Μανόλης
Αναγνωστάκης
1925-2005
Η ευμενής υποκρισία
§1
Εισαγωγικά
Τον Νοέμβριο
του 1983 ο Μ. Αναγνωστάκης δημοσίευσε στην εφημερίδα Αυγή το ποίημα που παραθέτουμε στη συνέχεια με τίτλο Φοβάμαι.
Το εν λόγω ποίημα γράφτηκε δέκα χρόνια μετά τον Νοέμβρη του ’73 και επιχειρεί να αισθητοποιήσει μιαν αντιπροσωπευτική εικόνα του
ανθρώπου της εποχής της διάλυσης. Ποια είναι, για τον Αναγνωστάκη, η
εποχή της διάλυσης; Βασικά εκτείνεται από την περίοδο του πολέμου, αλλά κυρίως από την μεταπολεμική
περίοδο έως και σήμερα. Ποια είναι τα κύρια γνωρίσματά της; Η
συντριβή οραμάτων και ιδεών με τις αντίστοιχες κοινωνικο-πολιτικές τους δράσεις,
συνακόλουθα η ανυπαρξία πολιτικών προταγμάτων αυθεντικού χαρακτήρα και η
καθίδρυση ενός ιδεολογικού-πολιτικού Είναι του ανθρώπου που θέλει να άρχει, να
διατάζει και να εξουσιάζει με ευμενή υποκρισία, απάτη και αυταπάτη. Αυτό
το εικονικό Είναι του ανθρώπου είναι αντιπροσωπευτικό του μαζανθρώπου, ο οποίος
πότε ατομικά και πότε ομαδικά, πότε ως κυρίαρχος και πότε ως κυριαρχούμενος,
αλλά πάντοτε καιροσκοπικά, «φρόνιμα και τακτικά πάει με εκείνον που νικά»
(Βάρναλης). Και ο τωρινός μας Νοέμβρης, ως φαίνεται, αποτυπώνει ανάγλυφα το
πνεύμα του ποιήματος. Γιατί; Επειδή τόσο η ιστορικότητα της επετείου του
Πολυτεχνείου του ’73 όσο και η παρούσα πολιτική κατάσταση της Ελλάδας
συσχετίζεται με τους αχυρανθρώπους ακριβώς που φοβάται ο Αναγνωστάκης.
Τι φοβάται, κατά βάθος, ο ποιητής; Τη φαυλότητα και τη σκοτεινότητα εκείνων
που από τα μικρόφωνα του Πολυτεχνείου του ’73, προϊόντος του χρόνου, μεταπήδησαν για την καλοζωία τους στα ελληνικά και ευρωπαϊκά έδρανα, συνυπογράφοντας τη
θανατική καταδίκη ενός πεινασμένου λαού, ο οποίος, όπως προκύπτει
αντικειμενικά, τους χαλάει και καμιά φορά τα υποχθόνια σχέδια της δικής τους
καλοπέρασης.
§2
Φοβάμαι...
Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό».
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που σου ’κλείναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα
τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια και τώρα
τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ’σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».
και τα ’σπάζαν στα μπουζούκια κάθε βράδυ και τώρα τα ξανασπάζουν όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις ίσιο δρόμο.
και τώρα σε λοιδορούν γιατί, λέει, δεν βαδίζεις ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμη περισσότερο.
§3
Ένα σχόλιο
· Δεσπόζουσα λέξη στο ποίημα είναι το ρήμα φοβάμαι.
Τι θέλει να πει με το τελευταίο ο ποιητής; «Δεν λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει»
(Ηράκλειτος)∙ σημαίνει με το νόημα ότι μας δείχνει με ποιητικά σήματα, αυτό
που συμβαίνει, ως επαναλαμβανόμενο παράδειγμα, μέσα στον ιστορικό χρόνο από τη
μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Μια όψη, ας πούμε, επαναλαμβανόμενου
παραδείγματος: οι δοτοί πρωθυπουργοί. Αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς ο τότε δοτός
πρωθυπουργός –«δημοκράτης» κατά τα άλλα– μεταφυτεύθηκε στην Ελλάδα ως «ελευθερωτής», για να αφοπλίσει τους μαχητές του βουνού … Ενδιάμεσοι και
τωρινοί δοτοί πρωθυπουργοί μεταφυτεύονται ως «λυτρωτές», για να ξεπουλήσουν ό,τι μπορεί να απέμεινε όρθιο. Άλλες επίσης όψεις
είναι τα χειροκροτήματα της εκάστοτε αυλής, η συνωμοτική λογική πολλών
πολιτικών, εν τέλει η ατομική αβουλία, η χαυνότητα, που προβάλλεται ως περισσή
πολιτική υπευθυνότητα.
· Ο
ποιητής όμως δυσπιστεί απέναντι σε όλους αυτούς, εν γένει
απέναντι στο επαναλαμβανόμενο παράδειγμα·
και όχι μόνο δυσπιστεί, αλλά τους φοβάται έτι περισσότερο: φοβάται την επικίνδυνη
δουλοπρέπεια.
Το ποιητικό υποκείμενο, ειδικά στο α΄ πρόσωπο, μας δείχνει με εποπτική σκέψη μια φαντασιακή-ποιητική αναπαράσταση που αποκρυπτογραφεί το άπαν του κοινωνικοπολιτικού
μας σύμπαντος. Αποκρυπτογραφεί, με θαυμαστή ισοζυγία λεκτικής εκφοράς και υπαρκτού περιεχομένου, την πιο σκοτεινή δύναμη
αυτού του σύμπαντος. Τη δύναμη που εντοπίζεται στη (μη)-συνειδητή συμμετοχή του
μαζικού Είναι του ανθρώπου στη νομιμοποίηση των πολιτικών δολοπλόκων που θέλουν
να κάνουν οδυνηρή τη ζωή των πολλών ανθρώπων, προκειμένου να ανακουφίζονται οι
ολίγοι αυτοί, σύμφωνα με τα σχέδιά τους.
· Ποιοι είναι τούτοι οι ολίγοι «άξιοι»; Άνθρωποι που φροντίζουν
πάντοτε να θεμελιώνουν τη ζωή τους στην πολύ αδιάντροπη βάση του ωφελιμισμού
και του πολιτικού συνωμοτισμού. Με μια ολιστική και ιστορική εμβέλεια του
ποιητικού λέγειν ορθώνεται ο Αναγνωστάκης ενάντια στον συκοφαντικό δεσποτισμό
των λέξεων τέτοιων ανθρώπων. Αυτός ο δεσποτισμός ιδιάζει στη χώρα των «πολιτικών
ανθρωποφάγων». Υπό το κράτος αυτής της χώρας, το επαναλαμβανόμενο παράδειγμα εδώ
στηρίζεται σε άτομα που συνθηκολόγησαν ασμένως στην περίοδο της δικτατορίας και
μεταμορφώθηκαν στη συνέχεια σε «αγωνιστές» για να καταλήξουν εν τέλει να αυτό-πολιτογραφούνται
ως «υπέρμαχοι» του κράτους «δικαίου» και ως «σωτήρες» του έθνους. Ο ποιητικός ρεαλισμός
μας δείχνει με τη γλώσσα που παράγει δράση πώς εκτυλίσσονται οι μη-πολιτικές ασυμμετρίες που
διέπουν ορισμένως τις κοινωνικές, πολιτικές αλλά και ανθρώπινες σχέσεις.