχολιασμό. Γιατί αυτό το ποίημα; Επειδή παριστά ποιητικά την
ανεστιότητα του ανθρώπινου Dasein στο παράδειγμα του ανώνυμου πρωταγωνιστή του
συγκεκριμένου ποιήματος. Ο εν λόγω πρωταγωνιστής ομιλεί τη γλώσσα ενός πολλαπλά
ανέστιου πολίτη, όμοιου με αυτόν της σημερινής Ελλάδας, που μέσα
στην απελπισία του γίνεται εύκολο θήραμα του αναίσχυντου και επαίσχυντου
πολιτικαντισμού: αναγκάζεται να θυσιάζει την αξιοπρέπειά του και να αναπαράγει
πιστά τον πολιτικό αμοραλισμό των επαγγελματιών πολιτικών. Την ίδια δε
στιγμή ευτελίζεται και από τους ίδιους τους ευτελισμένους πάτρωνές του, τους αμοραλιστές
πολιτικούς, με τη μορφή της γνωστής θεωρίας: «μαζί τα φάγαμε». Έτσι γενικεύεται
ο αμοραλισμός της πολιτικής κοινωνίας.
2.
Αλλά
η γλώσσα του ανώνυμου πρωταγωνιστή είναι
και γλώσσα του ποιήματος. Ποια διαφορά εμφανίζει η ποιητική γλώσσα από την πολιτικώς
τυχοδιωκτική χρήση της γλώσσας; Η πρώτη μας επιτρέπει, όπως λέει ο Χάιντεγκερ,
μέσω του Χέλντερλιν, να «οικούμε ποιητικά τον κόσμο», ενώ η δεύτερη χαρακτηρίζει συνήθως
εκείνους τους ολιγοφρενείς πολιτικούς που απλώς παπαγαλίζουν ξύλινα κείμενα,
γραμμένα από διάφορους ιπποκόμους τους, και οι οποίοι εντελώς ανεστραμμένα
εκθέτουν την καταστροφή ως «δημοκρατική» όαση.
3. Το να οικούμε ποιητικά τον κόσμο σημαίνει ότι
αναγόμαστε στην ιστορικότητα του Είναι μας. Ο ποιητής μας διανοίγει
προς αυτή την ιστορικότητα· όμως δεν
μας διανοίγει μόνο ως ατομικές υπάρξεις αλλά κυρίως ως έναν ολόκληρο λαό που θέλει να
διαφεντεύει τη μοίρα του ως την πιο ιερή εορτή, από την οποία εκπηγάζει κάθε
περαιτέρω αλήθεια του. Προς μια τέτοια ιστορικότητα μας υποψιάζει ο
Χάιντεγκερ με τον δικό του ποιητικό λόγο: «Η εορτή που μας στέλνει αρχικά το
ιερό είναι η καταγωγή της ιστορίας. Αλλά εάν η εορτή είναι αυτή από την οποία
κατάγεται η ουσία της ιστορίας ενός λαού κι αν ο ποιητής αντλεί την προέλευσή
του από την εορτή, τότε ο ποιητής γίνεται ο θεμελιωτής της ιστορίας ενός λαού.
Προετοιμάζει το Ποιητικό στοιχείο, το οποίο ένας ιστορικός λαός οικεί ως
θεμέλιό του (…). Ο ποιητής σκέπτεται το παρελθόν-Είναι, όταν σκέπτεται το
ελευσόμενο. Αυτό είναι το ιερό, το οποίο με την έλευσή του προετοιμάζει το
εορταστικό της εορτής» (GA 4,
106-107). Ας δούμε τώρα ποια ιερή εορτή μας επιφυλάσσει ο ποιητής με το
παρακάτω ποίημα.
§2
ΑΣ ΦΡΟΝΤΙΖΑΝ
Κατήντησα
σχεδόν ανέστιος και πένης.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τα’ φαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ' έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ' είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους -
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ' αυτόν.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια
όλα τα χρήματά μου τα’ φαγε:
αυτή η μοιραία με τον δαπανηρό της βίο.
Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
(ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα·
τι ρήτορας, τι ποιητάς, τι ό,τι κι αν πεις).
Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
κ' έχω φιλίες με αρχηγούς των μισθοφόρων.
Είμαι μπασμένος κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξάνδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι·
κάπως γνωρίζω (κ' είναι τούτο χρήσιμον) τα εκεί:
του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Σ’ ό,τι δουλειά με βάλουν θα πασχίσω
να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή είν’ η πρόθεσίς μου.
Αν πάλι μ’ εμποδίσουνε με τα συστήματά τους -
τους ξέρουμε τους προκομένους: να τα λέμε τώρα;
αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
θα πάγω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη
για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ' αυτόν.
§3
Ερμηνεία
και κατανόηση
1.
Το
ποίημα δημοσιεύτηκε το 1930 και δείχνει να κινείται στο πεδίο της ιστορίας και
να έχει έντονο πολιτικό χαρακτήρα. Ο πρωταγωνιστής είναι ένα χωρίς όνομα πρόσωπο
που με μορφή μονολόγου αναφέρεται σε πράγματα
δικά του, μικρά ή αδιάφορα ίσως για άλλους, αλλά αποκαλυπτικά για την ανικανότητα
πολιτικών ομάδων ή εκπροσωπήσεων να εκφράσουν τα μεγάλα. Το ουσιώδες
αυτών των ομάδων και εκείνο του πρωταγωνιστή μοιάζει να είναι αδιαίρετο.
Ουσιώδεις εκφάνσεις του χαρακτήρα τους είναι οι μηχανορραφίες, οι τυφλές
συνομωσίες, οι αδίστακτες αθλιότητες, οι εδραιωμένες νωθρότητες που καθηλώνουν
τους πρωταγωνιστές σε ποταπά σενάρια ζωής. Απέναντι σε τέτοια σπαρακτικά και
συνάμα ανάλαφρα θεάματα
πολιτικο-κοινωνικής παράκρουσης η ποιητική επιταγή, με τον τρόπο του
Καβάφη, δεν εγείρει πρότυπα ηρώων, εξεγερμένων, αλλά πορτραίτα από βιωμένες
πραγματικότητες. Η γλωσσική λεπταισθησία αποτελεί τη μαρτυρία του Dasein του ανθρώπου.
2.
Τι
μαρτυρεί πιο ειδικά; Μαρτυρεί τη δυνατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης είτε να
αποφασίζει με υπευθυνότητα ή να βυθίζεται στην αυθαιρεσία, στην καταστροφή, στη
σύγχυση, στην εξαθλίωση, στον αμοραλισμό. Η εικόνα του μονολογούντος
προσώπου του ποιήματος έρχεται στο φως ως ανεστιότητα –μεταφορικά και
κυριολεκτικά– και συγχρόνως ως συμβάν πολιτικού τυχοδιωκτισμού, παρακμιακού
αμοραλισμού. Ο νέος του ποιήματος βαδίζει στη ζωή «ανέστιος και πένης», χωρίς να
μετα-στοχάζεται την ανεστιότητά του. Αντ’ αυτού παραδίνεται σε
εξομολογήσεις με αποχρώσεις αποτυχίας, απάθειας, αλλά και υπεροψίας,
τυχοδιωκτισμού, πολιτικού και κοινωνικού αμοραλισμού. Δεν ζητεί τίποτε άλλο παρά πώς θα "μπαλωθεί", πώς δηλαδή θα βολευτεί. Η αρνητική δύναμη που τον
ωθεί στην αποτυχία και τον περιθωροποιεί είναι η ίδια που τον μεταποιεί σε
τέτοιο βαθμό αδίστακτο, ώστε να περιφέρεται από τον ένα πολιτικό τυχοδιώκτη
(:Ζαβίνας=δούλος) στον άλλο (:Γρυπός) που είναι πολιτικός αντίπαλος του πρώτου και εξίσου εχθρός της πατρίδας του όπως και ο πρώτος.
Στο τέλος δεν διστάζει, εάν μείνει εντελώς εγκαταλειμμένος, να δηλώσει ότι
είναι έτοιμος να επισκεφτεί και τον τρίτο μεγάλο εχθρό της πατρίδας του, τον Υρκανό. Παρ' όλα αυτά δεν λησμονεί την πατρίδα του. Ετούτη είναι γεμάτη μόχθους, αλλά μέσα του ηχεί ως το μόνο ιερό που του έχει απομείνει: η ιερή εορτή που δεν τον αφήνει να εξαντλείται μέσα στη μεμψιμοιρία και την κυνικότητά του.
3.
Ποια
είναι αυτή η αρνητική δύναμη; Είναι «τα συστήματά τους». Πώς όμως αφήνει έκθετο
τον εαυτό του σε τούτη την αρνητική δύναμη, όταν κατέχει τόση σοφία (=«ξέρω και
παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα …»); Τον αφήνει, διότι η «σοφία» του αυτή είναι
στην πραγματικότητα δοκησισοφία, η οποία τον καθιστά ευάλωτο στους αμοραλιστικούς
κεραυνούς των ως άνω συστημάτων. Ο πρωταγωνιστής τώρα του ποιήματος συμβολίζει εκείνον τον μίσθαρνο διανοούμενο της πιο αγοραίας "πολιτικής" , ο οποίος παρωθεί τη φαντασία μας προς πανομοιότυπους μίσθαρνους αχυρανθρώπους του σημερινού πολιτικού μας συστήματος. Αυτοί εδώ ορμούν σαν λιμασμένοι λύκοι μέσα στο μαντρί της κομματικο-πολιτικής ραδιουργίας μήπως και "μπαλωθούν", έχοντας "τη συνείδησή τους ήσυχη για το αψήφιστο της εκλογής". Ο ίδιος
ο ποιητής δεν ενδιαφέρεται να αναθεματίσει την πτωτική πορεία του αντιήρωα του ποιήματος
ούτε να φέρει στο φως κάποιο εφευρετικό πνεύμα που θα διασχίσει τους αιθέρες της
ιδανικής πολιτείας. Οι λάμψεις των στίχων του απελευθερώνουν νεύματα προς τη
σύλληψη της ιστορικότητας του λαού ως μετα-στοχασμό
πάνω στην αθλιότητα του Πολιτικού. Έτσι ο ποιητικός λόγος γίνεται πλέον η ερμηνευτική δύναμη της αντιηρωικής φωνής που βουβαίνεται· ως τέτοιος αποκαλύπτει τις συγκλίνουσες και αποκλίνουσες τάσεις ενός ανθρώπινου Dasein που οι πολιτικές μηχανορραφίες αρχόντων και κυβερνητών το πνίγουν μέσα στη δική τους φθονερή δολιότητα. Παράλληλα καλεί αυτό το Dasein να ξαναβρεί το ιστορικό του πνεύμα πάνω και πέρα από τούτο το πολιτικό κρεβάτι της φθοράς και της διαφθοράς.