Ατομικότητα ή Συλλογικότητα
§1
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
· Η προβληματική γύρω από την ατομικότητα και συλλογικότητα, πολυσήμαντη και ποτέ μονοσήμαντη, είναι τόσο παλαιά όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος. Γιατί; Επειδή σχετίζεται κατ’ εξοχήν με αυτόν, ως ον που δύναται να σκέπτεται το Είναι του, να μην θεωρεί καμιά αλήθεια ως οριστική και μοναδική, να εμβαθύνει στον πνευματικό πολιτισμό του παρελθόντος, να ακούει τις σύγχρονες θεωρήσεις, να είναι ανοικτός προς όλες τις δυνατότητες, να κρίνει και να διακρίνει ιδεολογικές περιχαρακώσεις ή διαφοροποιήσεις, να ξεχωρίζει τον κριτικό, διαλεκτικό Λόγο από τον ωφελιμιστικό ορθολογισμό κ.λπ. Αυτή η δυνατότητα του σκέπτεσθαι είναι ίδιον μόνο του ανθρώπου και όχι του ζώου. Γι’ αυτό, όπως τονίζει με έμφαση ο Χέγκελ, ο άνθρωπος μόνο έχει θρησκεία και όχι το ζώο. Μόνο αυτός δηλαδή μπορεί να σκέπτεται την περατότητά του, τη θνητή του συνθήκη σε συνάφεια με την αίσθηση της απεραντοσύνης και αναλόγως να ενεργεί. Συγχρόνως αυτή η δυνατότητά του είναι που τον καθιστά «αιώνιο» μαθητή στην αυτονομία, αλλά και στην επι-κοινωνία.
· Αυτονομία και επι-κοινωνία με την αρχέγονη σημασία: α. της ενδοσκόπησης της ιστορικότητας του ατόμου ως ενικού, αλλά και κοινωνικού όντος· β. της διεύρυνσής του, μέσω αυτής της ιστορικότητας, με τρόπο που να αποκτά επίγνωση της ιστορικότητας του ανθρώπου συνολικά και να καθίσταται έτσι πολίτης του κόσμου. Το ερώτημα που εγείρεται εδώ είναι: μπορεί το ανθρώπινο άτομο ως πολίτης του κόσμου να φιλοσοφεί, να καλλιεργεί την αυθεντικότητα της σκέψης, να αμφισβητεί την αυθεντία του κατασκευασμένου ειδώλου, να αντιμάχεται καιροσκοπικές «συλλογικότητες» των εποχών, να αρνείται το ρόλο του διαχειριστή αλλότριων ιδεολογιών που απεργάζονται την παντοτινή του ανεστιότητα, να αναζητεί πίσω από τη διάλυση της άμεσης πραγματικότητας κάποια αποκρυμμένη ουσία προς την κατεύθυνση μιας νέας πραγματικότητας; Ένα τέτοιο ερώτημα, ως εκ της φύσης του, βέβαια δεν απαντιέται, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν ερώτημα, αλλά κουβεντιάζεται. Δείγμα και αφορμή προς μια τέτοια κουβέντα αποτελούν τα παρακάτω κείμενα:
§2
Κείμενα
Ι. «Το εδωνά-Είναι [ο άνθρωπος (Dasein)] ως καθημερινή συναλληλία βρίσκεται στην υποτέλεια των άλλων. Δεν είναι αυτό το ίδιο· το Είναι του το έχουν αρπάξει οι Άλλοι. Οι καθημερινές δυνατότητες του Είναι του υπόκεινται στα γούστα των Άλλων. Αυτοί οι Άλλοι δεν είναι ορισμένοι Άλλοι. Κάθε Άλλος μπορεί να τους αντιπροσωπεύει. Αποφασιστική είναι μονάχα η απαρατήρητη κυριαρχία των Άλλων […]. Ο καθένας μας ανήκει στους Άλλους και στερεώνει τη δύναμή τους. […] Μέσα σ’ αυτή την αφάνεια και αδυναμία διάκρισης οι πολλοί εγκαθιδρύουν τη χαρακτηριστική τους δικτατορία. Απολαμβάνουμε και διασκεδάζουμε όπως πολλοί διασκεδάζουν· διαβάζουμε, βλέπουμε και κριτικάρουμε λογοτεχνία και τέχνη, όπως πολλοί βλέπουν και κριτικάρουν· αλλά και αποτραβιόμαστε από τον “πολύ σωρό”, όπως πολλοί αποτραβιούνται. Οι πολλοί, που δεν είναι κανένας ορισμένος, παρά είμαστε όλοι, αν και όχι ως άθροισμα, επιβάλλουν στην καθημερινότητα το είδος του Είναι τους» (M. Heidegger, Είναι και Χρόνος, μτφρ. Γιάννη Τζαβάρα, σσ. 213-214).
Σχόλιο: Ποιο πρόβλημα του ανθρώπου θίγει εδώ ο Χάιντεγκερ; Την «μετανάστευση» του ανθρώπινου Dasein από τη χώρα του αυθεντικού εαυτού σε μια μαζοποιημένη κοινωνία της αναυθεντικότητας. Όλα και όλοι συνθλίβονται κάτω από τη δικτατορία του μαζανθρώπου και του μαζικού του γούστου. Πάνω στο έδαφος αυτής της δικτατορίας στήνουν χορό οι πλανητικές ωραιοποιήσεις με τους εκάστοτε εγχώριους εντολοδόχους τους. Πίσω από τούτη την επίφαση ζωής στενάζει η ανθρώπινη ύπαρξη μονάχη, αλλά ανθεκτικά μονάχη. Ακριβώς τούτη την ύπαρξη θέλει να φέρει στη γλώσσα, σε κουβέντα ο φιλόσοφος. Και υπό το πνεύμα της συνολικής του φιλοσοφικής θεώρησης της αυθεντικότητας της ύπαρξης, ο Χάιντεγκερ κουβεντιάζει την τελευταία μέσα από τη διαμεσολάβησή της με τους άλλους σε μια εξίσου αυθεντική «λαϊκή κοινότητα». Το είδος και ο χαρακτήρας της είναι πάντοτε το διερευνώμενο.
ΙΙ. «Η ελευθερία επιλογής σχέσεων των ανθρώπων προς αλλήλους προϋποθέτει ότι το άτομο ξεχωρίζει από τη συλλογική ομάδα και κατ’ αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται ως προσωπικότητα. Όταν αναφερόμαστε στο γεγονός ότι το άτομο ξεχωρίζει από τη συλλογική ομάδα, δεν εννοούμε κατ’ ανάγκη τον ανταγωνισμό, μιαν εχθρότητα προς την ομάδα εκ μέρους του ατόμου. Εκείνο που επισημαίνουμε εδώ είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν σχετίζεται προς την ομάδα ως ζώο, αλλά ως ένα ον που συνειδητοποιεί τη σύνδεσή του με τ’ άλλα άτομα, με τη συλλογική ομάδα, συνειδητοποιεί τον εαυτό του ως ικανό να προβεί σε διάφορες σκέψεις, αισθήματα και πράξεις στην όποια επικοινωνιακή συγκυρία. Το γεγονός ότι τα άτομα ξεχωρίζουν εντός της συλλογικής ομάδας ως προσωπικότητες, σημαίνει ότι αποκτούν την ικανότητα ελεύθερης επιλογής κατά την επικοινωνία, μιας επιλογής που θεμελιώνεται στην εγνωσμένη αναγκαιότητα, δηλαδή μιας επιλεκτικής επικοινωνίας, η οποία εδράζεται στη μεν ή στη δε γνώση των άλλων ανθρώπων, της ομάδας και του ίδιου του εαυτού του επιλέγοντος» (Β. Α. Βαζιούλιν: Η Λογική της Ιστορίας, μτφρ. Δημ. Πατέλης σ. 239).
Σχόλιο: Η σχέση του ατόμου προς τη συλλογική ομάδα είναι και παραμένει πάντοτε σχέση κοινωνική. Αλλά και οποιαδήποτε επί μέρους συμπεριφορά ή στάση του ατόμου απέναντι στον έναν ή τους πολλούς μεταφράζει στην πράξη την κοινωνική σχέση του ανθρώπου. Το ερώτημα είναι: ποια υφή και ποιο χαρακτήρα έχει ή πρέπει να έχει η κοινωνική σχέση, ώστε να υπερασπίζεται την ελευθερία του ατόμου κατά τη συλλογική του δράση και απέναντι στη δράση των συνανθρώπων του, με παράλληλη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της κοινωνίας; Η κοινωνική σχέση υπακούει σε ορισμένους νόμους ανάπτυξης της ανθρώπινης όντος ως προσώπου και απηχεί την καθολική του αλήθεια. Σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί μια τυχαία, αυθαίρετη σύμπτυξη ατομικών βουλήσεων και απροσδιόριστων καταστάσεων ή πραγμάτων· απεναντίας είναι προσδιοριστική και εξίσου δηλωτική των πραγματικών [οικονομικών, πολιτικών, πολιτισμικών, μορφωτικών κ.λπ.] εκδηλώσεων, μορφών, σχέσεων των ανθρώπων. Αναλογικά συνδέεται άμεσα με τον συνειδητό ρόλο του ατομικού και συλλογικού υποκειμένου στην ιστορική διαδικασία και αποτυπώνει την πολλαπλότητα, την πολυπλοκότητα και τη μη-γραμμικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας στην εκάστοτε λογικο-ιστορική της διαμόρφωση. Στο πλαίσιο αυτής της μη-γραμμικότητας, το ανθρώπινο υποκείμενο καλείται, ανάλογα με το βαθμό κατανόησης αυτής της πραγματικότητας και την αντίστοιχη ανάπτυξη του συνειδητού-Είναι του, να μετασχηματίζει το «πράγμα καθεαυτό» σε «πράγμα για τον εαυτό του». Τούτο σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι απόλυτο εξάρτημα των εξωτερικών περιστάσεων ή συνθηκών, δεν υπόκειται σε μια απόλυτα προκαθορισμένη αναγκαιότητα, αλλά δυνάμει της θέσης του μέσα στην ιστορία διαθέτει ένα ευρύ φάσμα αντικειμενικών δυνατοτήτων, οι οποίες του επιτρέπουν, σε συνδυασμό με μια διαρκώς κατακτώμενη ή ανακτώμενη γνωσιακή του αλήθεια, να θέτει σε λειτουργία το ερώτημα για το νόημα της ύπαρξής του και να καλλιεργεί τη λογική ικανότητα να επιλέγει ελεύθερα και σωστά.