Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Γ. Παυλόπουλος: Η ποίηση στη ζωή μας

                                                                             
                                  Γιώργης  Παυλόπουλος
1924-2008

§1
Προκαταρκτικές επισημάνσεις

Παρακάτω παρουσιάζουμε το ποίημα του Γ. Παυλόπουλου: Τα Αντικλείδια. Ως προς τι μπορεί να μας ενδιαφέρει το εν λόγω ποίημα; Ως προς το ότι, ανάμεσα στα άλλα, εκφράζει την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης ως μέριμνα για το ποιητικό της Είναι.  Το τελευταίο δεν είναι δεδομένο, αλλά έρχεται προς εμάς ως κλήση προς αναζήτηση της ουσίας της ποίησης. Μα ο ποιητής δεν βρίσκεται εντός αυτής της ουσίας; Ο ποιητής είναι μόνο ο Ηρακλείτειος-οραματικός του αγώνας με το ποίημα, δηλαδή η γλώσσα που δοκιμάζει να μιλήσει ποιητικά, μήπως και βρεθεί στη γειτονία της ποίησης. Η ποιητική γλώσσα  έτσι γίνεται το οντολογικό αφήγημα του ποιητικού νου: αναφέρεται στους πολλούς που δεν σχετίζονται με την ποίηση και σε εκείνους τους λίγους που προσπαθούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτή, χωρίς ίσως το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Οι μεταφορικές προεκτάσεις και ο συμβολισμός της απλά αρθρωμένης ποιητικής γλώσσας αισθητοποιούν μια αέναη συγκάλυψη – εκκάλυψη της ποιητικής τέχνης, εφάμιλλη εκείνης της συγκάλυψης-εκκάλυψης, υπό την οποία βιώνει εν πολλοίς ο καθημερινός άνθρωπος τα μεγάλα γεγονότα της ζωής του.

Τα  Αντικλείδια
                              Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοικτή.
                              Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
                              τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
                              κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
                              και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
                              Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
                              δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
                              Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
                              και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
                              γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
                              Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
                              Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
                              για όσους μπόρεσαν να δουν στο βάθος.
                              Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
                              από τότε που υπάρχει ο κόσμος
                        είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
                              για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

                               Μα η ποίηση είναι μια πόρτα ανοικτή.



§2

Ερμηνεία και κατανόηση
         Στ. 1:

            ·   Μια πρώτη απόπειρα του ποιητή να ορίσει την ποίηση.
·   Πώς ορίζεται; Ως πόρτα ανοικτή.
            ·   Φαίνεται δηλαδή να είναι προσιτή σε όλους.

         Στ. 2-5:

·      Η ποίηση τελικά δεν είναι άμεσα προσιτή στον καθένα, αλλά έχει και περιέχει κάτι βαθύτερο, το μη-προσιτό άμεσα. Ειδεμή δεν θα ήταν ποίηση.
·      Όσοι δεν την αντιμετωπίζουν στο πραγματικό της βάθος και παραγνωρίζουν τα ενδότερα νοήματά της, πώς μπορούν να βρουν την πόρτα της ανοικτή;
·      Αυτό συμβαίνει με τους πολλούς: την αντικρίζουν επιφανειακά και αδιάφορα: δεν είναι σε θέση να την αποτιμούν δημιουργικά, να την προσεγγίζουν ως ανώτερη πράξη αίσθησης και αγωνιώδους δια-λογικότητας.
·      Το αποτέλεσμα είναι να την προσπερνούν, αλλά εξίσου να τους προσπερνά και η ποίηση. Έτσι όπως στην καθημερινότητα παρελαύνουν εμπρός μας συγκλονιστικά «ποιήματα» [=γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.], αλλά δεν τα αισθανόμαστε παρά τα ζούμε στο τέλος ως δυστυχία ή ευτυχία αναλόγως.
·      Υπάρχουν όμως και οι υποψιασμένοι: πλησιάζουν την ανοικτή πόρτα της ποίησης με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, με προσεκτική ματιά, με περισσότερη ευαισθησία και «κάτι βλέπουν».
·      Γοητεύονται απ’ αυτό που βλέπουν: μια πρώτη θέα της ποιητικής ιδέας.
·      Δεν βλέπουν βέβαια όλοι το ίδιο.
·      Ο καθένας μαγεύεται από κάτι διαφορετικό και δοκιμάζει να διαβεί την ανοικτή πόρτα.
·      Ο ένας έλκεται ίσως από τη μαγεία των λέξεων, ο άλλος από τα παρελαύνοντα νοήματα, αντίστοιχες ποιητικές εικόνες,  συγκεκριμένες αξίες ή ιδέες, γενικώς από κάτι που συναρπάζει την ψυχή.

Στ. 6-7:

·      Όταν όμως δοκιμάζουν να διαβούν την πόρτα, αυτή κλείνει και μένουν απ’ έξω.
·      Τι σημαίνει αυτό;
·  Πως η ουσία της ποίησης δεν «ξεκλειδώνεται», ήτοι δεν αποκαλύπτεται με την πρώτη ματιά.
·      Ενέχει ανείκαστα βάθη και ζητεί μια άλλη θέαση.
·      Μαζί με τον αναγνώστη αγωνιά να βρει το κλειδί, την οδό αποκάλυψης [ή και ανακάλυψης] της ποιητικής του αλήθειας.
·   Δεν υπάρχουν πολλά κλειδιά παρά μόνο ένα. Αυτό ψάχνουν όλοι να βρουν, χωρίς ωστόσο κάποια απαντοχή.

Στ. 8-10:

·      Ξοδεύουν ολόκληρη τη ζωή τους, αλλά δεν κατορθώνουν ν’ ανοίξουν την πόρτα, να απολαύσουν τους πνευματικούς χυμούς μιας ποιητικής ζωής.
·      Η ανύψωση εν τέλει στο επίπεδο αυτής της ζωής δεν είναι ομαλή ανάβαση, γιατί δεν είναι μόνο ζήτημα μιας ευάρεστης διάθεσης.
·      Το ευκταίο ή επιθυμητό δεν γίνεται εύκολα πραγματικό στην απαιτητική ζωή. Η όλη γοητεία του ωραίου ποιητικού ταξιδιού δεν βρίσκεται στο αποτέλεσμα ή στο προσδοκώμενο, αλλά στη δραματική τροπή ενός τέτοιου ταξιδιού.

Στ. 11-13:

·   Σημάδια αυτής της δραματικής τροπής είναι οι απ-εγνωσμένες προσπάθειες όσων εννοούν να επιμένουν ποιητικά.
· Δεν μπορούν να βρουν το κλειδί και γι’ αυτό φτιάχνουν αντικλείδια, γράφουν δηλαδή ποιήματα, μήπως και μπορέσουν να εκφράσουν την ουσία ή την αλήθεια της ποίησης. Περιορίζονται στο έκτυπο της ζωής, αλλά, έστω και έτσι, νοσταλγούν το αρχέτυπο.
·  Τα αντικλείδια, δηλαδή τα ποιήματα που γράφονται με ζέση, με πνοή και ευαισθησία, είναι πολλά και μεθερμηνεύουν τον διακαή πόθο της ανθρώπινης ψυχής μαζί και του νου να ομιλήσουν τη γλώσσα της αυθεντικής ποίησης, δηλαδή του άλγους του Νόστου.
· Το κλειδί, το αρχέτυπο, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τα διάφορα αντικλείδια, τα έκτυπα.
·      Η ανθρώπινη προσπάθεια βέβαια συνεχίζεται, δεν μπορεί να σταματήσει, ακόμη και όταν συναισθάνεται ή συνειδητοποιεί, κατά την εξέλιξη της ποιητικής της πράξης, ότι η πόρτα της ελπίδας, της προσδοκίας είναι ερμητικά κλειστή.
·      Ιδού το κορυφαίο δράμα, το αίνιγμα της ποιητικής μας συνθήκης!
·      Όσο ο άνθρωπος-ποιητής πιστεύει ότι πλησιάζει την ποιητική του αλήθεια, τόσο αυτή αποσύρεται.
·   Τον σαγηνεύει, τον εμπνέει, τον προδιαθέτει να ατενίσει ποιητικά τον κόσμο, αλλά, όταν ο ίδιος αφοσιώνεται σ’ αυτήν και εισδύει στο βάθος της, η ίδια δεν είναι εκεί, απομακρύνεται από κοντά του, περισυλλέγεται στην αλήθεια της, γίνεται παρούσα-απούσα.

Στ. 14-18:

·      Η παρουσία του ποιείν με τη μορφή των πολλών, των απειράριθμων ποιημάτων, επιτευγμάτων μέσα στο χρόνο δεν είναι κάτι το περιφρονητέο. Αξίζει να τιμάται, να ανατιμάται, όχι όμως και να υπερτιμάται.
·  Να ανατιμάται, γιατί καθιδρύει την αλήθεια του ανθρώπου ως δημιουργού-ποιητή, αγγέλλει τον αγώνα του για τη διάνοιξη της πύλης της ποίησης, προπαρασκευάζει τις ποιητικές συνθήκες που θεμελιώνουν την ευαισθησία, την αισθητικότητα, την πνευματική διαύγεια του ανθρώπινου ποιείν (Dichten).
·  Να μην υπερτιμάται, γιατί τίποτα το κατ’ αρχήν ποιητικό-δημιουργικό δεν μας οδηγεί υποχρεωτικά στην ιδεατή σύλληψη.
·      Η ποιητική ιδέα δεν εξαντλείται με την τρέχουσα ποιητική πράξη.
·      Η τελευταία τούτη δεν είναι δευτερεύουσα πράξη, αλλά πρωταρχική εκδήλωση του ποιητικού Είναι των ανθρώπων.
·      Καθότι τέτοια, στοιχειοθετεί τον αποκαλυπτικό λόγο της ποίησης.
·   Είναι αποκαλυπτικός, γιατί με την εργώδη ποιητική προσπάθεια μας αποκαλύπτει πως η ποίηση δεν είναι ένα απλό φαινόμενο του πολιτισμού και της κουλτούρας μας, δεν συνιστά έναν εφήμερο και περαστικό ενθουσιασμό, δεν εκφράζει απλώς ψυχικά βιώματα αλλά θεμελιώνει την ίδια την ουσία του ανθρώπου.
·     Ως θεμελιωτική δύναμη είναι ανεξάντλητη πηγή ποιητικών δημιουργημάτων, μας παρέχει έτσι την οίκηση του χώρου μας ως ποιητικού και συναφώς μας καλεί να εμβιώνουμε την ιερότητά του.
·      Ο κύκλος της ποιητικής εκμύθευσης του κόσμου επιβεβαιώνει ότι η ποιητική μας πατρίδα, όσο επώδυνη περιπέτεια ζωής κι αν είναι, παραμένει το αντίπαλο δέος μιας προδομένης πατρίδας: ο ποιητής είναι ο αγέρωχος Τιτάνας, την αλήθεια του οποίου δεν μπορεί να αντιποιείται κανένας ποιητικίζων εθνοπροδότης ή πατριδοκάπηλος: 
                             
                       "Ας μακραίνουνε οι προδότες,
                        Και απ' τα λόγια όπου θα πω" (Σολωμός).